Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.13.1-1.14.4)

[1.13.1] Καὶ ἐλθὼν ἅμα τῇ Χλόῃ πρὸς τὸ νυμφαῖον τῇ μὲν ἔδωκε καὶ τὸν χιτωνίσκον καὶ τὴν πήραν φυλάττειν, αὐτὸς δὲ τῇ πηγῇ προστὰς τήν τε κόμην καὶ τὸ σῶμα πᾶν ἀπελούετο. [1.13.2] Ἦν δὲ ἡ μὲν κόμη μέλαινα καὶ πολλή, τὸ δὲ σῶμα ἐπίκαυτον ἡλίῳ· εἴκασεν ἄν τις αὐτὸ χρώζεσθαι τῇ σκιᾷ τῆς κόμης. Ἐδόκει δὲ τῇ Χλόῃ θεωμένῃ καλὸς ὁ Δάφνις, ὅτι ‹δὲ μὴ› πρότερον αὐτῇ καλὸς ἐδόκει, τὸ λουτρὸν ἐνόμιζε τοῦ κάλλους αἴτιον. Καὶ τὰ νῶτα δὲ ἀπολουούσης ἡ σὰρξ καθυπέπιπτε μαλθακή, ὥστε λαθοῦσα ἑαυτῆς ἥψατο πολλάκις, εἰ τρυφερωτέρα εἴη πειρωμένη. [1.13.3] Καὶ τότε μὲν —ἐπὶ δυσμαῖς γὰρ ἦν ὁ ἥλιος— ἀπήλασαν τὰς ἀγέλας οἴκαδε καὶ ἐπεπόνθει Χλόη περιττὸν οὐδέν, ὅτι μὴ Δάφνιν ἐπεθύμει λουόμενον ἰδέσθαι πάλιν. [1.13.4] Τῆς δὲ ἐπιούσης ὡς ἧκον εἰς τὴν νομήν, ὁ μὲν Δάφνις ὑπὸ τῇ δρυῒ τῇ συνήθει καθεζόμενος ἐσύριττε καὶ ἅμα τὰς αἶγας ἐπεσκόπει κατακειμένας καὶ ὥσπερ τῶν μελῶν ἀκροωμένας, ἡ δὲ Χλόη πλησίον καθημένη καὶ τὴν ἀγέλην μὲν τῶν προβάτων ἐπέβλεπε, τὸ δὲ πλέον εἰς Δάφνιν ἑώρα· καὶ ἐδόκει καλὸς αὐτῇ συρίττων πάλιν, καὶ αὖθις αἰτίαν ἐνόμιζε τὴν μουσικὴν τοῦ κάλλους, ὥστε μετ᾽ ἐκεῖνον καὶ αὐτὴ τὴν σύριγγα ἔλαβεν, εἴ πως γένοιτο καὶ αὐτὴ καλή. [1.13.5] Ἔπεισε δὲ αὐτὸν καὶ λούσασθαι πάλιν καὶ λουόμενον εἶδε καὶ ἰδοῦσα ἥψατο καὶ ἀπῆλθε πάλιν ἐπαινέσασα, καὶ ὁ ἔπαινος ἦν ἔρωτος ἀρχή. Ὅ τι μὲν οὖν ἔπασχεν οὐκ ᾔδει, νέα κόρη καὶ ἐν ἀγροικίᾳ τεθραμμένη καὶ οὐδὲ ἄλλου λέγοντος ἀκούσασα τὸ τοῦ ἔρωτος ὄνομα· ἄση δὲ αὐτῆς εἶχε τὴν ψυχήν, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν οὐκ ἐκράτει καὶ πολλὰ ἐλάλει Δάφνιν· [1.13.6] τροφῆς ἠμέλει, νύκτωρ ἠγρύπνει, τῆς ἀγέλης κατεφρόνει· νῦν ἐγέλα, νῦν ἔκλαεν· εἶτα ἐκάθευδεν, εἶτα ἀνεπήδα· ὠχρία τὸ πρόσωπον, ἐρυθήματι αὖθις ἐφλέγετο. Οὐδὲ βοὸς οἴστρῳ πληγείσης τοσαῦτα ἔργα. Ἐπῆλθόν ποτε αὐτῇ καὶ τοιοίδε λόγοι μόνῃ γενομένῃ.
