ΚΥΚ. Άκου, ανθρωπάκο!
Μυαλωμένος άμα είσαι, για θεό θα ᾽χεις το χρήμα·
τ᾽ άλλα είν᾽ όλα φούμαρα και όμορφες κουβέντες.
Τα θαλασσινά ακρωτήρια που ᾽ναι του πατέρα μου έδρα
τί τα θες και τα σκαλίζεις; Άσ᾽ τα να πάνε στο καλό.
320Ξένε, του Δία ο κεραυνός εμέ δεν με τρομάζει,
ούτε και νιώθω γω τον Δία για θεό πάνω από μένα.
Όλα τ᾽ άλλα δεν με μέλουν· κι άκου τώρα το γιατί:
όταν βρέχει ο ουρανός και καντάρια κατεβάζει,
μένω εγώ στο σπιτικό μου, στη στεγνή μου τη σπηλιά,
325ψήνω κάνα μοσχαράκι γιά καν᾽ άγριο θηρίο,
τρώγω, κι ανασκελωμένος στην κοιλιά μου μέσα ρίχνω
γάλα —έναν αμφορέα, άσπρο πάτο τονε πίνω—
και του Δία τις βροντές παραβγαίνω με τη χούφτα
που βροντώ μετά μανίας μέσ᾽ από το σώβρακό μου.
Κι άμα πιάσει να φυσήξει ο βοριάς, και ρίξει χιόνι,
330κουκουλώνομαι καλά σε τομάρια από θεριά,
το μαγκάλι μου τ᾽ ανάβω, και το χιόνι δεν με μέλει.
Η γη, θέλοντας και μη, το χορτάρι της γεννά, να παχύνουνε τα ζα μου,
που τα σφάζω για θυσία μοναχά στην αφεντιά μου —στους θεούς με τίποτα—
335κι απ᾽ τους θεούς ο πιο τρανός είν᾽ η στομαχάρα μου!
Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κάθε μέρα — αυτό είν᾽ ο Δίας
για μας που ᾽χουμε μυαλό· στα κομμάτια οι σκοτούρες!
Κι όσοι φτιάχνουνε τους νόμους και τον βίο των ανθρώπων
340πιο περίπλοκο τον κάνουν — τον κακό και τον ψυχρό τους.
Εγώ πάντως δεν θα πάψω να γλεντώ, να φχαριστιέμαι
—και να σε καταβροχθίζω.
Κι όσο για τα φιλέματα που ο οικοδεσπότης,
άμα θέλει να ᾽ν᾽ εντάξει, στους φιλοξενούμενούς του δίνει,
έχω εδώ γερή φωτιά και καζάνι χάλκινο, πατρογονικό μου,
να τυλίξει μια χαρά —πανωφόρι ασήκωτο—
το κορμί σου ολόκληρο και να σου το ζεματίσει.
345Άντε τώρα μέσα εσείς, στον βωμό του σπιτικού
του θεού για να σταθείτε — και να με καλοταΐστε!
ΟΔΥ. Αλίμονό μου, υπόμεινα τόσα και τόσα βάσανα
στον πόλεμο τον Τρωικό, κι άλλες τόσες φουρτούνες,
κι έφτασα τώρα κι άραξα σε ανθρώπου ανόσιου την καρδιά,
καρδιάν ωμή κι αλίμενη, κι έδεσα το καράβι.
350Παλλάδα μου, Καλή Θεά και Δέσποινα Διογέννητη,
βάλε τώρα το χέρι σου· πιο πάνω κι απ᾽ τον Τρωικόν
ο μόχθος ο σημερινός, κι ο κίνδυνος καραδοκεί.
Κι εσύ που ᾽χεις το σπίτι σου στα φωτεινά τ᾽ αστέρια
Δία των Ξένων, δες κι εμέ· γιατί αν δεν τα βλέπεις τούτα,
355μάταιο τ᾽ όνομά σου —«θεός»— και τίποτα δεν είσαι.
(Μπαίνουν στο σπήλαιο)
|