Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (1264-1315)


ΧΟ. τί κάλλιον ἀρχομένοι- [στρ.]
1265σιν ἢ καταπαυομένοισιν
ἢ θοᾶν ἵππων ἐλατῆρας ἀείδειν
μηδὲν εἰς Λυσίστρατον,
μηδὲ Θούμαντιν τὸν ἀνέστιον αὖ λυ-
πεῖν ἑκούσῃ καρδίᾳ;
1270καὶ γὰρ οὗτος, ὦ φίλ᾽ Ἄπολλον, ‹ἀεὶ›
πεινῇ, θαλεροῖς δακρύοισιν
σᾶς ἁπτόμενος φαρέτρας
Πυθῶνι δίᾳ ‹μὴ› κακῶς πένεσθαι.

λοιδορῆσαι τοὺς πονηροὺς οὐδέν ἐστ᾽ ἐπίφθονον,
1275ἀλλὰ τιμὴ τοῖσι χρηστοῖς, ὅστις εὖ λογίζεται.
εἰ μὲν οὖν ἅνθρωπος, ὃν δεῖ πόλλ᾽ ἀκοῦσαι καὶ κακά,
αὐτὸς ἦν ἔνδηλος, οὐκ ἂν ἀνδρὸς ἐμνήσθην φίλου.
νῦν δ᾽ Ἀρίγνωτον γὰρ οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἐπίσταται,
ὅστις ἢ τὸ λευκὸν οἶδεν ἢ τὸν ὄρθιον νόμον.
1280ἔστιν οὖν ἀδελφὸς αὐτῷ τοὺς τρόπους οὐ συγγενής,
Ἀριφράδης πονηρός. ἀλλὰ τοῦτο μὲν καὶ βούλεται·
ἐστὶ δ᾽ οὐ μόνον πονηρός, οὐ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ᾐσθόμην,
οὐδὲ παμπόνηρος, ἀλλὰ καὶ προσεξηύρηκέ τι.
τὴν γὰρ αὑτοῦ γλῶτταν αἰσχραῖς ἡδοναῖς λυμαίνεται,
1285ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον,
καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας,
καὶ Πολυμνήστεια ποιῶν καὶ ξυνὼν Οἰωνίχῳ.
ὅστις οὖν τοιοῦτον ἄνδρα μὴ σφόδρα βδελύττεται,
οὔποτ᾽ ἐκ ταὐτοῦ μεθ᾽ ἡμῶν πίεται ποτηρίου.

1290ἦ πολλάκις ἐννυχίαι- [ἀντ.]
σι φροντίσι συγγεγένημαι,
καὶ διεζήτηχ᾽ ὁπόθεν ποτὲ φαύλως
ἐσθίει Κλεώνυμος.
φασὶ γάρ ‹ποτ᾽› αὐτὸν ἐρεπτόμενον
1295τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων
οὐκ ἂν ἐξελθεῖν ἀπὸ τῆς σιπύης·
τοὺς δ᾽ ἀντιβολεῖν ἂν ὁμοίως·
ἴθ᾽, ὦ ἄνα, πρὸς γονάτων,
ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ.

1300φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς τριήρεις εἰς λόγον,
καὶ μίαν λέξαι τιν᾽ αὐτῶν, ἥτις ἦν γεραιτέρα·
«οὐδὲ πυνθάνεσθε ταῦτ᾽, ὦ παρθένοι, τἀν τῇ πόλει;
φασὶν αἰτεῖσθαί τιν᾽ ἡμῶν ἑκατὸν εἰς Καρχηδόνα,
ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην Ὑπέρβολον·»
1305ταῖς δὲ δόξαι δεινὸν εἶναι τοῦτο κοὐκ ἀνασχετόν,
καί τιν᾽ εἰπεῖν, ἥτις ἀνδρῶν ἆσσον οὐκ ἐληλύθει·
«ἀποτρόπαι᾽, οὐ δῆτ᾽ ἐμοῦ γ᾽ ἄρξει ποτ᾽, ἀλλ᾽ ἐάν με χρῇ,
ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσ᾽ ἐνταῦθα καταγηράσομαι.» —
«οὐδὲ Ναυφάντης γε τῆς Ναύσωνος, οὐ δῆτ᾽, ὦ θεοί,
1310εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγὼ καὶ ξύλων ἐπηγνύμην.
ἢν δ᾽ ἀρέσκῃ ταῦτ᾽ Ἀθηναίοις, καθῆσθαί μοι δοκῶ
εἰς τὸ Θησεῖον πλεούσας ἢ ᾽πὶ τῶν σεμνῶν θεῶν.
οὐ γὰρ ἡμῶν γε στρατηγῶν ἐγχανεῖται τῇ πόλει·
ἀλλὰ πλείτω χωρὶς αὐτὸς ἐς κόρακας, εἰ βούλεται,
1315τὰς σκάφας, ἐν αἷς ἐπώλει τοὺς λύχνους, καθελκύσας.»