[1.14.1] «Νῦν ἐγὼ νοσῶ μέν, τί δὲ ἡ νόσος ἀγνοῶ· ἀλγῶ, καὶ ἕλκος οὐκ ἔστι μοι· λυποῦμαι, καὶ οὐδὲν τῶν προβάτων ἀπόλωλέ μοι· κάομαι, καὶ ἐν σκιᾷ τοσαύτῃ κάθημαι. [1.14.2] Πόσοι βάτοι με πολλάκις ἤμυξαν, καὶ οὐκ ἔκλαυσα· πόσαι μέλιτται κέντρα ἐνῆκαν, ἀλλὰ ἔφαγον· τουτὶ δὲ τὸ νύττον μου τὴν καρδίαν πάντων ἐκείνων πικρότερον. Καλὸς ὁ Δάφνις, καὶ γὰρ τὰ ἄνθη· καλὸν ἡ σῦριγξ αὐτοῦ φθέγγεται, καὶ γὰρ αἱ ἀηδόνες. Ἀλλ᾽ ἐκείνων οὐδείς μοι λόγος. [1.14.3] Εἴθε αὐτοῦ σῦριγξ ἐγενόμην, ἵν᾽ ἐμπνέῃ μοι· εἴθε αἴξ, ἵν᾽ ὑπ᾽ ἐκείνου νέμωμαι. Ὦ πονηρὸν ὕδωρ, μόνον Δάφνιν καλὸν ἐποίησας, ἐγὼ δὲ μάτην ἀπελουσάμην. Οἴχομαι, Νύμφαι φίλαι· οὐδὲ ὑμεῖς σῴζετε τὴν παρθένον τὴν ἐν ὑμῖν τραφεῖσαν. Τίς ὑμᾶς στεφανώσει μετ᾽ ἐμέ; [1.14.4] τίς τοὺς ἀθλίους ἄρνας ἀναθρέψει; τίς τὴν λάλον ἀκρίδα θεραπεύσει, ἣν πολλὰ καμοῦσα ἐθήρασα, ἵνα με κατακοιμίζῃ φθεγγομένη πρὸ τοῦ ἄντρου; νῦν δὲ ἐγὼ μὲν ἀγρυπνῶ διὰ Δάφνιν, ἡ δὲ μάτην λαλεῖ.»

[1.13.1] Πήγε λοιπόν ο Δάφνης μαζί με τη Χλόη στο Νυμφαίο και της έδωσε να του φυλάει το ρούχο και το ταγάρι, ενώ ο ίδιος στάθηκε μπροστά στην πηγή κι άρχισε να πλένει τα μαλλιά του κι όλο του το σώμα. [1.13.2] Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και πυκνά και το κορμί του ηλιοψημένο, τόσο που θα ᾽λεγες πως το χρωμάτιζεν ο ίσκιος των μαλλιών. Ατενίζοντας τον Δάφνη η Χλόη τον βρήκε ωραίο και, καθώς δεν της είχε φανεί ωραίος ως τότε, πίστεψε πως το λουτρό ήταν που τον ομόρφαινε. Την ώρα που του έπλενε τη ράχη ένιωθε το δέρμα του τρυφερό, και κάθε τόσο κρυφάγγιζε το δικό της κορμί για να διαπιστώσει αν τούτο ήταν ακόμα τρυφερότερο. [1.13.3] Σε λίγο —κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος— πήγαν τα κοπάδια στις στάνες, και το μόνο ασυνήθιστο που έπαθε η Χλόη εκείνη τη φορά ήταν ότι της έμεινε η επιθυμία να ξαναδεί τον Δάφνη να λούζεται. [1.13.4] Την άλλη μέρα, σαν έφτασαν στο βοσκοτόπι, ο Δάφνης κάθισε κάτω από την αγαπημένη του βελανιδιά κι άρχισε να παίζει φλογέρα, θωρώντας τα γιδοπρόβατα που είχαν πλαγιάσει κι έμοιαζαν να αφουγκράζονται τα τραγούδια του. Η Χλόη, καθισμένη στο πλάι του, πρόσεχε βέβαια και το κοπάδι