Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.29.1-3.31.4)

[3.29.1] Εἰλημμένος δὲ τῶν τρισχιλίων οὐκέτ᾽ ἔμελλεν, ἀλλ᾽ ὡς πάντων ἀνθρώπων πλουσιώτατος, οὐ μόνον τῶν ἐκεῖ γεωργῶν, αὐτίκα ἐλθὼν παρὰ τὴν Χλόην διηγεῖται αὐτῇ τὸ ὄναρ, δείκνυσι τὸ βαλάντιον, κελεύει τὰς ἀγέλας φυλάττειν, ἔστ᾽ ἂν ἐπανέλθῃ, καὶ συντείνας σοβεῖ παρὰ τὸν Δρύαντα. Καὶ εὑρὼν πυρούς τινας ἁλωνοτριβοῦντα μετὰ τῆς Νάπης πάνυ θρασὺν ἐμβάλλει λόγον περὶ γάμου. [3.29.2] «Ἐμοὶ δὸς Χλόην γυναῖκα· ἐγὼ καὶ συρίζειν οἶδα καλῶς καὶ κλᾶν ἄμπελον καὶ φυτὰ κατορύττειν· οἶδα καὶ γῆν ἀροῦν καὶ λικμῆσαι πρὸς ἄνεμον. Ἀγέλην δὲ ὅπως νέμω μάρτυς Χλόη· πεντήκοντα αἶγας παραλαβὼν διπλασίονας πεποίηκα· ἔθρεψα καὶ τράγους μεγάλους καὶ καλούς· πρότερον δὲ ἀλλοτρίοις τὰς αἶγας ὑπεβάλλομεν. [3.29.3] Ἀλλὰ καὶ νέος εἰμὶ καὶ γείτων ὑμῖν ἄμεμπτος· καί με ἔθρεψεν αἴξ, ὡς Χλόην ὄϊς. Τοσοῦτον δὲ τῶν ἄλλων κρατῶν οὐδὲ δώροις ἡττηθήσομαι· [3.29.4] ἐκεῖνοι δώσουσιν αἶγας καὶ πρόβατα καὶ ζεῦγος ψωραλέων βοῶν καὶ σῖτον μηδὲ ἀλεκτορίδας θρέψαι δυνάμενον· παρ᾽ ἐμοῦ δὲ αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι. Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς, μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ.» Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει.
[3.30.1] Οἱ δὲ παρ᾽ ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον, αὐτίκα τε δώσειν ἐπηγγέλλοντο τὴν Χλόην καὶ πείσειν ὑπισχνοῦντο τὸν Λάμωνα. [3.30.2] Ἡ μὲν δὴ Νάπη μετὰ τοῦ Δάφνιδος αὐτοῦ μένουσα περιήλαυνε τὰς βοῦς καὶ τοῖς τριβόλοις κατειργάζετο τὸν στάχυν· ὁ δὲ Δρύας θησαυρίσας τὸ βαλάντιον ἔνθα ἀπέκειτο τὰ γνωρίσματα, ταχὺς παρὰ τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην ἐφέρετο, μέλλων παρ᾽ αὐτῶν, τὸ καινότατον, μνᾶσθαι νυμφίον. [3.30.3] Εὑρὼν δὲ κἀκείνους κριθία μετροῦντας οὐ πρὸ πολλοῦ λελικμημένα ἀθύμως τε ἔχοντας ὅτι μικροῦ δεῖν ὀλιγώτερα ἦν τῶν καταβληθέντων σπερμάτων, ἐπ᾽ ἐκείνοις μὲν παρεμυθήσατο, κοινὴν ὁμολογήσας αἰτίαν γεγονέναι πανταχοῦ· [3.30.4] τὸν δὲ Δάφνιν ᾐτεῖτο Χλόῃ καὶ ἔλεγεν ὅτι πολλὰ ἄλλων διδόντων, οὐδὲν παρ᾽ αὐτῶν λήψεται, μᾶλλον δέ τι οἴκοθεν αὐτοῖς ἐπιδώσει· συντετράφθαι γὰρ ἀλλήλοις κἀν τῷ νέμειν συνῆφθαι φιλίᾳ ῥᾳδίως λυθῆναι μὴ δυναμένῃ, ἤδη δὲ καὶ ἡλικίαν ἔχειν ὡς συγκαθεύδειν μετ᾽ ἀλλήλων. [3.30.5] Ὁ μὲν ταῦτα καὶ ἔτι πλείω ἔλεγεν, οἷα τοῦ πεῖσαι λέγων ἆθλον ἔχων τὰς τρισχιλίας· ὁ δὲ Λάμων μήτε πενίαν ἔτι προβάλλεσθαι δυνάμενος —αὐτοὶ γὰρ οὐχ ὑπερηφάνουν— μήτε ἡλικίαν Δάφνιδος —ἤδη γὰρ μειράκιον ἦν— τὸ μὲν ἀληθὲς οὐδ᾽ ὣς ἐξηγόρευσεν, ὅτι κρείττων ἐστὶ τοιούτου γάμου, χρόνον δὲ σιωπήσας ὀλίγον οὕτως ἀπεκρίνατο·
