Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.1.1-4.4.5)

ΒΙΒΛΙΟ Δ’

[4.1.1] Ἥκων δέ τις ἐκ τῆς Μιτυλήνης ὁμόδουλος τοῦ Λάμωνος ἤγγειλεν ὅτι ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ ὁ δεσπότης ἀφίξεται μαθησόμενος μή τι τοὺς ἀγροὺς ὁ τῶν Μηθυμναίων ἐπίπλους ἐλυμήνατο. [4.1.2] Ἤδη οὖν τοῦ θέρους ἀπιόντος καὶ τοῦ μετοπώρου προσιόντος παρεσκεύαζεν αὐτῷ τὴν καταγωγὴν ὁ Λάμων εἰς πᾶσαν θέας ἡδονήν. [4.1.3] Πηγὰς ἐξεκάθαιρεν, ὡς τὸ ὕδωρ καθαρὸν ἔχοιεν· τὴν κόπρον ἐξεφόρει τῆς αὐλῆς, ὡς ἀπόζουσα μὴ διοχλοίη· τὸν παράδεισον ἐθεράπευεν, ὡς ὀφθείη καλός.
[4.2.1] Ἦν δὲ ὁ παράδεισος πάγκαλόν τι χρῆμα καὶ κατὰ τοὺς βασιλικούς. Ἐκτέτατο μὲν εἰς σταδίου μῆκος, ἐπέκειτο δὲ ἐν χώρῳ μετεώρῳ, τὸ εὖρος ἔχων πλέθρων τεττάρων. [4.2.2] Εἴκασεν ἄν τις αὐτὸν πεδίῳ μακρῷ. Εἶχε δὲ πάντα δένδρα, μηλέας, μυρρίνας, ὄχνας καὶ ῥοιὰς καὶ συκῆν καὶ ἐλαίας· ἑτέρωθι ἄμπελον ὑψηλήν, καὶ ἐπέκειτο ταῖς μηλέαις καὶ ταῖς ὄχναις περκάζουσα, καθάπερ περὶ τοῦ καρποῦ αὐταῖς προσερίζουσα. [4.2.3] Τοσαῦτα ἥμερα. Ἦσαν δὲ καὶ κυπάριττοι καὶ δάφναι καὶ πλάτανοι καὶ πίτυς. Ταύταις πάσαις ἀντὶ τῆς ἀμπέλου κιττὸς ἐπέκειτο· καὶ ὁ κόρυμβος αὐτοῦ μέγας ὢν καὶ μελαινόμενος βότρυν ἐμιμεῖτο. [4.2.4] Ἔνδον ἦν τὰ καρποφόρα φυτά, καθάπερ φρουρούμενα· ἔξωθεν περιειστήκει τὰ ἄκαρπα, καθάπερ θριγγὸς χειροποίητος· καὶ ταῦτα μέντοι λεπτῆς αἱμασιᾶς περιέθει περίβολος. [4.2.5] Τέτμητο καὶ διακέκριτο πάντα καὶ στέλεχος στελέχους ἀφειστήκει, ἐν μετεώρῳ δὲ οἱ κλάδοι συνέπιπτον ἀλλήλοις καὶ ἐπήλλαττον τὰς κόμας· ἐδόκει μέντοι καὶ ἡ τούτων φύσις εἶναι τέχνη. [4.2.6] Ἦσαν καὶ ἀνθῶν πρασιαί, ὧν τὰ μὲν ἔφερεν ἡ γῆ, τὰ δὲ ἐποίει τέχνη· ῥοδωνιαὶ καὶ ὑάκινθοι καὶ κρίνα χειρὸς ἔργα· ἰωνιὰς καὶ ναρκίσσους καὶ ἀναγαλλίδας ἔφερεν ἡ γῆ. Σκιά τε ἦν θέρους καὶ ἦρος ἄνθη καὶ μετοπώρου ὀπώρα καὶ κατὰ πᾶσαν ὥραν τρυφή.
[4.3.1] Ἐντεῦθεν εὔοπτον μὲν ἦν τὸ πεδίον καὶ ἦν ὁρᾶν τοὺς νέμοντας, εὔοπτος δ᾽ ἡ θάλασσα καὶ ἑωρῶντο οἱ παραπλέοντες· ὥστε καὶ ταῦτα μέρος ἐγίνετο τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ τρυφῆς. Ἵνα τοῦ παραδείσου τὸ μεσαίτατον ἐπὶ μῆκος καὶ εὖρος ἦν, νεὼς Διονύσου καὶ βωμὸς ἦν· περιεῖχε τὸν μὲν βωμὸν κιττός, τὸν νεὼν δὲ κλήματα. [4.3.2] Εἶχε δὲ καὶ ἔνδοθεν ὁ νεὼς Διονυσιακὰς γραφάς· Σεμέλην τίκτουσαν, Ἀριάδνην καθεύδουσαν, Λυκοῦργον δεδεμένον, Πενθέα διαιρούμενον· ἐπῆσαν καὶ Ἰνδοὶ νικώμενοι καὶ Τυρρηνοὶ μεταμορφούμενοι· πανταχοῦ Σάτυροι ‹πατοῦντες›, πανταχοῦ Βάκχαι χορεύουσαι· οὐδὲ ὁ Πὰν ἠμέλητο· ἐκαθέζετο δὲ καὶ αὐτὸς συρίζων ἐπὶ πέτρας, ὅμοιος ἐνδιδόντι κοινὸν μέλος καὶ τοῖς πατοῦσι καὶ ταῖς χορευούσαις.
