Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Ἑλένης ἐγκώμιον (10) (16-22)


[16] Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν τοῦ λόγου ποιήσομαι τὴν ἀρχὴν τοῦ γένους αὐτῆς. Πλείστων γὰρ ἡμιθέων ὑπὸ Διὸς γεννηθέντων μόνης ταύτης γυναικὸς πατὴρ ἠξίωσε κληθῆναι. Σπουδάσας δὲ μάλιστα περί τε τὸν ἐξ Ἀλκμήνης καὶ τοὺς ἐκ Λήδας, τοσούτῳ μᾶλλον Ἑλένην Ἡρακλέους προὐτίμησεν ὥστε τῷ μὲν ἰσχὺν δέδωκεν ἣ βίᾳ τῶν ἄλλων κρατεῖν δύναται, τῇ δὲ κάλλος ἀπένειμεν ὃ καὶ τῆς ῥώμης αὐτῆς ἄρχειν πέφυκεν. [17] Εἰδὼς δὲ τὰς ἐπιφανείας καὶ τὰς λαμπρότητας οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν πολέμων καὶ τῶν ἀγώνων γιγνομένας, βουλόμενος αὐτῶν μὴ μόνον τὰ σώματ᾽ εἰς θεοὺς ἀναγαγεῖν ἀλλὰ καὶ τὰς δόξας ἀειμνήστους καταλιπεῖν, τοῦ μὲν ἐπίπονον καὶ φιλοκίνδυνον τὸν βίον κατέστησεν, τῆς δὲ περίβλεπτον καὶ περιμάχητον τὴν φύσιν ἐποίησεν.
[18] Καὶ πρῶτον μὲν Θησεὺς, ὁ λεγόμενος μὲν Αἰγέως γενομένος δ᾽ ἐκ Ποσειδῶνος, ἰδὼν αὐτὴν οὔπω μὲν ἀκμάζουσαν, ἤδη δὲ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν, τοσοῦτον ἡττήθη τοῦ κάλλους, ὁ κρατεῖν τῶν ἄλλων εἰθισμένος, ὥσθ᾽ ὑπαρχούσης αὐτῷ καὶ πατρίδος μεγίστης καὶ βασιλείας ἀσφαλεστάτης ἡγησάμενος οὐκ ἄξιον εἶναι ζῆν ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς ἄνευ τῆς πρὸς ἐκείνην οἰκειότητος, [19] ἐπειδὴ παρὰ τῶν κυρίων οὐχ οἷός τ᾽ ἦν αὐτὴν λαβεῖν, ἀλλ᾽ ἐπέμενον τήν τε τῆς παιδὸς ἡλικίαν καὶ τὸν χρησμὸν τὸν παρὰ τῆς Πυθίας, ὑπεριδὼν τὴν ἀρχὴν τὴν Τυνδάρεω καὶ καταφρονήσας τῆς ῥώμης τῆς Κάστορος καὶ Πολυδεύκους καὶ πάντων τῶν ἐν Λακεδαίμονι δεινῶν ὀλιγωρήσας, βίᾳ λαβὼν αὐτὴν εἰς Ἄφιδναν τῆς Ἀττικῆς κατέθετο, [20] καὶ τοσαύτην χάριν ἔσχεν Πειρίθῳ τῷ μετασχόντι τῆς ἁρπαγῆς ὥστε, βουληθέντος αὐτοῦ μνηστεῦσαι Κόρην τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος, καὶ παρακαλοῦντος ἐπὶ τὴν εἰς Ἅιδου κατάβασιν, ἐπειδὴ συμβουλεύων οὐχ οἷός τ᾽ ἦν ἀποτρέπειν, προδήλου τῆς συμφορᾶς οὔσης, ὅμως αὐτῷ συνηκολούθησεν, νομίζων ὀφείλειν τοῦτον τὸν ἔρανον, μηδενὸς ἀποστῆναι τῶν ὑπὸ Πειρίθου προσταχθέντων ἀνθ᾽ ὧν ἐκεῖνος αὐτῷ συνεκινδύνευσεν.
[21] Εἰ μὲν οὖν ὁ ταῦτα πράξας εἷς ἦν τῶν τυχόντων ἀλλὰ μὴ τῶν πολὺ διενεγκόντων, οὐκ ἄν πω δῆλος ἦν ὁ λόγος πότερον Ἑλένης ἔπαινος ἢ κατηγορία Θησέως ἐστίν· νῦν δὲ τῶν μὲν ἄλλων τῶν εὐδοκιμησάντων εὑρήσομεν τὸν μὲν ἀνδρίας, τὸν δὲ σοφίας, τὸν δ᾽ ἄλλου τινὸς τῶν τοιούτων μερῶν ἀπεστερημένον, τοῦτον δὲ μόνον οὐδ᾽ ἑνὸς ἐνδεᾶ γενόμενον, ἀλλὰ παντελῆ τὴν ἀρετὴν κτησάμενον. [22] Δοκεῖ δέ μοι πρέπειν περὶ αὐτοῦ καὶ διὰ μακροτέρων εἰπεῖν· ἡγοῦμαι γὰρ ταύτην μεγίστην εἶναι πίστιν τοῖς βουλομένοις Ἑλένην ἐπαινεῖν, ἢν ἐπιδείξωμεν τοὺς ἀγαπήσαντας καὶ θαυμάσαντας ἐκείνην αὐτοὺς τῶν ἄλλων θαυμαστοτέρους ὄντας. Ὅσα μὲν γὰρ ἐφ᾽ ἡμῶν γέγονεν, εἰκότως ἂν ταῖς δόξαις ταῖς ἡμετέραις αὐτῶν διακρίνοιμεν, περὶ δὲ τῶν οὕτω παλαιῶν προσήκει τοῖς κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον εὖ φρονήσασιν ὁμονοοῦντας ἡμᾶς φαίνεσθαι.