[3.31.1] «Δίκαια ποιεῖτε τοὺς γείτονας προτιμῶντες τῶν ξένων καὶ πενίας ἀγαθῆς πλοῦτον μὴ νομίζοντες κρείττονα. Ὁ Πὰν ὑμᾶς ἀντὶ τῶνδε καὶ αἱ Νύμφαι φιλήσειαν. [3.31.2] Ἐγὼ δὲ σπεύδω μὲν καὶ αὐτὸς τὸν γάμον τοῦτον· καὶ γὰρ ἂν μαινοίμην, εἰ μὴ γέρων τε ὢν ἤδη καὶ χειρὸς εἰς τὰ ἔργα δεόμενος περιττοτέρας ᾤμην καὶ τὸν ὑμέτερον οἶκον φίλον προσλαβεῖν ἀγαθόν τι μέγα· [3.31.3] περισπούδαστος δὲ καὶ Χλόη, καλὴ καὶ ὡραία κόρη καὶ πάντα ἀγαθή· δοῦλος δὲ ὢν οὐδενός εἰμι τῶν ἐμῶν κύριος, ἀλλὰ δεῖ τὸν δεσπότην μανθάνοντα ταῦτα συγχωρεῖν. Φέρε οὖν ἀναβαλώμεθα τὸν γάμον εἰς τὸ μετόπωρον· [3.31.4] ἀφίξεσθαι τότε λέγουσιν αὐτὸν οἱ παραγινόμενοι πρὸς ἡμᾶς ἐξ ἄστεος. Τότε ἔσονται ἀνὴρ καὶ γυνή· νῦν δὲ φιλείτωσαν ἀλλήλους ὡς ἀδελφοί. Ἴσθι μόνον, ὦ Δρύα, τοσοῦτον· σπεύδεις περὶ μειράκιον κρεῖττον ἡμῶν.» Ὁ μὲν ταῦτα εἰπὼν ἐφίλησέ τε αὐτὸν καὶ ὤρεξε πότον ἤδη μεσημβρίας ἀκμαζούσης καὶ προύπεμψε μέχρι τινός, φιλοφρονούμενος πάντα.

[3.29.1] Μόλις απόχτησε τις τρεις χιλιάδες έχασε κάθε δισταγμό — ένιωθε πιο πλούσιος όχι μόνο από τους χωρικούς της περιοχής, αλλά κι από τον κόσμο ολάκερο. Πήγε λοιπόν ευθύς στη Χλόη, της διηγήθηκε τ᾽ όνειρο, της έδειξε το σακούλι, και παραγγέλνοντάς της να φυλάει τα κοπάδια ώσπου να γυρίσει έτρεξε μ᾽ όλη του τη δύναμη στον Δρύα. Τον βρήκε ν᾽ αλωνίζει στάρι με τη Νάπη, και του μίλησε πολύ θαρρετά για το γάμο: [3.29.2] «Δώσε μου εμένα τη Χλόη γυναίκα. Εγώ και φλογέρα ξέρω να παίζω καλά, κι αμπέλια να κλαδεύω, και δέντρα να φυτεύω. Ξέρω και να οργώνω τη γη και να λιχνίζω αντίθετα στον άνεμο. Όσο για το πώς βόσκω τα πρόβατα, μάρτυράς μου η Χλόη. Παράλαβα πενήντα γίδες και τις διπλασίασα. Ανάστησα κι ωραίους τράγους, ενώ άλλοτε δανειζόμασταν ξένους για τις γίδες μας. [3.29.3] Κι έπειτα είμαι νέος, και σας στάθηκα πάντα καλός γείτονας. Κι ακόμα με βύζαξε γίδα, όπως προβατίνα βύζαξε τη Χλόη. Και χώρια που τόσο ξεπερνάω τους άλλους στα προσόντα, ούτε και στα δώρα θα μείνω πίσω. [3.29.4] Εκείνοι θα σου δώσουν γίδες και πρόβατα και δυο ψωροαγελάδες και στάρι που δεν είναι μήτε για να ταΐσεις τις κότες — ενώ εγώ δίνω τούτες τις τρεις χιλιάδες. Μονάχα μην το μάθει κανένας, ούτε κι ο ίδιος ο πατέρας μου ο Λάμων». Και συνάμα τους παράδωσε τα χρήματα, τους αγκάλιασε και τους φίλησε.
