Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (1036-1077)


ΠΑ. ὦ τᾶν, ἄκουσον, εἶτα διάκρινον, τόδε·
ἔστι γυνή, τέξει δὲ λέονθ᾽ ἱεραῖς ἐν Ἀθήναις,
ὃς περὶ τοῦ δήμου πολλοῖς κώνωψι μαχεῖται
ὥς τε περὶ σκύμνοισι βεβηκώς· τὸν σὺ φυλάξαι,
1040τεῖχος ποιήσας ξύλινον πύργους τε σιδηροῦς.
ταῦτ᾽ οἶσθ᾽ ὅ τι λέγει; ΔΗ. μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ μὲν οὔ.
ΠΑ. ἔφραζεν ὁ θεός σοι σαφῶς σῴζειν ἐμέ·
ἐγὼ γὰρ ἀντὶ τοῦ λέοντός εἰμί σοι.
ΔΗ. καὶ πῶς μ᾽ ἐλελήθεις Ἀντιλέων γεγενημένος;
1045ΑΛ. ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων ἑκών,
ὅ τι τὸ σιδήρου τεῖχός ἐστι καὶ ξύλων,
ἐν ᾧ σε σῴζειν τόνδ᾽ ἐκέλευ᾽ ὁ Λοξίας.
ΔΗ. πῶς δῆτα τοῦτ᾽ ἔφραζεν ὁ θεός; ΑΛ. τουτονὶ
δῆσαί σ᾽ ἐκέλευ᾽ ἐν πεντεσυρίγγῳ ξύλῳ.
1050ΔΗ. ταυτὶ τελεῖσθαι τὰ λόγι᾽ ἤδη μοι δοκεῖ.
ΠΑ. μὴ πείθου· φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι.
ἀλλ᾽ ἱέρακα φίλει μεμνημένος ἐν φρεσίν, ὅς σοι
ἤγαγε συνδήσας Λακεδαιμονίων κορακίνους.
ΑΛ. τοῦτό γέ τοι Παφλαγὼν παρεκινδύνευσε μεθυσθείς.
1055Κεκροπίδη κακόβουλε, τί τοῦθ᾽ ἡγεῖ μέγα τοὔργον;
καί κε γυνὴ φέροι ἄχθος, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη·
ἀλλ᾽ οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο.
ΠΑ. ἀλλὰ τόδε φράσσαι, πρὸ Πύλου Πύλον ἥν σοι ἔφραζεν·
ἔστι Πύλος πρὸ Πύλοιο— ΔΗ. τί τοῦτο λέγει, πρὸ Πύλοιο;
1060ΑΛ. τὰς πυέλους φησὶν καταλήψεσθ᾽ ἐν βαλανείῳ.
ΔΗ. ἐγὼ δ᾽ ἄλουτος τήμερον γενήσομαι;
ΑΛ. οὗτος γὰρ ἡμῶν τὰς πυέλους ὑφήρπασεν.
ἀλλ᾽ οὑτοσὶ γάρ ἐστι περὶ τοῦ ναυτικοῦ
ὁ χρησμός, ᾧ σε δεῖ προσέχειν τὸν νοῦν πάνυ.
1065ΔΗ. προσέχω· σὺ δ᾽ ἀναγίγνωσκε, τοῖς ναύταισί μου
ὅπως ὁ μισθὸς πρῶτον ἀποδοθήσεται.
ΑΛ. Αἰγεΐδη, φράσσαι κυναλώπεκα, μή σε δολώσῃ,
λαίθαργον, ταχύπουν, δολίαν κερδώ, πολύιδριν.
οἶσθ᾽ ὅ τι ἐστὶν τοῦτο; ΔΗ. Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ.
1070ΑΛ. οὐ τοῦτό φησιν, ἀλλὰ ναῦς ἑκάστοτε
αἰτεῖ ταχείας ἀργυρολόγους οὑτοσί·
ταύτας ἀπαυδᾷ μὴ διδόναι σ᾽ ὁ Λοξίας.
ΔΗ. πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ; ΑΛ. ὅπως;
ὅτι ἡ τριήρης ‹τ᾽› ἐστὶ χὠ κύων ταχύ.
1075ΔΗ. πῶς οὖν ἀλώπηξ προσετέθη πρὸς τῷ κυνί;
ΑΛ. ἀλωπεκίοισι τοὺς στρατιώτας ᾔκασεν,
ὁτιὴ βότρυς τρώγουσιν ἐν τοῖς χωρίοις.


ΠΑΦ. (Στον Δήμο:) Καλέ μου φίλε, άκουσε πρώτα κι αυτά κι ύστερα βγάλε κρίση (Διαβάζει:).
