Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.31.1-1.32.4)

[1.31.1] Ἐκσῴζεται μὲν δὴ τὸν τρόπον τοῦτον ὁ Δάφνις, δύο κινδύνους παρ᾽ ἐλπίδα πᾶσαν διαφυγών, λῃστηρίου καὶ ναυαγίου· ἐξελθὼν δὲ καὶ τὴν Χλόην ἐπὶ τῆς γῆς γελῶσαν ἅμα καὶ δακρύουσαν εὑρὼν ἐμπίπτει τε αὐτῆς τοῖς κόλποις καὶ ἐπυνθάνετο τί βουλομένη συρίσειεν· [1.31.2] ἡ δὲ αὐτῷ διηγεῖται πάντα· τὸν δρόμον τὸν ἐπὶ τὸν Δόρκωνα, τὸ παίδευμα τὸ τῶν βοῶν, πῶς κελευσθείη συρίσαι, καὶ ὅτι τέθνηκε Δόρκων· μόνον αἰδεσθεῖσα τὸ φίλημα οὐκ εἶπεν. Ἔδοξε δὴ τιμῆσαι τὸν εὐεργέτην, καὶ ἐλθόντες μετὰ τῶν προσηκόντων Δόρκωνα θάπτουσι τὸν ἄθλιον. [1.31.3] Γῆν μὲν οὖν πολλὴν ἐπέθεσαν, φυτὰ δὲ ἥμερα πολλὰ ἐφύτευσαν καὶ ἐξήρτησαν αὐτῷ τῶν ἔργων ἀπαρχάς· ἀλλὰ καὶ γάλα κατέσπεισαν καὶ βότρυς κατέθλιψαν καὶ σύριγγας πολλὰς κατέκλασαν. [1.31.4] Ἠκούσθη καὶ τῶν βοῶν ἐλεεινὰ μυκήματα καὶ δρόμοι τινὲς ὤφθησαν ἅμα τοῖς μυκήμασιν ἄτακτοι· καὶ ὡς ἐν ποιμέσιν εἰκάζετο καὶ αἰπόλοις, ταῦτα θρῆνος ἦν τῶν βοῶν ἐπὶ βουκόλῳ τετελευτηκότι.
[1.32.1] Μετὰ δὲ τὸν Δόρκωνος τάφον λούει τὸν Δάφνιν ἡ Χλόη πρὸς τὰς Νύμφας ἀγαγοῦσα, εἰς τὸ ἄντρον εἰσαγαγοῦσα. Καὶ αὐτὴ τότε πρῶτον Δάφνιδος ὁρῶντος ἐλούσατο τὸ σῶμα λευκὸν καὶ καθαρὸν ὑπὸ κάλλους καὶ οὐδὲν λουτρῶν ἐς κάλλος δεόμενον· [1.32.2] καὶ ἄνθη τε συλλέξαντες, ὅσα ἄνθη τῆς ὥρας ἐκείνης, ἐστεφάνωσαν τὰ ἀγάλματα καὶ τὴν τοῦ Δόρκωνος σύριγγα τῆς πέτρας ἐξήρτησαν ἀνάθημα. Καὶ μετὰ τοῦτο ἐλθόντες ἐπεσκόπουν τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα. [1.32.3] Τὰ δὲ πάντα κατέκειτο μήτε νεμόμενα μήτε βληχώμενα, ἀλλ᾽, οἶμαι, τὸν Δάφνιν καὶ τὴν Χλόην ἀφανεῖς ὄντας ποθοῦντα. Ἐπεὶ γοῦν ὀφθέντες καὶ ἐβόησαν τὸ σύνηθες καὶ ἐσύρισαν, τὰ μὲν ‹πρόβατα› ἀναστάντα ἐνέμετο, αἱ δὲ αἶγες ἐσκίρτων φριμασσόμεναι, καθάπερ ἡδόμεναι σωτηρίᾳ συνήθους αἰπόλου. [1.32.4] Οὐ μὴν ὁ Δάφνις χαίρειν ἔπειθε τὴν ψυχήν, ἰδὼν τὴν Χλόην γυμνὴν καὶ τὸ πρότερον λανθάνον κάλλος ἐκκεκαλυμμένον. Ἤλγει τὴν καρδίαν ὡς ἐσθιομένην ὑπὸ φαρμάκων, καὶ αὐτῷ τὸ πνεῦμα ποτὲ μὲν λάβρον ἐξέπνει, καθάπερ τινὸς διώκοντος αὐτόν, ποτὲ δὲ ἐπέλειπε, καθάπερ ἐκδαπανηθὲν ἐν ταῖς προτέραις ἐπιδρομαῖς. Ἐδόκει τὸ λουτρὸν εἶναι τῆς θαλάσσης φοβερώτερον· ἐνόμιζε τὴν ψυχὴν ἔτι παρὰ τοῖς λῃσταῖς μένειν, οἷα νέος καὶ ἄγροικος καὶ ἔτι ἀγνοῶν τὸ ἔρωτος λῃστήριον.

