Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Ἑλένης ἐγκώμιον (10) (23-30)


[23] Κάλλιστον μὲν οὖν ἔχω περὶ Θησέως τοῦτ᾽ εἰπεῖν, ὅτι κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον Ἡρακλεῖ γενόμενος ἐνάμιλλον τὴν αὐτοῦ δόξαν πρὸς τὴν ἐκείνου κατέστησεν. Οὐ γὰρ μόνον τοῖς ὅπλοις ἐκοσμήσαντο παραπλησίοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἐχρήσαντο τοῖς αὐτοῖς, πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες. Ἐξ ἀδελφῶν γὰρ γεγονότες, ὁ μὲν ἐκ Διὸς, ὁ δ᾽ ἐκ Ποσειδῶνος, ἀδελφὰς καὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔσχον. Μόνοι γὰρ οὗτοι τῶν προγεγενημένων ὑπὲρ τοῦ βίου τοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀθληταὶ κατέστησαν. [24] Συνέβη δὲ τὸν μὲν ὀνομαστοτέρους καὶ μείζους, τὸν δ᾽ ὠφελιμωτέρους καὶ τοῖς Ἕλλησιν οἰκειοτέρους ποιήσασθαι τοὺς κινδύνους. Τῷ μὲν γὰρ Εὐρυσθεὺς προσέταττεν τάς τε βοῦς τὰς ἐκ τῆς Ἐρυθείας ἀγαγεῖν καὶ τὰ μῆλα τὰ τῶν Ἑσπερίδων ἐνεγκεῖν καὶ τὸν Κέρβερον ἀναγαγεῖν καὶ τοιούτους ἄλλους πόνους, ἐξ ὧν ἤμελλεν οὐ τοὺς ἄλλους ὠφελήσειν ἀλλ᾽ αὐτὸς κινδυνεύσειν· [25] ὁ δ᾽, αὐτὸς αὑτοῦ κύριος ὢν, τούτους προῃρεῖτο τῶν ἀγώνων ἐξ ὧν ἤμελλεν ἢ τῶν Ἑλλήνων ἢ τῆς αὑτοῦ πατρίδος εὐεργέτης γενήσεσθαι. Καὶ τόν τε ταῦρον τὸν ἀνεθέντα μὲν ὑπὸ Ποσειδῶνος, τὴν δὲ χώραν λυμαινόμενον ὃν πάντες οὐκ ἐτόλμων ὑπομένειν, μόνος χειρωσάμενος μεγάλου φόβου καὶ πολλῆς ἀπορίας τοὺς οἰκοῦντας τὴν πόλιν ἀπήλλαξεν· [26] καὶ μετὰ ταῦτα Λαπίθαις σύμμαχος γενόμενος, στρατευσάμενος ἐπὶ Κενταύρους τοὺς διφυεῖς, οἳ καὶ τάχει καὶ ῥώμῃ καὶ τόλμῃ διενεγκόντες τὰς μὲν ἐπόρθουν, τὰς δ᾽ ἤμελλον, ταῖς δ᾽ ἠπείλουν τῶν πόλεων, τούτους μάχῃ νικήσας εὐθὺς μὲν αὐτῶν τὴν ὕβριν ἔπαυσεν, οὐ πολλῷ δ᾽ ὕστερον χρόνῳ τὸ γένος ἐξ ἀνθρώπων ἠφάνισεν. [27] Περὶ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τὸ τέρας τὸ τραφὲν μὲν ἐν Κρήτῃ, γενόμενον δ᾽ ἐκ Πασιφάης τῆς Ἡλίου θυγατρὸς, ᾧ κατὰ μαντείαν δασμὸν τῆς πόλεως δὶς ἑπτὰ παῖδας ἀποστελλούσης, ἰδὼν αὐτοὺς ἀγομένους καὶ πανδημεὶ προπεμπομένους ἐπὶ θάνατον ἄνομον καὶ προῦπτον καὶ πενθουμένους ἔτι ζῶντας, οὕτως ἠγανάκτησεν ὥσθ᾽ ἡγήσατο κρεῖττον εἶναι τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζῆν ἄρχων τῆς πόλεως τῆς οὕτως οἰκτρὸν τοῖς ἐχθροῖς φόρον ὑποτελεῖν ἠναγκασμένης. [28] Σύμπλους δὲ γενόμενος καὶ κρατήσας φύσεως ἐξ ἀνδρὸς μὲν καὶ ταύρου μεμιγμένης, τὴν δ᾽ ἰσχὺν ἐχούσης οἵαν προσήκει τὴν ἐκ τοιούτων σωμάτων συγκειμένην, τοὺς μὲν παῖδας διασώσας τοῖς γονεῦσιν ἀπέδωκεν, τὴν δὲ πόλιν οὕτως ἀνόμου καὶ δεινοῦ καὶ δυσαπαλλάκτου προστάγματος ἠλευθέρωσεν.