[4.4.1] Τοιοῦτον ὄντα τὸν παράδεισον ὁ Λάμων ἐθεράπευε, τὰ ξηρὰ ἀποτέμνων, τὰ κλήματα ἀναλαμβάνων· τὸν Διόνυσον ἐστεφάνωσε· τοῖς ἄνθεσιν ὕδωρ ἐπωχέτευσε. Πηγή τις ἦν, ‹ἣν› εὗρεν ἐς τὰ ἄνθη Δάφνις· ἐσχόλαζε μὲν τοῖς ἄνθεσιν ἡ πηγή, Δάφνιδος δὲ ὅμως ἐκαλεῖτο πηγή. [4.4.2] Παρεκελεύετο δὲ καὶ τῷ Δάφνιδι ὁ Λάμων πιαίνειν τὰς αἶγας ὡς δυνατὸν μάλιστα, πάντως που κἀκείνας λέγων ὄψεσθαι τὸν δεσπότην ἀφικόμενον διὰ μακροῦ. [4.4.3] Ὁ δὲ ἐθάρρει μὲν ὡς ἐπαινεθησόμενος ἐπ᾽ αὐταῖς· διπλασίονάς τε γὰρ ὧν ἔλαβεν ἐποίησε καὶ λύκος οὐδὲ μίαν ἥρπασε, καὶ ἦσαν πιότεραι τῶν ὀΐων· βουλόμενος δὲ προθυμότερον αὐτὸν γενέσθαι πρὸς τὸν γάμον πᾶσαν θεραπείαν καὶ προθυμίαν προσέφερεν, ἐξάγων τε αὐτὰς πάνυ ἕωθεν καὶ ἀπάγων τὸ δειλινόν. [4.4.4] Δὶς ἡγεῖτο ἐπὶ ποτόν· ἀνεζήτει τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων· ἐμέλησεν αὐτῷ καὶ σκαφίδων καινῶν καὶ γαυλῶν πολλῶν καὶ ταρσῶν μειζόνων· τοσαύτη δὲ ἦν κηδεμονία, ὥστε καὶ τὰ κέρατα ἤλειφε καὶ τὰς τρίχας ἐθεράπευε. [4.4.5] Πανὸς ἄν τις ἱερὰν ἀγέλην ἔδοξεν ὁρᾶν. Ἐκοινώνει δὲ παντὸς εἰς αὐτὰς καμάτου καὶ ἡ Χλόη, καὶ τῆς ποίμνης παραμελοῦσα τὸ πλέον ἐκείναις ἐσχόλαζεν, ὥστε ἐνόμιζεν ὁ Δάφνις δι᾽ ἐκείνην αὐτὰς φαίνεσθαι καλάς.

[4.1.1] Ήρθε από τη Μυτιλήνη ένας, που δούλευε στον ίδιο αφέντη με το Λάμωνα, να αναγγείλει ότι ο κύριός τους θα ᾽ρχόταν λίγο πριν τον τρύγο για να εξακριβώσει αν τυχόν η επιδρομή των Μηθυμνιωτών είχε προκαλέσει ζημιές στα υποστατικά του. [4.1.2] Καθώς τέλειωνε λοιπόν το καλοκαίρι και σίμωνε το φθινόπωρο ο Λάμων έκανε προετοιμασίες για τη διαμονή του αφεντικού του, φροντίζοντας να ᾽χουν όλα καλή εμφάνιση: [4.1.3] καθάριζε τις πηγές για να ᾽ναι κρύσταλλο το νερό, έβγαζε την κοπριά από την αυλή για να μην ενοχλεί η μυρωδιά της, περιποιόταν τον κήπο για να φαντάζει όμορφος.
[4.2.1] Πανέμορφο πράμα ήταν αυτός ο κήπος, σαν εκείνους των βασιλιάδων. Είχε μάκρος εκατόν ογδόντα μέτρα, πλάτος εκατόν είκοσι, και βρισκόταν σε ψηλή τοποθεσία: [4.2.2] μπορούσε να παρομοιαστεί με μακρόστενο κάμπο. Υπήρχαν εκεί δέντρα κάθε λογής — μηλιές, μυρτιές, αχλαδιές, ροδιές, συκιές, ελιές· πού και πού μια κληματαριά σκαρφάλωνε στις μηλιές και στις αχλαδιές, σα να ᾽θελε να συναγωνιστεί τον καρπό τους με τα δικά της τα βαθύχρωμα τσαμπιά. [4.2.3] Τέτοια ήταν τα ήμερα. Υπήρχαν ακόμα και κυπαρίσσια, δάφνες, πλατάνια και κουκουναριές· σ᾽ όλα τούτα σκαρφάλωνε, αντί για κληματαριά, κισσός που με τα μεγάλα μαυριδερά τσαμπιά του μιμόταν το σταφύλι. [4.2.4] Από μέσα βρίσκονταν τα καρποφόρα δέντρα, κι απ᾽ έξω έστεκαν τ᾽ άκαρπα σα φράχτης χειροποίητος, θαρρείς και τα φρουρούσαν· γύρω κι από τούτα ήταν μάντρα από ελαφρή ξερολιθιά. [4.2.6] Όλα ήταν χωρισμένα και ταξινομημένα μ᾽ επιμέλεια, οι κορμοί είχαν απόσταση αναμεταξύ τους. Στον αέρα πάλι άγγιζαν τα κλαριά κι έμπλεκαν οι φυλλωσιές τους — αλλά και τούτο, το φυσικό τους, έμοιαζε έργο τέχνης. Είχε και πρασιές με λουλούδια, άλλα άγρια κι άλλα ήμερα: τριανταφυλλιές, ζουμπούλια και κρίνα ήταν φυτεμένα με το χέρι, ενώ μενεξέδες, νάρκισσοι και γαλιτσίδες φύτρωναν από μόνα τους. Το καλοκαίρι ο κήπος ήταν σκιερός, την άνοιξη ανθισμένος, το φθινόπωρο καρπερός και σ᾽ όλες τις εποχές απολαυστικός.
[4.3.1] Από κει φαινόταν καλά ο κάμπος και μπορούσες να βλέπεις τους βοσκούς. Καλά ξεχώριζε κι η θάλασσα, με τα καράβια που περνούσαν στ᾽ ανοιχτά· ήταν και τούτο μια από τις απολαύσεις του κήπου. Στη μέση του ακριβώς, κι από το μάκρος κι από το πλάτος, βρίσκονταν ναός και βωμός του Διονύσου. Το βωμό τον τριγύριζε κισσός, το ναό αμπέλια. [4.3.2] Από μέσα είχε ο ναός ζωγραφιές σχετικές με τον Διόνυσο: τη Σεμέλη να γεννάει, την Αριάδνη να κοιμάται, τον Λυκούργο δεμένο, τον Πενθέα να κατασπαράζεται· έδειχνε ακόμα την ήττα των Ινδών και τη μεταμόρφωση των Τυρρηνών· παντού Σάτυροι στα πατητήρια, παντού Βάκχες να χορεύουν. Ούτε κι ο Παν είχε ξεχαστεί: καθόταν κι εκείνος σ᾽ ένα βράχο παίζοντας φλογέρα, λες κι έδινε τον ίδιο ρυθμό στους πατητές και στις χορεύτριες.
[4.4.1] Τέτοιος ήταν ο κήπος που περιποιόταν ο Λάμων. Κλάδευε τα ξερά, ανέβαζε τα κληματόκλαδα, στεφάνωνε τον Διόνυσο, πότιζε τα λουλούδια από μια πηγή που είχε βρει για δαύτα ο Δάφνης (και που, αν και τη μεταχειρίζονταν μόνο για το πότισμά τους, την έλεγαν πηγή του Δάφνη). [4.4.2] Ο Λάμων παρακινούσε τον Δάφνη να παχύνει τις γίδες όσο μπορεί, λέγοντας ότι σίγουρα θα τις έβλεπε το αφεντικό ύστερα από τόσον καιρό που είχε να ᾽ρθει. [4.4.3] Ο Δάφνης ήταν βέβαιος ότι ο αφέντης θα τον παίνευε για τις γίδες, μιας και τις είχε διπλασιάσει από τότε που τις είχε παραλάβει, λύκος δεν του ᾽χε αρπάξει ούτε μία και ήταν πιο παχιές κι από τις προβατίνες· θέλοντας ωστόσο να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του αφέντη στο γάμο του έβαλε τα δυνατά του να τις περιποιηθεί. Τις οδηγούσε στη βοσκή από πολύ νωρίς το πρωί, τις έφερνε πίσω το δειλινό, [4.4.4] τις πότιζε δυο φορές τη μέρα, αποζητούσε τα πιο πλούσια βοσκοτόπια. Κοίταξε να βρει καινούριες γαβάθες, πολλές καρδάρες και μεγαλύτερα τυροβόλια. Σε τέτοιο βαθμό φρόντιζε τις γίδες, ώστε τους άλειβε τα κέρατα με λάδι και τους χτένιζε το τρίχωμα. [4.4.5] Θαρρούσες πως έβλεπες ιερό κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Σ᾽ όλες τούτες τις δουλειές τον βοηθούσε η Χλόη, παραμελώντας τα πρόβατά της για ν᾽ ασχοληθεί με τις γίδες, τόσο που να πιστέψει ο Δάφνης ότι σ᾽ εκείνη χρωστούσαν τ᾽ ωραίο τους παρουσιαστικό.