[1.31.1] Μ᾽ αυτό τον τρόπο σώθηκεν ο Δάφνης, γλιτώνοντας ανέλπιστα ολωσδιόλου από δυο κινδύνους — τους ληστές και το ναυάγιο. Σα βγήκε στη στεριά, βρήκε τη Χλόη να κλαίει και να γελάει συνάμα, κι έπεσε στην αγκαλιά της. Τη ρώτησε για ποιόν λόγο είχε φυσήξει στη φλογέρα, [1.31.2] και τότε εκείνη του τα διηγήθηκε όλα: πώς έτρεξε στον Δόρκωνα, πώς τούτος είχε δασκαλέψει τις αγελάδες, πώς της παράγγειλε να μεταχειριστεί τη φλογέρα και πώς πέθανε· μόνο για το φιλί που του ᾽δωσε ντράπηκε να πει. Αποφάσισαν λοιπόν να τιμήσουν το σωτήρα τους, και μαζί με τους δικούς του έθαψαν το δόλιο τον Δόρκωνα. [1.31.3] Έριξαν πάνω του μπόλικο χώμα, όπου φύτεψαν πολλά ήμερα φυτά και κρέμασαν τους πρώτους καρπούς· εκτός απ᾽ αυτά του ᾽καναν και σπονδές με γάλα, πάτησαν σταφύλια κι έσπασαν πολλές φλογέρες. [1.31.4] Ακούστηκαν κι αγελάδες να μουκανίζουν λυπητερά, και ταυτόχρονα φάνηκαν μερικές απ᾽ αυτές να τρέχουν δω κι εκεί ανάστατες: αυτός, κατά τη γνώμη των γιδάδων και των προβατάδων, ήταν ο τρόπος που οι αγελάδες θρηνούσαν το χαμό του βοσκού τους.
[1.32.1] Μετά την ταφή του Δόρκωνος η Χλόη οδήγησε τον Δάφνη στις Νύμφες, τον πήγε μέσα στη σπηλιά και τον έπλυνε. Και τότε για πρώτη φορά έλουσε κι η ίδια μπροστά του το κάτασπρο κορμί της, που άστραφτεν απ᾽ ομορφιά και δεν είχε ανάγκη από λουτρό για να φαντάζει ωραίο. [1.32.2] Κατόπι μάζεψαν όσα λουλούδια άνθιζαν την εποχή εκείνη, στεφάνωσαν τ᾽ αγάλματα και κρέμασαν τη φλογέρα του Δόρκωνος, αφιέρωμα στο βράχο. Ύστερα πήγαν να επιθεωρήσουν τα γιδοπρόβατα, [1.32.3] και τα βρήκαν όλα πλαγιασμένα καταγής δίχως να βόσκουν μήτε να βελάζουν· νοσταλγούσαν, θαρρώ, τον Δάφνη και τη Χλόη που είχαν εξαφανιστεί. Ευθύς ως φάνηκαν τα παιδιά κι ακούστηκαν οι συνηθισμένες τους φωνές κι οι φλογέρες, τα πρόβατα σηκώθηκαν κι άρχισαν να βόσκουν, κι οι γίδες να πηδάνε ζωηρά σα να γιόρταζαν τη σωτηρία του γνώριμου βοσκού τους. [1.32.4] Ο Δάφνης ωστόσο, από την ώρα που είδε τη Χλόη γυμνή κι ανακάλυψε την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της, δεν κατόρθωνε να νιώσει χαρά. Πονούσε η καρδιά του σα να την έτρωγαν φαρμάκια· ακόμα κι η ανάσα του πότε έβγαινε λαχανιασμένη σα να τον κυνηγούσαν, πότε σταμάταγε σα να ᾽χε ξοδευτεί από τις πρωτινές περιπέτειες. Τούτο το λουτρό, σκέφτηκε, ήταν φοβερότερη δοκιμασία κι από τη θάλασσα. Του φαινόταν σα να ᾽ταν ακόμα αιχμάλωτος των ληστών — γιατί νέος κι άβγαλτος καθώς ήταν δεν ήξερε ακόμα τί λογής ληστής είναι ο Έρωτας.