ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΧΟΡ. Εγώ ηρθα, κόρη, εδώ για το καλό σου
που και δικό μου είναι καλό· μ᾽ αν πάλι
βρίσκεις πως δε μιλώ σωστά, όπως θέλεις
εσύ ας γενεί· και μεις μαζί σου πάντα.
ΗΛΕ. Ντρέπομαι αλήθεια, φίλες μου, αν μ᾽ αυτούς
τους πολλούς μου σας φαίνομαι τους θρήνους
πως το ᾽χω παρακάμει· μα η θηλιά,
που σφίγγει το λαιμό μου, με αναγκάζει,
και συμπαθάτε με· γιατί και ποιά άλλη
γυναίκα της σειράς μου θα φερνόταν
αλλιώς, αν έβλεπε καθώς τη βλέπω
εγώ την πατρική τη συφορά μου,
που εμπρός στα μάτια μου όλο, νύχτα μέρα,
260θεριεύει αντίς σιγά σιγά να σβήνει;
Και πρώτα η μάνα που μ᾽ εγέννα, είναι
ο πιο άσπονδος εχθρός μου· έπειτα, μέσα
στα σπίτια τα δικά μου κάθομαι
με του πατέρα μου τους δολοφόνους
κάτω απ᾽ την εξουσία τους και στέκει
στο χέρι τους ή να ᾽χω ή να μην έχω
ό,τι χρειάζομαι… Κι έτσι ποιές μέρες
λες να περνώ, σα βλέπω θρονιασμένο
τον Αίγιστο στο θρόνο του πατέρα
και να φορεί την ίδια τη στολή του
και να κάνει σπονδές πλάι στην εστία
270όπου τον σκότωσε, σα βλέπω τέλος
την έσχατη ξαδιαντροπιά των δυο τους,
τον κακούργο στην κλίνη του πατρός μου
με την αθλία μητέρα μου — αν μητέρα
πάει να τη λέω, που μ᾽ αυτόν κοιμάται·
και δείχτει τόση αποκοτιά, που πλάι
στο μόλυσμ᾽ αυτό ζει χωρίς να τρέμει
καμιά Ερινύα πια· κι όχι αυτό μόνο,
μα σα να καμαρώνει στα έργατά της,
βρίσκει, ακριβώς, τη μέρα που με δόλο
τον πατέρα μου σκότωσε και τότε
280στήνει χορούς και στους θεούς θυσίες
τους σωτηρίους προσφέρει κάθε μήνα.
Και ᾽γω να βλέπω αυτά μες στο παλάτι,
κλαίω, λιώνω και κρυφά θρηνώ, από μόνη,
για την απαίσια μακαριά, που πήρε
του πατέρα μου τ᾽ όνομα, γιατί ούτε
μπορώ να κλάψω όσο τραβά η καρδιά μου·
αμέσως η ευγενής με λόγια μόνο
γυναίκ᾽ αυτή τέτοιες βρισιές μ᾽ αρχίζει:
Θεομίσητο πλάσμα, μόνη εσύ τάχα
290έχεις χάσει πατέρα; κανείς άλλος
δεν είδε πένθος; κακό τέλος νά βρεις
κι άμποτε οι θεοί του Κάτω κόσμου
ποτέ να μη σ᾽ αφήσουν δίχως θρήνους.
Έτσι βρίζει, μα όταν τυχόν ακούσει
πως θά ᾽ρθει ο Ορέστης, τότε σαν οχιά
στήνετ᾽ εμπρός μου: Συ δε μου είσαι, αφρίζει,
η αιτία σ᾽ όλ᾽ αυτά; έργο δικό συ
δεν είναι να μ᾽ αρπάξεις τον Ορέστη
μεσ᾽ απ᾽ τα χέρια μου και να τον στείλεις
σε ασφάλεια έξω; μα έγνοια σου και θά βρεις
ό,τι σ᾽ αξίζει με το παραπάνω.
Έτσι γαβγίζει, ενώ μπροστά και κείνος
300πιο πολύ την κορώνει ο ξακουσμένος
νυμφίος, αυτός ο πιο άναντρος του κόσμου,
της ατιμίας το τέρας, που πολέμους
πίσω μονάχα από γυναίκες ξέρει.
Μα εγώ πάντα προσμένοντας πως θά ᾽ρθει
ο Ορέστης σ᾽ όλ᾽ αυτά να βάλει τέλος,
χάνομαι η μαύρη, γιατί μὄχει σβήσει
με τις παντοτινές αναβολές του
όσες ελπίδες είχα και δεν είχα.
Κι έτσι σε τέτοιες δυστυχίες, καλές μου,
ούτε γνώση ούτ᾽ ευσέβεια να φυλάει
μπορεί κανείς, μα έτσι το φέρν᾽ η ανάγκη,
μες στα κακά κακό να παίρνει δρόμο.
|