ΧΟΡ. (Στους θεατές:)
Πρόλογο ή επίλογο καλύτερο δεν ξέρουν
των φτεροπόδαρων ατιών οι καβαλάρηδές μας
απ᾽ το τραγούδι. Όμως με το τραγούδι τους αυτό δεν το ᾽θελε η καρδιά τους να πικράνουν —καθόλου, μα καθόλου!— τις αδερφές Λυσίστρατο και Θούμαντη τον ανέστιο. [1270] Γιατί ετούτος, ο Θούμαντης, λατρεμένε μας Απόλλωνα, μια ζωή πεινασμένος, με δάκρυα κορόμηλο αγγίζει τη φαρέτρα σου στον άγιο τόπο των Δελφών, για να γλιτώσει απ᾽ τη φριχτή πείνα.

ΚΟΡ. Να ξεφτελίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο, ίσα-ίσα τιμάς τους καλούς μ᾽ αυτόν τον τρόπο — έτσι λεν οι μυαλωμένοι. Λοιπόν, αν ήταν γνωστό από μόνο του στην πόλη το άτομο που για τη γούνα του έχουμε πολλά ράμματα, δεν θ᾽ ανάφερνα έναν άντρα που εκτιμώ. Λοιπόν, δεν βρίσκεται σήμερα στην πόλη μας άνθρωπος που να μην ξέρει τον κιθαριστή Αρίγνωτο, φτάνει να ξεχωρίζει το μαύρο απ᾽ το άσπρο ή τον τενόρο απ᾽ τον μπάσο. [1280] Λοιπόν ο Αρίγνωτος έχει αδερφό με βίο και πολιτεία εντελώς αντίθετη, τον έκφυλο Αριφράδη, που μάλιστα το θέλει κι είναι έκφυλος. Και δεν είναι μόνο έκφυλος, γιατί τότε δεν θα μου έκανε εντύπωση, κι ούτε μόνο τρισέκφυλος, αλλά κοντά στα γνωστά βίτσια ανακάλυψε κι ένα καινούριο: νά, μες στα μπορντέλα βρομίζει τη γλώσσα του γλείφοντας τα υγρά που φέρνουν αναγούλα, και λερώνει τα γένια του και μαλάζει τον γυναικείο πάτο. Βγάζει τραγούδια στο στιλ του Πολύμνηστου και δεν ξεκολλά απ᾽ τον Οιώνιχο. Λοιπόν, όποιος δεν σιχαίνεται ανθρώπους σαν κι αυτόν, ποτέ δεν θα πιει κρασί απ᾽ το ίδιο ποτήρι με μένα.

ΧΟΡ. [1290] Πόσες φορές σ᾽ αγρύπνιες δεν βυθίστηκα
στ᾽ αλήθεια, σ᾽ αναζήτησες και μέριμνες,
ρωτώντας από πού άραγε βρίσκει τόσο εύκολα και τρώει ο Κλεώνυμος. Γιατί λένε ότι μια φορά ετούτος ευφραινόταν με τα καλούδια νοικοκυραίων και δεν έλεγε να βγει απ᾽ την αρτοθήκη. Κι εκείνοι όλο και να τον παρακαλούν: «Έλα, άρχοντά μου, προσπέφτω στα γόνατά σου, βγες έξω. Σπλαχνίσου το τραπέζι μας!»

ΚΟΡ. [1300] Ακούστηκε ότι οι τριήρεις συνεδρίασαν και μια απ᾽ αυτές, η γεροντότερη, πήρε τον λόγο κι είπε: «Κοπέλες μου, μάθατε όσα γίνονται στην πόλη μας; Νά, λένε ότι κάποιος ζήτησε να στείλουν εκατό από μας για εκστρατεία ενάντια στην Καρχηδόνα, ένας απαίσιος πολίτης, ο Υπέρβολος, η ξινίλα». Λοιπόν οι τριήρεις αποφάσισαν ότι ετούτα είναι φοβερά πράματα κι αβάσταχτα και είπε μια τους, που ακόμα δεν ήξερε τί θα πει άντρας: «Απόλλωνα που αποδιώχνεις το κακό, ποτέ δεν θα με κυβερνήσει ετούτος! μα αν το θέλει η μοίρα μου, να με βρουν τα γηρατειά εδώ σαρακοφαγωμένη». Και μια άλλη: «Κι ούτε μά τον θεό εμένα, τη Χρυσάρμενη, του Καραβίτη την κόρη, θα κυβερνήσει, [1310] αν στ᾽ αλήθεια το σκαρί μου το φτιάσανε με πεύκα και σανίδες. Αν όμως αυτό είναι το θέλημα των Αθηναίων, κάνω πρόταση ν᾽ απλώσουμε πανιά και να πάμε να ρίξουμε άγκυρα στο Θησείο ή στον ναό των Ευμενίδων. Δεν θα ξεφτελίσει βέβαια ετούτος την πολιτεία όντας ναύαρχός μας. Αν το τραβά η όρεξή του, ας απλώσει πανιά μόνος του για να πάει στον κόρακα, ρίχνοντας στη θάλασσα τις σκάφες, αυτές όπου έβαζε τα λυχνάρια που πουλούσε».