ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’
Κόπος στον κόπο, κι άλλος κόπος.
Πού κι από πού δεν πέρασα εγώ;
Κι όμως κανένας τόπος δεν ξέρει να μου πει
το μυστικό.
870Πρόσεξε, τώρα, προσοχή·
ακούω κάποιον χτύπο πάλι.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’
Είμαστε εμείς, του καραβιού οι σύντροφοι, θαλασσινοί.
ΗΜΙΧ. Α’ Λοιπόν τί τρέχει;
ΗΜΙΧ. Β’ Όλη τη δυτική πλευρά στο αραξοβόλι
την ψάξαμε βήμα προς βήμα.
ΗΜΙΧ. Α’ Βρήκες μιαν άκρη;
ΗΜΙΧ. Β’ Κόπος πολύς, αφάνταστος, όμως δεν πήρε
τίποτα το μάτι μου.
ΗΜΙΧ. Α’ Ούτε και στη μεριά που ο ήλιος ανατέλλει,
δεν βρήκα ίχνος πουθενά, πατήματα να δείχνουν κάτι.
ΧΟ. Κανείς λοιπόν φιλόπονος θαλασσινός
880απ᾽ όσους μες στη νύχτα άγρυπνοι ψαρεύουν,
καμιά από τις ξωθιές του Ολύμπου κι από τα ρέοντα
ποτάμια του Βοσπόρου, δεν θα μου πει αν είδε κάπου
εκείνον τον παράτολμο να παραδέρνει;
Απελπισία με πιάνει να το σκέφτομαι, που τόσην ώρα,
τριγυρνώ εξοντωμένος, κι όμως δεν έγινε να βρω
τον δρόμο τον σωστό, να δουν τα μάτια μου
890τον άνθρωπό μου, τη σκιά του.
ΤΕ. Οά, οά.
ΧΟ. Ποιά η φωνή που φτάνει εδώ
μέσα απ᾽ τη λαγκαδιά στ᾽ αυτιά μου;
ΤΕ. Ω δυστυχία αβάσταχτη.
ΧΟ. Βλέπω τη δύσμοιρη, αιχμάλωτη γυναίκα του,
την Τέκμησσα, από τον πόνο συντριμμένη.
ΤΕ. Χάθηκα, φίλοι, έσβησα, ήλθε το τέλος.
ΧΟ. Τί τρέχει; Μίλα.
ΤΕ. Ο Αίας κείται εδώ, μόλις σφαγιασμένος,
με το σπαθί χωμένο, περασμένο στο κορμί του.
900ΧΟ. Ιώ, μου χάνεται για πάντα ο νόστος,
αλί μου, βασιλιά μου, θανάτωσες μαζί κι εμένα,
τον ναυτικό σου σύντροφο. Ω μοίρα μαύρη,
ω δύσμοιρη κι εσύ γυναίκα.
ΤΕ. Επώνυμος του Αίαντα αρμόζει τώρα ο στεναγμός αιαί.
ΧΟ. Με τίνος χέρι ο δύστυχος βρήκε το τέλος του;
ΤΕ. Μόνος, με το δικό του χέρι, φαίνεται το πράγμα·
μπήγοντας το σπαθί στη γη, έπεσε πάνω του — αυτό
δείχνει τον δράστη.
ΧΟ. Τυφλή για μένα η συμφορά,
έχυσες μόνος το αίμα σου,
910αφύλαχτος από δικούς και φίλους.
Κι εγώ ολότελα κουφός κι ολότελα ανήξερος,
πιάστηκα αμελέτητος.
Πού, πες μου πού κείται δυσώνυμος
ο Αίας αμετάπειστος;
ΤΕ. Δεν είναι να τον δεις. Όμως εγώ θα να τον καλύψω
τώρα γύρω γύρω μ᾽ ένα πολύπτυχο σεντόνι,
γιατί κανείς, ακόμη και πολύ δικός,
δεν θ᾽ άντεχε, βλέποντας μαύρο αίμα να κυλά
απ᾽ τα ρουθούνια του και την αιμόφυρτη πληγή
της αυτοκτονικής σφαγής.
920Ω, πες μου, τί να κάνω; ποιός από τους δικούς
θα τον σηκώσει; πού είναι ο Τεύκρος, που θα μπορούσε
φτάνοντας στην ώρα του, το σώμα του νεκρού αδελφού
μαζί μου να κηδέψει;
Δύσμοιρε Αίαντα, ποιός ήσουν και πώς έγινες,
τόσο που θ᾽ άξιζε να σε θρηνούν ακόμη κι οι εχθροί σου.
|