[29] Ἀπορῶ δ᾽ ὅ τι χρήσωμαι τοῖς ἐπιλοίποις· ἐπιστὰς γὰρ ἐπὶ τὰ Θησέως ἔργα καὶ λέγειν ἀρξάμενος περὶ αὐτῶν ὀκνῶ μὲν μεταξὺ παύσασθαι καὶ παραλιπεῖν τήν τε Σκίρωνος καὶ Κερκύονος καὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων παρανομίαν, πρὸς οὓς ἀνταγωνιστὴς γενόμενος ἐκεῖνος πολλῶν καὶ μεγάλων συμφορῶν τοὺς Ἕλληνας ἀπήλλαξεν· αἰσθάνομαι δ᾽ ἐμαυτὸν ἔξω φερόμενον τῶν καιρῶν καὶ δέδοικα μή τισιν δόξω περὶ τούτου μᾶλλον σπουδάζειν ἢ περὶ ἧς τὴν ἀρχὴν ὑπεθέμην. [30] Ἐξ ἀμφοτέρων οὖν τούτων αἱροῦμαι τὰ μὲν πλεῖστα παραλιπεῖν διὰ τοὺς δυσκόλως ἀκροωμένους, περὶ δὲ τῶν ἄλλων ὡς ἂν δύνωμαι συντομώτατα διελθεῖν, ἵνα τὰ μὲν ἐκείνοις, τὰ δ᾽ ἐμαυτῷ χαρίσωμαι καὶ μὴ παντάπασιν ἡττηθῶ τῶν εἰθισμένων φθονεῖν καὶ τοῖς λεγομένοις ἅπασιν ἐπιτιμᾶν.


[23] Το ωραιότερο που έχω να πω για τον Θησέα είναι ότι, ενώ έζησε την ίδια εποχή με τον Ηρακλή, πέτυχε ώστε να συναγωνίζεται στη δόξα με εκείνον. Όχι μόνο είχαν εφοδιαστεί με όμοια σχεδόν όπλα, αλλά και ασχολήθηκαν με τα ίδια πράγματα, ταιριαστά στην κοινή καταγωγή τους. Γιατί, προερχόμενοι από αδερφούς, ο ένας από τον Δία, ο άλλος από τον Ποσειδώνα, είχαν αδερφές και τις επιθυμίες. Ήταν οι μόνοι από τους προγενεστέρους που αγωνίστηκαν για τη ζωή των ανθρώπων. [24] Κατά σύμπτωση ο ένας αντιμετώπισε τους πιο ονομαστούς και πιο μεγάλους κινδύνους, ο άλλος τους πιο χρήσιμους και πιο στενά συνδεδεμένους με τους Έλληνες. Για παράδειγμα, ο Ηρακλής διατάχτηκε από τον Ευρυσθέα να του φέρει τα βόδια από την Ερύθεια και τα μήλα των Εσπερίδων, να φέρει τον Κέρβερο επάνω στη γη και να υποβληθεί σε άλλους παρόμοιους μόχθους, από τους οποίους δεν επρόκειτο να ωφεληθούν άλλοι, αλλά να κινδυνεύσει μόνο ο ίδιος. [25] Ο Θησέας, αντίθετα, όντας κύριος του εαυτού του, προτίμησε από τους αγώνες αυτούς με τους οποίους επρόκειτο να αναδειχθεί ευεργέτης ή των Ελλήνων ή τουλάχιστον της ιδιαίτερης πατρίδας του. Έτσι, τον ταύρο που άφησε ο Ποσειδών και λυμαινόταν τη χώρα, τον οποίο κανένας δεν τολμούσε να αντιμετωπίσει, τον δάμασε μόνος του και αντάλλαξε τους κατοίκους της πόλης από μεγάλο φόβο και ανησυχία. [26] Ύστερα από αυτά, συμμάχησε με τους Λαπίθες και εξεστράτευσε ενάντια στους Κένταυρους, πλάσματα με διπλή φύση, οι οποίοι, καθώς υπερείχαν