Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (1-48)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ᾽ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ᾽ ἐρετμῶσαι χέρας
5 ἀνδρῶν ἀρίστων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν᾽ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ᾽ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος·
οὐδ᾽ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
10 πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγὰς πολίταις ὧν ἀφίκετο χθόνα
αὐτῷ τε πάντα ξυμφέρουσ᾽ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
15 ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ.
νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
20 Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ᾽ ἄσιτος, σῶμ᾽ ὑφεῖσ᾽ ἀλγηδόσιν,
25 τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη,
οὔτ᾽ ὄμμ᾽ ἐπαίρουσ᾽ οὔτ᾽ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων,
30 ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ᾽ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ᾽, οὓς προδοῦσ᾽ ἀφίκετο
μετ᾽ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
35 οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
[βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ᾽ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ᾽· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
40 μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι᾽ ἥπατος,
σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.]
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
45 ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον ᾄσεται.
ἀλλ᾽ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.


Το έργο διαδραματίζεται στην Κόρινθο, μπροστά στο σπίτι της Μήδειας. Η σκηνή την εποχή αυτή (431 π.Χ.) ήταν ξύλινη κατασκευή. Στην πρόσοψη της σκηνής υπήρχε μεγάλη δίφυλλη θύρα. Δεν γνωρίζουμε αν η ορχήστρα είχε τότε σχήμα κύκλου, όπως τις τελευταίες δεκαετίες του 4ο αι., ή παραλληλογράμμου.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


(Εξέρχεται η Τροφός από το σπίτι της Μήδειας.)

ΤΡΟΦΟΣ
Ω, ας γινόταν να μην πέταγε η Αργώ
ανάμεσα στις μαύρες Συμπληγάδες
ταξιδεύοντας για τη χώρα των Κόλχων·
να μην είχε πέσει ποτέ στα φαράγγια του Πηλίου
κομμένο το πεύκο,
να μη γινότανε κουπί στα χέρια
5ανδρών ηρώων, που πήγανε για χάρη του Πελία
και φέραν το πάγχρυσο δέρας.
Τότε και η δέσποινα η δική μου, η Μήδεια,
δεν θα είχε πλεύσει ώς τα τείχη της Ιωλκού
με την ψυχή συγκλονισμένη από έρωτα για τον Ιάσονα·
ούτε θα έπειθε τις κόρες του Πελία
να θανατώσουν τον πατέρα τους
10και δεν θα ζούσε τώρα εδώ στη γη της Κορίνθου
μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της,
φροντίζοντας και στους πολίτες της χώρας
όπου ευρέθη εξόριστη να είναι αρεστή
και με τον ίδιο τον Ιάσονα να συμπορεύεται στα πάντα,
αυτό που είναι και το μέγιστο,
15όταν η γυναίκα με τον άντρα δεν διχογνωμεί.
Τώρα βασιλεύει παντού το μίσος
και ό,τι αγαπήθηκε με πάθος δοκιμάζεται.
Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου
για την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας,
και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.
20Και η Μήδεια η δύσμοιρη, ατιμασμένη,
ωρύεται για τους όρκους, επικαλείται την ύψιστη πίστη
που αυτός εκύρωσε με το δεξί του χέρι
και καλεί τους θεούς να είναι μάρτυρες,
να δούνε πώς την ανταμείβει ο Ιάσονας.
Κείτεται άσιτη, το σώμα της αφημένο στους πόνους,
25κάθε στιγμή της πνίγεται στο δάκρυ,
από τότε που ένιωσε πως την αδίκησε ο άντρας της.
Δεν σηκώνει το βλέμμα,
δεν παίρνει από τη γη το πρόσωπό της.
Όσο και ο βράχος ή το κύμα της θαλάσσης
ακούει τους φίλους που τη νουθετούν,
30πάρεξ εάν, καμιά φορά, στρέψει τον πάλλευκο λαιμό της
και μιλώντας μόνη σπαράξει για τον αγαπημένο της πατέρα,
τη γη της, το σπίτι της, για όσα θυσίασε
για να έρθει εδώ με τον άντρα που τώρα την ταπεινώνει.
Τη δίδαξε τη δύσμοιρη η συμφορά
35τί θα πει να μην αφήνεις τη γη των πατέρων σου.
Μισεί τα παιδιά της, να τα βλέπει δεν χαίρεται.
Τη φοβάμαι — φοβάμαι μήπως
συλλάβει ο νους της κάτι ανήκουστο.
[Είναι αδυσώπητη η ψυχή της.
Δεν θα ανεχθεί το κακό που της κάνουν
—την ξέρω καλά— και φοβάμαι μήπως μπει αθόρυβα
στο σπίτι, όπου είναι στρωμένο το κρεβάτι,
40και καρφώσει στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι,
ή ακόμα σκοτώσει τη βασιλική κόρη και τον γαμπρό,
και ύστερα την εύρει πιο μεγάλη συμφορά.]
Είναι ανελέητη. Όποιος συγκρουστεί μαζί της
45δεν θα τραγουδήσει εύκολα ύμνο επινίκιο.
Όμως νά τα παιδιά της, τέλειωσαν το τρέξιμο, έρχονται.
Η δυστυχία της μητέρας τους ούτε που τους περνάει από τον νου.
Οι τρυφερές ψυχές δεν αγαπάνε, λέει, τον πόνο.