[3.30.1] Αυτοί, που μήτε στ᾽ όνειρό τους δεν είχαν δει τέτοιο ποσό, του έταξαν αμέσως να του δώσουν τη Χλόη κι υποσχέθηκαν να πείσουν το Λάμωνα. [3.30.2] Η Νάπη έμεινε αυτού, βάζοντας τις αγελάδες να γυρίζουν έτσι που τα δοκάνια ν᾽ αλωνίζουνε τα στάχυα. Στο μεταξύ ο Δρύας, αφού έκρυψε το σακούλι στο ίδιο μέρος όπου είχε φυλαγμένα τα φασκιά, πήγε γοργά στο Λάμωνα και τη Μυρτάλη με τον ολότελα πρωτάκουστο σκοπό να τους ζητήσει γαμπρό. [3.30.3] Τους βρήκε κι εκείνους να μετράνε το κριθάρι που λίγο πριν είχαν λιχνίσει, κι ήταν κακόκεφοι επειδή με το ζόρι έβγαινε τόσο, όσο είχαν σπείρει. Τους είπε, για παρηγοριά, ότι το παράπονο ήταν γενικό. [3.30.4] Κατόπι τους γύρεψε τον Δάφνη για τη Χλόη, λέγοντας ότι ενώ άλλοι του ᾽διναν πολλά, από κείνους όχι μόνο τίποτα δε ζητούσε, παρά και κάτι θα τους έδινε από τα δικά του — γιατί τα παιδιά είχαν μεγαλώσει κοντά-κοντά, και στη βοσκή είχαν αγαπηθεί τόσο που δεν ήταν εύκολο να χωρίσουν, κι ήταν πια αρκετά μεγάλα για να κοιμηθούν μαζί. [3.30.5] Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε ο Δρύας, ξέροντας ότι αν τους έπειθε θα κέρδιζε τις τρεις χιλιάδες. Ο Λάμων δεν μπορούσε πια να προφασιστεί μήτε τη φτώχεια του, μιας κι οι άλλοι δεν ήταν ξιπασμένοι, μήτε την ηλικία του Δάφνη που ήταν κιόλας παλικαράκι. Την αλήθεια —ότι θεωρούσε το γάμο κατώτερο για τον Δάφνη— δεν την ξεστόμισε, παρά έμεινε λίγη ώρα αμίλητος κι ύστερα αποκρίθηκε τούτα:
[3.31.1] «Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γείτονες από τους ξένους, και να μην κρίνετε τον πλούτο ανώτερο από την τίμια φτώχεια. Ο Παν κι οι Νύμφες ας σας ευλογήσουν γι᾽ αυτό! [3.31.2] Όσο για μένα, τον θέλω κι ο ίδιος τούτο το γάμο — γιατί δε θα ᾽μουνα στα συγκαλά μου, τώρα που γερνάω και έχω ανάγκη από πιο πολλή βοήθεια στη δουλειά, αν δεν το ᾽χα για μεγάλο καλό να συμπεθερέψω με το σπίτι σας. [3.31.3] Άλλωστε η Χλόη είναι περιζήτητη νύφη, τέτοιο νέο κι όμορφο κορίτσι που είναι, σ᾽ όλα της προκομμένη. Επειδή ωστόσο είμαι δούλος και τίποτα απ᾽ ό,τι έχω δε μου ανήκει, πρέπει να το μάθει το αφεντικό μου και να δώσει τη συγκατάθεσή του. Ας αναβάλουμε λοιπόν το γάμο ως το φθινόπωρο, [3.31.4] γιατί αυτοί που μας έρχονται από την πόλη λένε πως εκείνο τον καιρό θα τον έχουμε δω. Τότε θα γίνουν άντρας και γυναίκα· στο μεταξύ ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Τούτο μόνο να ξέρεις, Δρύα: το παιδί που ζητάς είναι πιο τρανό από μας». Μ᾽ αυτά τα λόγια τον φίλησε, τον φίλεψε ένα ποτό —ήταν κιόλας μεσημέρι— και τον ξεπροβόδισε, με πολλές ευγένειες, ως λίγο πιο πέρα.