Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1-134)

95
ΟΔ. ἐσθλοῦ πατρὸς παῖ, καὐτὸς ὢν νέος ποτὲ
γλῶσσαν μὲν ἀργόν, χεῖρα δ᾽ εἶχον ἐργάτιν·
νῦν δ᾽ εἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ βροτοῖς
τὴν γλῶσσαν, οὐχὶ τἄργα, πάνθ᾽ ἡγουμένην.
100ΝΕ. τί οὖν μ᾽ ἄνωγας ἄλλο πλὴν ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. λέγω σ᾽ ἐγὼ δόλῳ Φιλοκτήτην λαβεῖν.
ΝΕ. τί δ᾽ ἐν δόλῳ δεῖ μᾶλλον ἢ πείσαντ᾽ ἄγειν;
ΟΔ. οὐ μὴ πίθηται· πρὸς βίαν δ᾽ οὐκ ἂν λάβοις.
ΝΕ. οὕτως ἔχει τι δεινὸν ἰσχύος θράσος;
105ΟΔ. ἰοὺς ἀφύκτους καὶ προπέμποντας φόνον.
ΝΕ. οὐκ ἆρ᾽ ἐκείνῳ γ᾽ οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ;
ΟΔ. οὔ, μὴ δόλῳ λαβόντα γ᾽, ὡς ἐγὼ λέγω.
ΝΕ. οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ δῆτα τὰ ψευδῆ λέγειν;
ΟΔ. οὔκ, εἰ τὸ σωθῆναί γε τὸ ψεῦδος φέρει.
110ΝΕ. πῶς οὖν βλέπων τις ταῦτα τολμήσει λακεῖν;
ΟΔ. ὅταν τι δρᾷς ἐς κέρδος, οὐκ ὀκνεῖν πρέπει.
ΝΕ. κέρδος δ᾽ ἐμοὶ τί τοῦτον ἐς Τροίαν μολεῖν;
ΟΔ. αἱρεῖ τὰ τόξα ταῦτα τὴν Τροίαν μόνα.
ΝΕ. οὐκ ἆρ᾽ ὁ πέρσων, ὡς ἐφάσκετ᾽, εἴμ᾽ ἐγώ;
115ΟΔ. οὔτ᾽ ἂν σὺ κείνων χωρὶς οὔτ᾽ ἐκεῖνα σοῦ.
ΝΕ. θηρατέ᾽ οὖν γίγνοιτ᾽ ἄν, εἴπερ ὧδ᾽ ἔχει.
ΟΔ. ὡς τοῦτό γ᾽ ἔρξας δύο φέρῃ δωρήματα.
ΝΕ. ποίω; μαθὼν γὰρ οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν.
ΟΔ. σοφός τ᾽ ἂν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ᾽ ἅμα.
120ΝΕ. ἴτω· ποήσω, πᾶσαν αἰσχύνην ἀφείς.
ΟΔ. ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;
ΝΕ. σάφ᾽ ἴσθ᾽, ἐπείπερ εἰσάπαξ συνῄνεσα.
ΟΔ. σὺ μὲν μένων νυν κεῖνον ἐνθάδ᾽ ἐκδέχου,
ἐγὼ δ᾽ ἄπειμι, μὴ κατοπτευθῶ παρών,
125καὶ τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ πάλιν.
καὶ δεῦρ᾽, ἐάν μοι τοῦ χρόνου δοκῆτέ τι
κατασχολάζειν, αὖθις ἐκπέμψω πάλιν
τοῦτον τὸν αὐτὸν ἄνδρα, ναυκλήρου τρόποις
μορφὴν δολώσας, ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ·
130οὗ δῆτα, τέκνον, ποικίλως αὐδωμένου
δέχου τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων.
ἐγὼ δὲ πρὸς ναῦν εἶμι, σοὶ παρεὶς τάδε·
Ἑρμῆς δ᾽ ὁ πέμπων Δόλιος ἡγήσαιτο νῷν
Νίκη τ᾽ Ἀθάνα Πολιάς, ἣ σῴζει μ᾽ ἀεί.