της, πιο πολύ όμως κοίταζε τον Δάφνη. Ξανά της φάνταξε ωραίος καθώς έπαιζε τη φλογέρα, αλλά και τούτη τη φορά νόμισε πως η μουσική ήταν που τον ομόρφαινε· γι᾽ αυτό πήρε κατόπι εκείνη τη φλογέρα, μήπως ομορφύνει κι η ίδια. [1.13.5] Έπειτα τον κατάφερε να λουστεί και πάλι. Την ώρα που λουζόταν τον είδε, κι αφού τον είδε τον άγγιξε, και φεύγοντας τον παίνεψε ξανά — κι αυτό το παίνεμα στάθηκε αρχή έρωτα. Νέο κορίτσι καθώς ήταν, μεγαλωμένη στην εξοχή όπου ποτέ δεν είχε ακούσει κανένα μήτε τ᾽ όνομα του έρωτα να προφέρει, δεν ήξερε τί ήταν αυτό που της λάχαινε. Θλίψη κυβερνούσε την ψυχή της, έκλαιγε ασυγκράτητα και πρόφερνε συχνά τ᾽ όνομα του Δάφνη. [1.13.6] Ανόρεχτη στο φαγητό, άγρυπνη τις νύχτες, αδιαφορούσε για το κοπάδι της· πότε γελούσε, πότε έκλαιγε· τη μια κοιμόταν, την άλλη τιναζόταν όρθια· το πρόσωπό της άλλοτε χλώμιαζε κι άλλοτε πάλι αναψοκοκκίνιζε. Μήτε αγελάδα τσιμπημένη από αλογόμυγα δε θα βασανιζόταν τόσο. Κάποτε που ήταν μόνη, της ήρθαν σκέψεις σαν και τούτες:
[1.14.1] «Νά που αρρώστησα, και την αρρώστια δεν την ξέρω. Πονάω, κι όμως πληγή δεν έχω. Στενοχωριέμαι, κι ας μη μου χάθηκε κανένα πρόβατο. Καίγομαι, μόλο που κάθομαι σ᾽ ίσκιο τόσο βαθύ. [1.14.2] Τόσες φορές μ᾽ έγδαραν θάμνοι δίχως να κλάψω, τόσες φορές με κέντρισαν μέλισσες δίχως να χάσω την όρεξή μου — αλλά τούτο το πράμα που μου τσιμπάει την καρδιά πονάει απ᾽ όλα εκείνα πιο πολύ. Ωραίος είν᾽ ο Δάφνης, δε λέω, αλλά το ίδιο και τα λουλούδια. Όμορφα αντηχάει η φλογέρα του, αλλά το ίδιο και τ᾽ αηδόνια — κι όμως για τούτα δε σκοτίζομαι. [1.14.3] Αχ, να ᾽μουν εγώ φλογέρα του και να φυσούσε μέσα μου! Να ᾽μουν γίδα του, και να με βόσκει! Άτιμο νερό, μόνο τον Δάφνη ομόρφυνες — εγώ του κάκου λούστηκα! Χάνομαι, Νύμφες μου αγαπημένες. Μήτε και σεις μπορείτε να σώσετε το κορίτσι που αναστήθηκε κοντά σας. Ποιός, όταν λείψω, θα σας στεφανώνει; [1.14.4] Ποιός θα μεγαλώσει τα δύστυχα τ᾽ αρνάκια; Ποιός θα φροντίσει το φλύαρο το τριζόνι που με τόσον κόπο κατάφερα να πιάσω, για να με νανουρίζει με τη λαλιά του μπρος στη σπηλιά; Τώρα ξαγρυπνάω εγώ εξαιτίας του Δάφνη, κι αυτό του κάκου τραγουδάει».