[16] Θα αρχίσω τον λόγο μου από την καταγωγή της. Ενώ λοιπόν πάρα πολλοί ημίθεοι γεννήθηκαν από τον Δία, μόνο αυτής της γυναίκας ο Δίας αξίωσε να ονομαστεί πατέρας. Και, μολονότι φρόντισε πάρα πολύ και για τον γιο της Αλκμήνης και για τα παιδιά της Λήδας, η προτίμησή του προς την Ελένη σε σχέση με αυτή προς τον Ηρακλή ήταν πολύ μεγαλύτερη, σε σημείο μάλιστα να δώσει σ᾽ εκείνον δύναμη, που μπορεί να κυριαρχεί βίαια επί των άλλων, σε εκείνην όμως χάρισε ομορφιά, που από τη φύση της εξουσιάζει ακόμη και αυτή την ίδια τη σωματική δύναμη. [17] Επειδή όμως γνώριζε ότι η δόξα και η λαμπρότητα αποκτιούνται όχι από την ήσυχη ζωή αλλά από τους πολέμους και τους αγώνες, θέλοντας όχι μόνο να τους εξυψώσει ως άτομα προς τους θεούς, αλλά και να αφήσει και το όνομά τους αθάνατο μεταξύ των ανθρώπων, έκανε τη ζωή του Ηρακλή γεμάτη μόχθους και κινδύνους, ενώ χάρισε στην Ελένη τέτοια φυσική ομορφιά, ώστε να προσελκύει τα βλέμματα όλων και όλοι να αγωνίζονται να την κερδίσουν.
[18] Και πρώτος από όλους την είδε ο Θησέας, που φέρεται ως γιος του Αιγέα, αλλά που στην πραγματικότητα καταγόταν από τον Ποσειδώνα, και, ενώ δεν ήταν ακόμη στην ακμή της ηλικίας της, ξεχώριζε κιόλας από τις άλλες. Όταν λοιπόν είδε την Ελένη ο Θησέας, αυτός που είχε συνηθίσει να κυριαρχεί επί των άλλων, υπέκυψε τόσο πολύ στην ομορφιά της, ώστε, αν και είχε πατρίδα πάρα πολύ μεγάλη και βασιλεία ασφαλέστατη, θεώρησε ότι δεν άξιζε να ζει με τα αγαθά που διέθετε, αν δεν θα είχε εκείνη σύντροφό του . [19] Επειδή όμως δεν μπορούσε να την πάρει από αυτούς που την εξουσίαζαν, οι οποίοι περίμεναν να φτάσει η κόρη στην κατάλληλη ηλικία, καθώς και τον χρησμό της Πυθίας, χωρίς να λογαριάσει την εξουσία του Τυνδάρεω και περιφρονώντας τη δύναμη του Κάστορα και του Πολυδεύκη και αδιαφορώντας για όλους τους κινδύνους που υπήρχαν στην Πελοπόννησο, την άρπαξε και την εγκατέστησε με ασφάλεια στις Αφίδνες της Αττικής. [20] Χρωστούσε τόσο μεγάλη χάρη στον Πειρίθου για τη συμμετοχή του στην αρπαγή της Ελένης, ώστε, όταν εκείνος εξέφρασε την επιθυμία του να παντρευτεί την Κόρη, θυγατέρα του Δία και της Δήμητρας, και ζήτησε τη βοήθειά του για την κατάβαση στον Άδη, αφού παρά τις συμβουλές του δεν μπόρεσε να τον αποτρέψει, τον ακολούθησε ως εκεί, μολονότι ο κίνδυνος ήταν ολοφάνερος· και αυτό, επειδή πίστευε ότι του χρωστούσε αυτή την οφειλή, ώστε να εκπληρώσει στο ακέραιο ό,τι του ζήτησε ο Πειρίθους σε αντάλλαγμα των κινδύνων που εκείνος είχε συμμεριστεί μαζί του.
[21] Εάν λοιπόν αυτός που πέτυχε αυτά τα κατορθώματα ήταν ένας κάποιος τυχαίος και όχι ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος, δεν θα φαινόταν ακόμη καθαρά αν ο λόγος μου είναι εγκώμιο της Ελένης ή κατηγορία εναντίον του Θησέα. Τώρα όμως θα διαπιστώσουμε ότι μεταξύ των ονομαστών γενικά ανδρών, ενώ από τον έναν έλειπε η ανδρεία, από τον άλλον η σοφία, από άλλον τέλος κάποιο άλλο από τα χαρίσματα αυτού του είδους, μόνο από τον Θησέα δεν έλειπε τίποτε εντελώς, αλλά είχε την αρετή ολοκληρωμένη. [22] Έχω όμως τη γνώμη ότι πρέπει να πω γι᾽ αυτόν πολύ περισσότερα· γιατί νομίζω ότι, αν δείξουμε ότι εκείνοι που αγάπησαν και θαύμασαν την Ελένη ήταν άξιοι μεγαλύτερου θαυμασμού από τους άλλους, αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη πιστοποίηση σε όσους θέλουν να την εγκωμιάζουν. Γιατί, όσα έχουν συμβεί επί των ημερών μας εύκολα θα μπορούσαμε να τα εκτιμήσουμε με τη δική μας κρίση· αλλά για τόσο παλαιά γεγονότα πρέπει προφανώς να έχουμε την ίδια γνώμη με τους σοφούς εκείνης της εποχής.