«Θωρώ γυναίκα να γεννά λιοντάρι στην Αθήνα
τη θεοσκέπαστη. Κι αυτό, για τη δημοκρατία
σαν για τα λιονταράκια του σε πόλεμο να μπαίνει
μ᾽ εχτρούς κουνούπια σύννεφο· ετούτο φύλαγέ το
[1040] χτίζοντας τείχος ξύλινο και πύργους σιδερένιους».
(Στον Δήμο:) Το ᾽πιασες το νόημά του;
ΔΗΜ. Μά τον Απόλλωνα, όχι.
ΠΑΦ. Ο θεός καθαρά και ξάστερα σου ᾽δωσε εντολή να με κρατήσεις κοντά σου· γιατί αντί λιοντάρι έχεις εμένα.
ΔΗΜ. Βρε έγινες Αντιλέοντας και δεν το πήρα χαμπάρι;
ΑΛΛ. Ένα μόνο από τον χρησμό δε σου κάνει λιανά, κι έχει τον λόγο του: τί ακριβώς εννοεί με τείχος από σίδερο και ξύλο, που μέσα σ᾽ αυτό παράγγειλε ο Λοξίας να κρατάς τούτον εδώ;
ΔΗΜ. Τί ήθελε λοιπόν να πει μ᾽ αυτά ο θεός;
ΑΛΛ. Σου ᾽δωσε εντολή να δέσεις τούτον εδώ σε παλούκι με πέντε σιδερένια κρικέλια.
ΔΗΜ. [1050] Μου φαίνεται ότι αυτός ο χρησμός δεν θ᾽ αργήσει να εκτελεστεί.
ΠΑΦ. Μη τον ακούς· γιατί (διαβάζει:)
«Ενάντια του ρίχνουν κρωξιές οι φθονερές οι κάργες.
Συ το γεράκι ν᾽ αγαπάς και να θυμάσαι πάντα
που κορακάκια σου ᾽φερε Σπαρτιατών δεμένα».
ΑΛΛ. Πα στο μεθύσι ο Παφλαγών τον κίντυνο φορτώθη.
«Χαρά στο πράμα, αστόχαστο του Κέκροπα βλαστάρι·
και μια γυναίκα φόρτωμα, αν της το βάλει ο άντρας,
θα φορτωνόταν μια χαρά, μα άλλο να δώσει μάχη·
γιατ᾽ έτσι και μαχότανε, σίγουρα θα χεζότανε».
ΠΑΦ. Θυμήσου τούτο τον χρησμό: «Μπροστά απ᾽ την Πύλο η Πύλος». (Διαβάζει:)
«Μπροστά απ᾽ την Πύλο συναντάς μια Πύλο...».
ΔΗΜ. (Διακόπτοντάς τον:) Τί πάει να πει ετούτο: «Μπροστά απ᾽ την Πύλο...».
ΑΛΛ. [1060] «Πυελο-κατάληψη!», λέει πως θ᾽ αρπάξει τις λεκάνες του λουτρού.
ΔΗΜ. Κι εγώ θα μείνω σήμερα άλουστος;
ΑΛΛ. Μα αφού ετούτος μάς έκλεψε τις λεκάνες; Τώρα όμως θα σου πω τον χρησμό για το ναυτικό· εσύ πρόσεχε μη σου ξεφύγει λέξη.
ΔΗΜ. Προσέχω· διάβασέ μου πρώτα-πρώτα πώς τα ναυτάκια μου θα πάρουν τους μιστούς που τους χρωστάμε.
ΑΛΛ. (Διαβάζει:)
«Μη σου τη φέρει, πρόσεξε, βλαστάρι του Αιγέα,
κι εσένα η σκυλαλεπού, η κρυφοδαγκανιάρα,
η αρχικλέφτρα, η σερπετή, η τρισξεσκολιασμένη».
(Στον Δήμο:) Το ᾽πιασες το νόημά του;
ΔΗΜ. Σκυλαλεπού ο Φιλόστρατος, ο αρχινονός.
ΑΛΛ. [1070] Έπεσες έξω· νά τί εννοεί: τα γοργοτάξιδα πλοία που κάθε λίγο και λιγάκι ετούτος ζητά για πλιατσικολόγημα, ο Λοξίας σου απαγορεύει να του τα δίνεις.
ΔΗΜ. Μα πώς η τριήρης γίνεται σκυλαλεπού;
ΑΛΛ. Πώς; νά, και η τριήρης και ο σκύλος τρέχουν γρήγορα.
ΔΗΜ. Και για ποιό λόγο στο σκύλο κόλλησε την αλεπού;
ΑΛΛ. Παρομοίασε τους στρατιώτες με τ᾽ αλεπουδάκια, γιατί τρώνε τα σταφύλια απ᾽ τ᾽ αμπέλια.