ΟΔΥ. Και γω, ω λαμπρού πατέρα γιε, σαν ήμουν
νιος, είχα γλώσσα οκνή, μα γοργό χέρι·
τώρα, σαν τα εξετάζω με την πείρα
που απόχτησα, βλέπω πως στους ανθρώπους
η γλώσσα είναι το παν κι όχι τα έργα.
ΝΕΟ. Μα τί άλλο μου ζητάς λοιπόν, παρά
100να λέγω ψέματα; ΟΔΥ. Σου είπα μονάχα
το Φιλοχτήτη να έπαιρνες με δόλο.
ΝΕΟ. Και γιατί τάχα με το δόλο κι όχι
με την πειθώ μαζί μας να τον πάρω;
ΟΔΥ. Ποτέ δε θα πειστεί και με τη βία
δε θα μπορέσεις να τον βάλεις χέρι.
ΝΕΟ. Μα τί ᾽ναι κείνο που του δίνει τέτοιο
θάρρος στη δύναμή του; ΟΔΥ. Τ᾽ άφευχτά του
τα βέλη, που το θάνατο σκορπούνε.
ΝΕΟ. Ώστε δε θα ᾽ναι κίντυνος και μόνο
νά ᾽βγει μπρος του κανείς; ΟΔΥ. ᾽Ξόν αν τον βάλεις
με πανουργία στο χέρι, καθώς σού ειπα.
ΝΕΟ. Μα δε νομίζεις άτιμο το ψέμα;
ΟΔΥ. Όχι, αν το ψέμα φέρνει επιτυχία.
ΝΕΟ. Α, πώς μπορεί κανείς να ᾽χει την τόλμη
110τέτοια λόγια να λέει! ΟΔΥ. Όταν μια πράξη
φέρνει κέρδος, δεν πρέπει να διστάζεις.
ΝΕΟ. Τί κέρδος θα ᾽χω αν έρθει αυτός στην Τροία;
ΟΔΥ. Μόνο τα τόξ᾽ αυτά την Τροία θα πάρουν.
ΝΕΟ. Δεν είμ᾽ εγώ λοιπόν που λέγατε
πως θα την κυριεύσω; ΟΔΥ. Ναι, μα ούτε
και συ χωρίς αυτά, ούτε και κείνα
χωρίς εσένα. ΝΕΟ. Ανάγκη λοιπόν πάσα,
μια κι έτσι ᾽ναι το πράμα, να τα πάρω.
ΟΔΥ. Σαν το πετύχεις, δυο θα λάβεις χάρες.
ΝΕΟ. Ποιές δυο; ν᾽ ακούσω κι άλλο δεν αρνούμαι.
ΟΔΥ. Σοφό μαζί κι αντρείο θα σε κηρύξουν.
ΝΕΟ. Ας είναι· τ᾽ αποφάσισα, κι αφήνω
120τη ντροπή κατά μέρος. ΟΔΥ. Θα θυμάσαι
βέβαια καλά τις οδηγίες μου όλες.
ΝΕΟ. Έγνοια σου, μια που το ᾽χω αποφασίσει…
ΟΔΥ. Συ λοιπόν μείνε να τον περιμένεις·
εγώ πηγαίνω, μην τυχόν με πάρει
το μάτι του σα φτάνει· και θα στείλω
τον κατάσκοπο πίσω στο καράβι,
που, αν ιδώ πως πολλή ώρ᾽ αργείτε,
να σου τον στείλω πάλι αυτόν τον ίδιο,
αλλάζοντάς του τη μορφή, να μοιάζει
καραβοκύρης, κι έτσι αγνώριστος
130να βγει μπροστά· και συ πια απ᾽ τα πλαστά του
τα λόγια, που θ᾽ ακούς να λέει, θα παίρνεις
ό,τι κάθε απ᾽ αυτά θα σου ταιριάζει.
Φεύγω λοιπόν για το καράβι κι όλη
πια τη δουλειά σε σέν᾽ απάνω αφήνω·
και είθ᾽ ο Ερμής ο κατευοδωτής μας
Θεός του δόλου να μας παραστέκει
κι η Νίκ᾽ η Αθηνά, η προστάτισσά μου.