Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.26.1-3.28.3)
[3.26.1] Ἔκφρων ἐπὶ τούτοις ὁ Δάφνις γίνεται καὶ ἐδάκρυσε καθήμενος, ἀποθανεῖσθαι μηκέτι νεμούσης Χλόης λέγων· καὶ οὐκ αὐτὸς μόνος, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα μετὰ τοιοῦτον ποιμένα. Εἶτα ἀνενεγκὼν ἐθάρρει καὶ πείσειν ἐνενόει τὸν πατέρα καὶ ἕνα τῶν μνωμένων αὑτὸν ἠρίθμει καὶ πολὺ κρατήσειν ἤλπιζε τῶν ἄλλων. [3.26.2] Ἓν αὐτὸν ἐτάραττεν· οὐκ ἦν Λάμων πλούσιος· τοῦτο αὐτοῦ τὴν ἐλπίδα μόνον λεπτὴν εἰργάζετο· ὅμως δὲ ἐδόκει μνᾶσθαι, καὶ τῇ Χλόῃ συνεδόκει. Τῷ Λάμωνι μὲν οὖν οὐδὲν ἐτόλμησεν εἰπεῖν, τῇ Μυρτάλῃ δὲ θαρρήσας καὶ τὸν ἔρωτα ἐμήνυσε καὶ περὶ τοῦ γάμου λόγους προσήνεγκεν· ἡ δὲ τῷ Λάμωνι νύκτωρ ἐκοινώσατο. [3.26.3] Σκληρῶς δὲ ἐκείνου τὴν ἔντευξιν ἐνεγκόντος καὶ λοιδορήσαντος εἰ παιδὶ θυγάτριον ποιμένων προξενεῖ μεγάλην ἐν τοῖς γνωρίσμασιν ἐπαγγελλομένῳ τύχην, ὃς αὐτούς, εὑρὼν τοὺς οἰκείους, καὶ ἐλευθέρους θήσει καὶ δεσπότας ἀγρῶν μειζόνων, ἡ Μυρτάλη διὰ τὸν ἔρωτα φοβουμένη μὴ τελέως ἀπελπίσας ὁ Δάφνις τὸν γάμον τολμήσῃ τι θανατῶδες, ἄλλας αὐτῷ τῆς ἀντιρρήσεως αἰτίας ἀπήγγελλε. [3.26.4] «Πένητές ἐσμεν, ὦ παῖ, καὶ δεόμεθα νύμφης φερούσης τι μᾶλλον· οἱ δὲ πλούσιοι καὶ πλουσίων νυμφίων δεόμενοι. Ἴθι δή, πεῖσον Χλόην, ἡ δὲ τὸν πατέρα, μηδὲν αἰτεῖν μέγα καὶ ‹δοῦναι› γαμεῖν· πάντως δέ που κἀκείνη φιλεῖ σε καὶ βούλεται συγκαθεύδειν πένητι καλῷ μᾶλλον ἢ πιθήκῳ πλουσίῳ.» |
[3.26.1] Ο Δάφνης έγινε έξω φρενών όταν τ᾽ άκουσε, κάθισε κι έκλαψε λέγοντας ότι θα πεθάνει αν η Χλόη πάψει να βόσκει — κι όχι μονάχα αυτός ο ίδιος, αλλά και τα πρόβατα που θα χάσουν τέτοια βοσκοπούλα. Κατόπι ωστόσο ξαναπήρε θάρρος. Θα δοκίμαζε να πείσει τον πατέρα της, θα ᾽ταν κι εκείνος ένας από τους υποψηφίους και μάλιστα μ᾽ ελπίδες να ξεπεράσει πολύ τους άλλους. [3.26.2] Ένα πράμα τον σκότιζε: ότι ο Λάμων δεν ήταν πλούσιος· ήταν το μόνο που περιόριζε την αισιοδοξία του. Μολοτούτο αποφάσισε να κάνει την πρότασή του, κι η Χλόη συμφώνησε. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να πει τίποτα, στη Μυρτάλη όμως ξεθαρρεύτηκε να μιλήσει για τον έρωτά του και να κάνει λόγο για γάμο. Τούτη πάλι το ᾽πε τη νύχτα στο Λάμωνα, [3.26.3] που τ᾽ άκουσε με δυσαρέσκεια και την αποπήρε, ότι προξενεύει κόρη βοσκών στο παιδί τους, ενώ τα φασκιά του υπόσχονταν μεγάλο ριζικό και αν έβρισκε την αληθινή του οικογένεια, κι ελεύθερους θα τους έκανε και νοικοκύρηδες σε πιο μεγάλα κτήματα. Η Μυρτάλη ωστόσο φοβήθηκε μήπως ο Δάφνης, ερωτευμένος καθώς ήταν, δοκίμαζε να σκοτωθεί αν απελπιζόταν ολότελα για το γάμο. Γι᾽ αυτό το λόγο του ᾽δωσε άλλη εξήγηση για τις αντιρρήσεις του Λάμωνος: [3.26.4] «Είμαστε φτωχοί, παιδί μου, και χρειαζόμαστε νύφη με κάποια προίκα. Εκείνοι όμως είναι πλούσιοι και θέλουν πλούσιους γαμπρούς. Σύρε λοιπόν να πείσεις τη Χλόη, κι εκείνη τον πατέρα της, να μην έχει μεγάλες απαιτήσεις και να σας παντρέψει. Πάντως σ᾽ αγαπάει κι αυτή και προτιμάει να κοιμάται με άντρα φτωχό, αλλά ωραίο, παρά μ᾽ έναν πλούσιο πίθηκο». |