Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἱππῆς (611-651)


ΧΟ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν καὶ νεανικώτατε,
ὅσην ἀπὼν παρέσχες ἡμῖν φροντίδα·
καὶ νῦν ἐπειδὴ σῶς ἐλήλυθας πάλιν,
ἄγγειλον ἡμῖν πῶς τὸ πρᾶγμ᾽ ἠγωνίσω.
615ΑΛ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ εἰ μὴ νικόβουλος ἐγενόμην;

ΧΟ. νῦν ἄρ᾽ ἄξιον πᾶσίν ἐστιν ὀλολῦξαι. [στρ.]
ὦ καλὰ λέγων, πολὺ δ᾽ ἀμείνον᾽ ἔτι τῶν λόγων
ἐργασάμεν᾽ εἴθ᾽ ἐπέλ-
θοις ἅπαντά μοι σαφῶς·
620ὡς ἐγώ μοι δοκῶ
κἂν μακρὰν ὁδὸν διελθεῖν
ὥστ᾽ ἀκοῦσαι. πρὸς τάδ᾽, ὦ βέλ-
τιστε, θαρρήσας λέγ᾽, ὡς ἅ-
παντες ἡδόμεσθά σοι.

ΑΛ. καὶ μὴν ἀκοῦσαί γ᾽ ἄξιον τῶν πραγμάτων.
625εὐθὺς γὰρ αὐτοῦ κατόπιν ἐνθένδ᾽ ἱέμην·
ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔνδον ἐλασίβροντ᾽ ἀναρρηγνὺς ἔπη
τερατευόμενος ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων,
κρημνοὺς ἐρείδων καὶ ξυνωμότας λέγων
πιθανώταθ᾽· ἡ βουλὴ δ᾽ ἅπασ᾽ ἀκροωμένη
630ἐγένεθ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῦ ψευδατραφάξυος πλέα,
κἄβλεψε νᾶπυ καὶ τὰ μέτωπ᾽ ἀνέσπασεν.
κἄγωγ᾽ ὅτε δὴ ᾽γνων ἐνδεχομένην τοὺς λόγους
καὶ τοῖς φενακισμοῖσιν ἐξαπατωμένην·
«ἄγε δὴ Σκίταλοι καὶ Φένακες, ἦν δ᾽ ἐγώ,
635Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων,
ἀγορά τ᾽, ἐν ᾗ παῖς ὢν ἐπαιδεύθην ἐγώ,
νῦν μοι θράσος καὶ γλῶτταν εὔπορον δότε
φωνήν τ᾽ ἀναιδῆ». ταῦτα φροντίζοντί μοι
ἐκ δεξιᾶς ἐπέπαρδε καταπύγων ἀνήρ.
640κἀγὼ προσέκυσα· κᾆτα τῷ πρωκτῷ θενὼν
τὴν κιγκλίδ᾽ ἐξήραξα κἀναχανὼν μέγα
ἀνέκραγον· «ὦ βουλή, λόγους ἀγαθοὺς φέρων
εὐαγγελίσασθαι πρῶτον ὑμῖν βούλομαι·
ἐξ οὗ γὰρ ἡμῖν ὁ πόλεμος κατερράγη,
645οὐπώποτ᾽ ἀφύας εἶδον ἀξιωτέρας.»
ἡ δ᾽ εὐθέως τὰ πρόσωπα διεγαλήνισεν·
εἶτ᾽ ἐστεφάνουν μ᾽ εὐαγγέλια· κἀγὼ ᾽φρασα
αὐτοῖς ἀπόρρητον ποησάμενος ταχύ,
ἵνα τὰς ἀφύας ὠνοῖντο πολλὰς τοὐβολοῦ,
650τῶν δημιουργῶν ξυλλαβεῖν τὰ τρύβλια.
οἱ δ᾽ ἀνεκρότησαν καὶ πρὸς ἔμ᾽ ἐκεχήνεσαν.


