Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (1058-1097)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. τί τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰω- [στρ. α]
νοὺς ἐσορώμενοι τροφᾶς
1060κηδομένους ἀφ᾽ ὧν τε βλά-
στωσιν ἀφ᾽ ὧν τ᾽ ὄνασιν εὕ-
ρωσι, τάδ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἴσας τελοῦμεν;
ἀλλ᾽ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν
καὶ τὰν οὐρανίαν Θέμιν
1065δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι.
ὦ χθονία βροτοῖσι φά-
μα, κατά μοι βόασον οἰ-
κτρὰν ὄπα τοῖς ἔνερθ᾽ Ἀτρεί-
δαις, ἀχόρευτα φέρουσ᾽ ὀνείδη·

ὅτι σφιν ἤδη τὰ μὲν ἐκ δόμων νοσοῦν- [ἀντ. α] 1070
τ᾽ ἦν τὰ δὲ πρὸς τέκνων διπλῆ
φύλοπις οὐκέτ᾽ ἐξισοῦ-
ται φιλοτασίῳ διαί-
τᾳ. πρόδοτος δὲ μόνα σαλεύει
1075Ἠλέκτρα, τὸν ἀεὶ πάρος
δειλαία στενάχουσ᾽ ὅπως
ἁ πάνδυρτος ἀηδών,
οὔτε τι τοῦ θανεῖν προμη-
θὴς τό τε μὴ βλέπειν ἑτοί-
1080μα, διδύμαν ἑλοῦσ᾽ Ἐρι-
νύν. τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι;

οὐδεὶς τῶν ἀγαθῶν ζῶν [στρ. β]
κακῶς εὔκλειαν αἰσχῦναι θέλει
νώνυμος, ὦ παῖ παῖ,
1085ὡς καὶ σὺ πάγκλαυτον αἰ-
ῶνα κοινὸν εἵλου,
τὸ μὴ καλὸν καθοπλίσα-
σα δύο φέρειν ‹ἐν› ἑνὶ λόγῳ,
σοφά τ᾽ ἀρίστα τε παῖς κεκλῆσθαι.

ζῴης μοι καθύπερθεν [ἀντ. β] 1090
χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν ὅσον
νῦν ὑπόχειρ ναίεις·
ἐπεί σ᾽ ἐφηύρηκα μοί-
ρᾳ μὲν οὐκ ἐν ἐσθλᾷ
1095βεβῶσαν, ἃ δὲ μέγιστ᾽ ἔβλα-
στε νόμιμα, τῶνδε φερομέναν
ἄριστα τᾷ Ζηνὸς εὐσεβείᾳ.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Γιατί, αφού βλέπομε
τα πιο νοητά πετεινά τ᾽ ουρανού
να γεροκομούνε με τόση
1060στοργή τους γονιούς των,
που τα ᾽χουν γεννήσει και μ᾽ όση
μπορούσαν φροντίδ᾽ αναθρέψει,
γιατί να μην κάνομε το ίδιο και μεις;
Μα όχι, μά τ᾽ αστροπελέκια του Δία
και μά την ουράνια τη Θέμη,
πολύ δε θ᾽ αργήσει η ποινή των ακόμα.
Ω ανθρώπινη Φήμη, που φτάνεις
βαθιά κι ως τους τάφους,
κράξε φωνή θλιβερή στους Ατρείδες
κάτω απ᾽ τη γη, να τους φέρνεις
τις αγέλαστες τούτες ντροπές:

Πως βόσκει που βόσκει η αρρώστια
1070στα σπίτια των μέσα
και των δυο των παιδιών
δε συμβιβάζεται πια με καμιά
φιλική συνεννόηση η διχόνοια,
μα προδομένη, μονάχη παλεύει
στα κύματα μέσα η Ηλέκτρα
κι όλο θρηνεί το γονιό της η δόλια
σαν τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα,
κι αψηφώντας το θάνατο, είν᾽ έτοιμη
και να κλείσει για πάντα τα μάτια της
1080φτάνει μια τη διπλή να συντρίψει Ερινύα·
ποιά άλλη θα ᾽βγαινε τόσο γενναία ποτέ;

Κανένας δε θέλει ευγενής
μ᾽ ανάξια ζωή να ντροπιάσει
άδοξα τ᾽ όνομά του, ω κόρη, κόρη.
Όπως και συ, που προτίμησες
τον κλήρο των παντοτινών των θρήνων
κι οπλίστηκες ενάντια στο κακό
για να κερδίσεις έπαινο διπλό
και για το νου και για την αρετή σου.

1090Ω άμποτε να μου ζεις
απ᾽ τους εχθρούς σου από πάνω
τόσο πιο δυνατή και πιο πλούσια,
όσο τους είσαι υποχείρια τώρα·
γιατί σε γνώρισα να ζεις
μέσα την πιο άθλια τη ζωή
κι όμως στους νόμους που είναι από τη φύση
οι πιο άγιοι απ᾽ όλους, έχεις τ᾽ αριστεία
μ᾽ αυτή σου την ευσέβεια στο Δία.