στην ταχύτητα, τη δύναμη και την τόλμη, άλλες από τις πόλεις λεηλατούσαν, άλλες ετοιμάζονταν να κάνουν το ίδιο και άλλες τις απειλούσαν. Ο Θησέας, αφού τους νίκησε σε μάχη, κατέστειλε αμέσως την αλαζονεία τους και ύστερα από λίγο καιρό αφάνισε τη ράτσα τους από τους ανθρώπους. [27] Την ίδια περίπου εποχή, η Αθήνα έστελνε ως φόρο, σύμφωνα με κάποιον χρησμό, εφτά νέους και εφτά νέες στο τέρας που είχε ανατραφεί στην Κρήτη από τη γενιά της Πασιφάης, της κόρης του Ήλιου. Όταν ο Θησέας είδε να ξεπροβοδίζονται οι νέοι αυτοί από όλο τον λαό, να οδηγούνται σε έναν θάνατο άγριο και αναπόφευκτο και να πενθούν γι᾽ αυτούς, ενώ ήταν ακόμη ζωντανοί, αγανάκτησε τόσο πολύ, ώστε έκρινε ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει παρά να ζει ως άρχοντας μιας πόλης που ήταν αναγκασμένη να πληρώνει στους εχθρούς έναν τόσο φρικτό φόρο υποτέλειας. [28] Γι᾽ αυτό ταξίδευσε στην Κρήτη μαζί με τους νέους και κατέβαλε το τέρας, που είχε φύση αποτελούμενη από άνθρωπο και ταύρο, και δύναμη τέτοια που ταιριάζει να έχουν όντα αποτελούμενα από τέτοια σώματα. Αφού λοιπόν γλίτωσε τους νέους, τους παρέδωσε στους γονείς τους και απάλλαξε την πόλη από μια τόσο άγρια και φοβερή υποχρέωση, από την οποία της ήταν πολύ δύσκολο να απαλλαγεί.
[29] Αναρωτιέμαι ποιά από τα υπόλοιπα κατορθώματα να αναφέρω. Γιατί, αφού στάθηκα σ᾽ αυτά και άρχισα να τα αναπτύσσω, διστάζω να διακόψω τον λόγο μου και να μη μιλήσω για τη βιαιότητα του Σκίρωνα, του Κερκύονα και των άλλων των όμοιών τους, εναντίον των οποίων ο Θησέας αγωνίστηκε και απάλλαξε τους Έλληνες από πολλές και μεγάλες συμφορές. Αισθάνομαι όμως ότι βγαίνω έξω από τους λόγους που προσφέρονται στο θέμα μου και φοβάμαι μήπως δώσω σε μερικούς την εντύπωση ότι ενδιαφέρομαι περισσότερο για τον Θησέα παρά για εκείνη, της οποίας το εγκώμιο έθεσα αρχικά ως θέμα του λόγου μου. [30] Γι᾽ αυτό, αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο δίλημμα, προτιμώ να παραλείψω τα περισσότερα, μήπως δυσαρεστήσω τους δύσκολους ακροατές, αλλά για τα υπόλοιπα θα μιλήσω όσο μπορώ πιο σύντομα, για να ικανοποιήσω έτσι και τους δύσκολους ακροατές και τον εαυτό μου, και να μην υποχωρήσω εντελώς σε όσους είναι συνηθισμένοι να φθονούν και να επικρίνουν όλα όσα λέγονται.