(Μπαίνει ο Αλλαντοπώλης με ύφος θριαμβευτή).
ΚΟΡ. Ω εσύ, ο πιο αγαπητός κι ο πιο εκπληκτικός απ᾽ όλους τους ανθρώπους, πόσο μας έφαγε η έγνοια για σένα όση ώρα έλειπες! Τώρα λοιπόν, μια και μας ήρθες πίσω σώος και άβλαβος, ανάγγειλέ μας πώς τον πάλεψες τον αγώνα σου στη βουλή.
ΑΛΛ. Νικό-βουλος βγήκα — αυτό τα λέει όλα!

ΧΟΡ. Ώρα λοιπόν όλοι μας να υψώσουμε κραυγή θριάμβου. Ω εσύ χρυσόστομε, και που τα έργα σου είναι ακόμη πιο χρυσά από τα λόγια σου, ιστόρησέ μου τα όλα χαρτί και καλαμάρι! [620] Γιατί, από τη μεριά μου, πρόθυμα θα πορευόμουνα δρόμο μακρινό, φτάνει να σ᾽ άκουα. Έτσι, καλέ μας φίλε, μίλησε θαρρετά· να ᾽σαι σίγουρος πως δίνεις χαρά μεγάλη σ᾽ όλους μας.

ΑΛΛ. Όπως και να ᾽χει, αξίζει τον κόπο ν᾽ ακούσετε τα καθέκαστα. Λοιπόν, αμέσως μόλις έφυγε από εδώ ο άνθρωπός μας, τον πήρα στο κατόπι. Μέσα στη βουλή ο Παφλαγόνας άστραφτε και βροντούσε με λόγια κεραυνούς, σφενδονώντας τέρατα και σημεία ενάντια στους ιππείς· σφενδονούσε ριζιμιά λιθάρια και τους έλεγε συνωμότες, έτσι που να γίνεται απ᾽ όλους πιστευτός. Κι η βουλή ολόκληρη, καθώς αυτός μιλούσε, [630] φλόμωσε αγριολάχανο της ψευτιάς, έριξε ματιές-σινάπι κι όλοι σούφρωσαν τα φρύδια τους. Κείνη την ώρα, βλέποντας τη βουλή να χάφτει τα λόγια του και να πέφτει θύμα στις απάτες του, πήρα τον λόγο κι είπα: «Θεοί και κύριοί μου, Σαρδανάπαλοι, Αλεπούδες, Καλικάντζαροι, Σκυλομούρηδες, και συ, Αγορά, σκολειό των παιδικών μου χρόνων, δώστε μου τώρα θράσος, γλώσσα-ροδάνι κι αδιάντροπη φωνή». Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης. [640] Κι εγώ προσκύνησα ευλαβικά. Κι ύστερα έδωσα μια με την κωλάρα μου κι έκανα χίλια κομμάτια την καγκελόπορτα του φράχτη της βουλής, άνοιξα το στόμα μου δυο πήχες και έσυρα φωνή μεγάλη: «Βουλευτές, φέρνω καλά μαντάτα· γι᾽ αυτό πρώτα πρώτα θέλω να σας πω χαράς ευαγγέλια: από τότε που τα μπουμπουνητά του πολέμου βρόντησαν, ποτέ ως σήμερα δεν είδαν τα μάτια μου φτηνότερες μαρίδες». Στη στιγμή γαλήνη απλώθηκε στα πρόσωπα όλων· στεφάνια μου ᾽βαλαν για τα καλά μαντάτα. Κι εγώ τους είπα, για ν᾽ αγοράσουν μπόλικη μαρίδα μ᾽ έναν οβολό, να κρατήσουν σαν εθνικό μυστικό τη συμβουλή μου: χωρίς να χάσουν λεπτό, [650] να παν στα τσουκαλάδικα να καπαρώσουν τα τσουκάλια. Βάλθηκαν όλοι να χειροκροτούν και μ᾽ έβλεπαν μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα.