Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (652-682)


ὁ δ᾽ ὑπονοήσας, ὁ Παφλαγών, εἰδὼς ἄρα
οἷς ἥδεθ᾽ ἡ βουλὴ μάλιστα ῥήμασιν,
γνώμην ἔλεξεν· «ἄνδρες, ἤδη μοι δοκεῖ
655ἐπὶ συμφοραῖς ἀγαθαῖσιν εἰσηγγελμέναις
εὐαγγέλια θύειν ἑκατὸν βοῦς τῇ θεῷ.»
ἐπένευσεν εἰς ἐκεῖνον ἡ βουλὴ πάλιν.
κἄγωγ᾽ ὅτε δὴ ᾽γνων τοῖς βολίτοις ἡττημένος,
διηκοσίῃσι βουσὶν ὑπερηκόντισα,
660τῇ δ᾽ Ἀγροτέρᾳ κατὰ χιλίων παρῄνεσα
εὐχὴν ποήσασθαι χιμάρων εἰς αὔριον,
αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾽ ἑκατὸν τοὐβολοῦ.
ἐκαραδόκησεν εἰς ἔμ᾽ ἡ βουλὴ πάλιν.
ὁ δὲ ταῦτ᾽ ἀκούσας ἐκπλαγεὶς ἐφληνάφα·
665κᾆθ᾽ εἷλκον αὐτὸν οἱ πρυτάνεις χοἰ τοξόται,
οἱ δ᾽ ἐθορύβουν περὶ τῶν ἀφύων ἑστηκότες.
ὁ δ᾽ ἠντεβόλει γ᾽ αὐτοὺς ὀλίγον μεῖναι χρόνον·
«ἵν᾽ ἅτθ᾽ ὁ κῆρυξ οὑκ Λακεδαίμονος λέγει
πύθησθ᾽· ἀφῖκται γὰρ περὶ σπονδῶν», λέγων.
670οἱ δ᾽ ἐξ ἑνὸς στόματος ἅπαντες ἀνέκραγον·
«νυνὶ περὶ σπονδῶν; ἐπειδή γ᾽, ὦ μέλε,
ᾔσθοντο τὰς ἀφύας παρ᾽ ἡμῖν ἀξίας.
οὐ δεόμεθα σπονδῶν· ὁ πόλεμος ἑρπέτω.»
ἐκεκράγεσάν τε τοὺς πρυτάνεις ἀφιέναι·
675εἶθ᾽ ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους πανταχῇ.
ἐγὼ δὲ τὰ κορίανν᾽ ἐπριάμην ὑποδραμὼν
ἅπαντα τά τε γήτει᾽ ὅσ᾽ ἦν ἐν τἀγορᾷ·
ἔπειτα ταῖς ἀφύαις ἐδίδουν ἡδύσματα
ἀποροῦσιν αὐτοῖς προῖκα κἀχαριζόμην.
680οἱ δ᾽ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με
ἅπαντες οὕτως ὥστε τὴν βουλὴν ὅλην
ὀβολοῦ κοριάννοις ἀναλαβὼν ἐλήλυθα.


Όμως ο φίλος μας ο Παφλαγόνας κάτι ψυλλιάστηκε και, καθώς ξέρει με τί λόγια η καρδιά της βουλής γίνεται περβόλι, πρότεινε: «Βουλευτές, προτείνω, για τις καλοτυχίες που μας αναγγέλθηκαν, να θυσιάσουμε στην Αθηνά εκατό βόδια για τα καλά μαντάτα». Η βουλή ξανά έγειρε προς το μέρος του. Κι εγώ, νογώντας ότι με νίκησε με τις σβουνιές των βοδιών, υπερακόντισα ανεβάζοντας τα βόδια σε διακόσια· [660] κι ακόμα συμβούλεψα να τάξουν στην Κυνηγήτρα θεά θυσία χιλίων γιδιών για αύριο, αν τα λιανόψαρα φτάσουν να πουλιένται εκατό στον οβολό. Ξανά η βουλή στύλωσε τα μάτια της σ᾽ εμένα. Κι αυτός τα ᾽χασε ακούοντας τα λόγια μου και βάλθηκε να λέει άλλ᾽ αντ᾽ άλλων. Τότε οι πρυτάνεις και οι φρουροί της βουλής τον τραβούσαν απ᾽ το βήμα, ενώ οι βουλευτές όρθιοι πανηγύριζαν για τις σαρδέλες. Κι αυτός να τους ικετεύει να περιμένουν λίγο ακόμα, λέγοντας: «Γιά ν᾽ ακούσετε με τ᾽ αυτιά σας τον κήρυκα που στείλαν οι Λακεδαιμόνιοι· γιατί έχει έρθει για ανακωχή». [670] Όμως οι άλλοι κραύγαζαν όλοι μ᾽ ένα στόμα: «Για ανακωχή, τώωρα; Τώρα, καψερέ μου, που μάθανε πως η αγορά μας γέμισε φτηνές σαρδέλες; Να μας λείπει η ανακωχή· ας σέρνεται ο πόλεμος». Κι έβγαλαν φωνή μεγάλη στους πρυτάνεις: «Λύστε τη συνεδρίαση!» Κατόπι, απ᾽ όπου πρόφταινε ο καθείς, πηδούσαν πάνω απ᾽ τον φράχτη. Εγώ, που λες, είχα κόψει δρόμο κι αγόρασα όλα τα πράσα και τα κόλιαντρα, όσα είχε η αγορά. Έτσι, καθώς δεν βρίσκαν τίποτε για να βάλουν νοστιμάδα στις μαρίδες, τους τα ᾽δινα τζάμπα και τους υποχρέωνα. [680] Κι αυτοί να με υψώνουν ως τον ουρανό και να μ᾽ έχουν στα πούπουλα· έτσι ολάκερη τη βουλή με κόλιαντρα μιας δεκάρας την κατάχτησα, και νά με!