Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (756-791)


ΧΟ. νῦν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι σεαυτοῦ, [στρ.]
καὶ λῆμα θούριον φορεῖν καὶ λόγους ἀφύκτους,
ὅτοισι τόνδ᾽ ὑπερβαλεῖ. ποικίλος γὰρ ἁνὴρ
κἀκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμήχανος πορίζειν.
760πρὸς ταῦθ᾽ ὅπως ἔξει πολὺς καὶ λαμπρὸς εἰς τὸν ἄνδρα.

ἀλλὰ φυλάττου καὶ πρὶν ἐκεῖνον προσκεῖσθαί σοι πρότερον σὺ
τοὺς δελφῖνας μετεωρίζου καὶ τὴν ἄκατον παραβάλλου.

ΠΑ. τῇ μὲν δεσποίνῃ Ἀθηναίῃ, τῇ τῆς πόλεως μεδεούσῃ,
εὔχομαι, εἰ μὲν περὶ τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων γεγένημαι
765βέλτιστος ἀνὴρ μετὰ Λυσικλέα καὶ Κύνναν καὶ Σαλαβακχώ,
ὥσπερ νυνὶ μηδὲν δράσας δειπνεῖν ἐν τῷ πρυτανείῳ·
εἰ δέ σε μισῶ καὶ μὴ περί σου μάχομαι μόνος ἀντιβεβηκώς,
ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην κατατμηθείην τε λέπαδνα.
ΑΛ. κἄγωγ᾽, ὦ Δῆμ᾽, εἰ μή σε φιλῶ καὶ μὴ στέργω, κατατμηθεὶς
770ἑψοίμην ἐν περικομματίοις· κεἰ μὴ τούτοισι πέποιθας,
ἐπὶ ταυτησὶ κατακνησθείην ἐν μυττωτῷ μετὰ τυροῦ
καὶ τῇ κρεάγρᾳ τῶν ὀρχιπέδων ἑλκοίμην εἰς Κεραμεικόν.
ΠΑ. καὶ πῶς ἂν ἐμοῦ μᾶλλόν σε φιλῶν, ὦ Δῆμε, γένοιτο πολίτης;
ὃς πρῶτα μέν, ἡνίκ᾽ ἐβούλευον, σοὶ χρήματα πλεῖστ᾽ ἀπέδειξα
775ἐν τῷ κοινῷ, τοὺς μὲν στρεβλῶν, τοὺς δ᾽ ἄγχων, τοὺς δὲ μεταιτῶν,
οὐ φροντίζων τῶν ἰδιωτῶν οὐδενός, εἰ σοὶ χαριοίμην.
ΑΛ. τοῦτο μέν, ὦ Δῆμ᾽, οὐδὲν σεμνόν· κἀγὼ γὰρ τοῦτό σε δράσω·
ἁρπάζων γὰρ τοὺς ἄρτους σοι τοὺς ἀλλοτρίους παραθήσω.
ὡς δ᾽ οὐχὶ φιλεῖ σ᾽ οὐδ᾽ ἔστ᾽ εὔνους, τοῦτ᾽ αὐτό σε πρῶτα διδάξω,
780ἀλλ᾽ ἢ διὰ τοῦτ᾽ αὔθ᾽ ὁτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει.
σὲ γάρ, ὃς Μήδοισι διεξιφίσω περὶ τῆς χώρας Μαραθῶνι,
καὶ νικήσας ἡμῖν μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν παρέδωκας,
ἐπὶ ταῖσι πέτραις οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον οὕτως,
οὐχ ὥσπερ ἐγὼ ῥαψάμενός σοι τουτὶ φέρω. ἀλλ᾽ ἐπαναίρου,
785κᾆτα καθίζου μαλακῶς, ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι.
ΔΗ. ἄνθρωπε, τίς εἶ; μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου τις ἐκείνων;
τοῦτό γέ τοί σου τοὔργον ἀληθῶς γενναῖον καὶ φιλόδημον.
ΠΑ. ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι.
ΑΛ. καὶ σὺ γὰρ αὐτὸν πολὺ μικροτέροις τούτων δελεάσμασιν εἷλες.
790ΠΑ. καὶ μὴν εἴ πού τις ἀνὴρ ἐφάνη τῷ δήμῳ μᾶλλον ἀμύνων
ἢ μᾶλλον ἐμοῦ σε φιλῶν, ἐθέλω περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι.


ΧΟΡ. (Το α΄ ημιχόριο. Στον Αλλαντοπώλη:) Τώρα λοιπόν ώρα να ξεδιπλώσεις όλα τα πανιά σου, να κλείσεις στα στήθια σου αρειμάνιο φρόνημα και με ακαταμάχητα επιχειρήματα να τον βάλεις κάτω. Γιατί ο άνθρωπος είναι κατεργάρης και ξέρει να βρίσκει εύκολα διέξοδο μες στ᾽ αδιέξοδα. [760] Κι έτσι βάλε τα δυνατά σου για να του ριχτείς σα θύελλα και κεραυνοβόλα.

