430ΑΙ. Αιαί! Ποιός το φαντάστηκε ποτέ πως το όνομά μου
τόσο πολύ θα ταίριαζε να γίνει επώνυμο της συμφοράς μου.
Και νά που τώρα, δυο και τρεις φορές μου πάει
αιαί ν᾽ αναφωνώ, στην τύχη που με βρήκε.
Εμένα, που ο πατέρας μου, αφού στη χώρα αυτή της Ίδας
κέρδισε πολεμώντας έπαθλα αριστείας λαμπρά,
γύρισε πίσω νικητής και δοξασμένος.
Ενώ εγώ, εκείνου ο γιος, που πάτησα στον ίδιο χώρο
της Τρωάδας, όχι με σθένος δεύτερο, εγώ,
που δεν κατόρθωσα ανδραγαθήματα κατώτερα,
440ατιμασμένος χάνομαι μέσα στους Έλληνες.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης, το γνωρίζω:
ανίσως ζούσε ακόμη Αχιλλέας κι έμελλε αυτός να κρίνει
τα όπλα του σε ποιόν θα δώσει, της αριστείας έπαθλο
γενναίο, δεν θα τα είχε αγγίξει άλλος από μένα.
Τώρα ωστόσο οι δυο Ατρείδες σ᾽ εκείνον τον πανούργο
τα προμήθευσαν, μεγάλα κατορθώματα περιφρονώντας,
σ᾽ εμένα που με βλέπεις.
Αν όμως μάτια και μυαλό δεν είχανε σαλέψει,
δεν θα ᾽παιρναν αυτοί ψηφίζοντας παρόμοια απόφαση.
450Τώρα ωστόσο αδάμαστη του Δία η κόρη, με μάτι
που σ᾽ απολιθώνει, την ώρα που άπλωνα το χέρι πάνω τους,
στη λύσσα της μανίας μ᾽ έριξε, ώστε στο αίμα βοσκημάτων
τα χέρια μου να βάψω.
Κι αυτοί που ξέφυγαν τον θάνατο, τώρα περιγελούν
το άθλιο έργο μου, κι ας έγινε παρά τη θέλησή μου.
Αν όμως θέλει ένας θεός μια βλάβη, ακόμη κι ο δειλός
βγαίνει πιο πάνω απ᾽ τον γενναίο.
Μα τώρα τί απόμεινε να κάνω; αφότου ολοφάνερα
μ᾽ εχθρεύονται οι θεοί, και των Ελλήνων
ο στρατός με μίσησε, η Τροία ολόκληρη κι αυτός
ο κάμπος, όλοι και όλα μ᾽ απεχθάνονται.
Να γύριζα μήπως στο σπίτι, πίσω μου αφήνοντας
460αυτό το αραξοβόλι, τους δυο Ατρείδες παρατώντας,
το Αιγαίο πέλαγος περνώντας;
Μα τότε με τί μάτια τον πατέρα μου θα δω,
όταν σταθώ μπροστά στον Τελαμώνα;
Πώς θ᾽ ανεχτεί να με κοιτάξει μ᾽ άδεια χέρια,
δίχως ανδρείας έπαθλο, όταν ο ίδιος κέρδισε
λαμπρό στεφάνι μιας μεγάλης δόξας;
Όχι, αυτό δεν υποφέρεται.
Μήπως καλύτερα μπροστά να προχωρήσω στης Τροίας
τα τείχη, να συγκρουστώ σώμα με σώμα με τους Τρώες,
κι αφού αναδειχθώ γενναίος, στο τέλος να πεθάνω;
Έτσι όμως θα ᾽δινα χαρά μεγάλη στους Ατρείδες.
Όχι, δεν είναι λύση αυτή.
470Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τον τρόπο,
στον γέροντα πατέρα μου να δείξω πως δεν γεννήθηκε
δειλός ο γιος του.
Αλλιώς είναι ντροπή να θέλει κάποιος να τραβήξει
σε μάκρος τη ζωή του, αν δεν ελπίζει πως θ᾽ αλλάξει
η τύχη στο καλύτερο.
Γιατί ποιάν ευχαρίστηση δίνει το χθες, για νά ᾽ρθει
το αύριο, μόνο αναβάλλοντας τον βέβαιο θάνατο;
Δεν έχω σε καμιά εκτίμηση όποιον θνητό
γυρεύει να θερμάνει την ψυχή του μ᾽ ελπίδες κούφιες.
Γιατί ο τίμιος ή πρέπει τίμια να ζει
480ή να πεθάνει έντιμος. Αυτό τα λέει όλα.
ΧΟ. Κανείς δεν θα ᾽λεγε τον λόγο σου, Αίαντα,
αλλοπαρμένο, αλλά πως βγαίνει μέσα απ᾽ την καρδιά σου.
Παρ᾽ όλα αυτά ηρέμησε, στους φίλους δείξε εμπιστοσύνη,
αφήνοντας στην άκρη σκέψεις πένθιμες.
|