ΚΟΡ. Μόνο πάρε τα μέτρα σου και, πριν πέσει απάνω σου, πρώτος εσύ ύψωσε ανάερα τους καταπέλτες σου και φέρε το πλεούμενό σου κολλητό στο δικό του.

ΠΑΦ. Στη δέσποινά μου, την Αθηνά, την πολιούχο μας, κάνω την προσευχή μου: Αν για τον αθηναϊκό λαό αναδείχτηκα ο πιο χρηστός πολιτικός, ύστερα από τον ζωέμπορο τον Λυσικλή και τις δυο πόρνες, την Κύννα και τη Σαλαβακχώ, να παίρνω το δείπνο μου με δημόσια δαπάνη χωρίς να έχω προσφέρει καμιά υπηρεσία, όπως και τώρα. (Απευθύνεται στον Δήμο:) Όμως, αν σε μισώ κι αν δεν είμαι ο μόνος που δίνω μάχη και που βάζω το στήθος μου μπροστά για σένα, να με φάει το σκοτάδι, να με πριονίσουν πέρα για πέρα και να κόψουν λουρίδες-λουρίδες το δέρμα μου.
ΑΛΛ. Κι εγώ, Δήμε μου, αν δεν σ᾽ αγαπώ και δεν σ᾽ έχω μη στάξει και μη βρέξει, να με κάνουν χίλια κομμάτια [770] και να με ψήσουν σουβλάκια. Κι αν αυτά δεν σου φτάνουν για να με πιστέψεις, πάνω σε τούτο τον πάγκο να με ξύσουν στον τρίφτη μαζί με τυρί για να με κάνουν σκορδαλιά· κι ας με πάνε σούρνοντας με τσιγκέλι απ᾽ τ᾽ αχαμνά στις μπάρες του Κεραμεικού.
ΠΑΦ. Μπορείς να φανταστείς, Δήμε μου, πολίτη που να σ᾽ αγαπά πιο πολύ από μένα; Που πρώτα-πρώτα, όσο ήμουνα βουλευτής, γέμισα το δημόσιο ταμείο με λεφτά όσο κανένας άλλος, χωρίς να νοιάζομαι για οποιοδήποτε ιδιώτη, φτάνει να σου ᾽κανα την καρδιά: άλλον σακάτευα, άλλον στραγγάλιζα, άλλον του έβγαζα την πίστη ανάποδα για να δώσει λεφτά.
ΑΛΛ. Χαρά στο πράμα, Δήμε μου! γιατί κι εγώ θα σου προσφέρω τις ίδιες υπηρεσίες, δηλαδή θ᾽ αρπάζω τα ψωμιά που άλλοι ζυμώνουν και θα τα φέρνω στο τραπέζι σου. Όμως το πρώτο που θα σου δώσω να καταλάβεις είναι ότι ετούτος δεν σ᾽ αγαπά ούτε θέλει το καλό σου [780] — ό,τι κάνει το κάνει επειδή σελεμίζει στη ζεστασιά της θρακιάς σου. Γιατί εσένα, που σταύρωσες το ξίφος σου με τους Πέρσες στον Μαραθώνα και που με τη νίκη σου μας έδωσες υλικό για να λέμε μεγάλα λόγια, σ᾽ αφήνει να κάθεσαι πάνω στα σκληρά βράχια της Πνύκας, όπως καληώρα· πού να γνοιαστεί όπως εγώ! έβαλα να ράψουν τούτο εδώ και σ᾽ το χαρίζω (του δίνει ένα μαξιλάρι). Λοιπόν, ανασηκώσου μια στιγμή κι ύστερα κάθισε στα μαλακά, για να μη ξεφλουδίζεται ο Σαλαμινομάχος πισινός σου.
ΔΗΜ. Άνθρωπε, ποιός είσαι; Μήπως είσαι εγγόνι κάποιου απ᾽ τη δοξασμένη συντροφιά του Αρμοδίου; Γιατί βέβαια τούτη σου η χειρονομία δείχνει αρχοντιά κι αγάπη για τον λαό.
ΠΑΦ. Γιά δες με τί τιποτένιες περιποιησούλες κέρδισες κιόλα την εύνοιά του!
ΑΛΛ. Μήπως κι εσύ δεν τον έβαλες στο χέρι με πολύ πιο τιποτένια δολώματα;
ΠΑΦ. [790] Λοιπόν, αν τυχόν βρέθηκε άντρας που ν᾽ αγωνίστηκε πιο πολύ για τον λαό, (απευθύνεται στο Δήμο) ή που να σ᾽ αγαπά περισσότερο, πρόθυμα στοιχηματίζω το κεφάλι μου.