Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.20.1-3.22.4)
[3.20.1] Ἡ μὲν οὖν Λυκαίνιον τοσαῦτα ὑποθεμένη κατ᾽ ἄλλο μέρος τῆς ὕλης ἀπῆλθεν, ὡς ἔτι ζητοῦσα τὸν χῆνα· ὁ δὲ Δάφνις εἰς λογισμὸν ἄγων τὰ εἰρημένα, τῆς μὲν προτέρας ὁρμῆς ἀπήλλακτο, διοχλεῖν δὲ τῇ Χλόῃ περιττότερον ὤκνει φιλήματος καὶ περιβολῆς, μήτε βοῆσαι θέλων αὐτὴν ὡς πρὸς πολέμιον, μήτε δακρῦσαι ὡς ἀλγοῦσαν, μήτε αἱμαχθῆναι καθάπερ πεφονευμένην· [3.20.2] ἀρτιμαθὴς γὰρ ὢν ἐδεδοίκει τὸ αἷμα καὶ ἐνόμιζεν ὅτι ἄρα ἐκ μόνου τραύματος αἷμα γίνεται. Γνοὺς δὲ τὰ συνήθη τέρπεσθαι μετ᾽ αὐτῆς, ἐξέβη τῆς ὕλης· καὶ ἐλθὼν ἵνα ἐκάθητο στεφανίσκον ἴων πλέκουσα, τόν τε χῆνα τῶν τοῦ ἀετοῦ ὀνύχων ἐψεύσατο ἐξαρπάσαι καὶ περιφὺς ἐφίλησεν, οἷον ἐν τῇ τέρψει Λυκαίνιον· τοῦτο γὰρ ἐξῆν ὡς ἀκίνδυνον· [3.20.3] ἡ δὲ τὸν στέφανον ἐφήρμοσεν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ καὶ τὴν κόμην ἐφίλησεν ὡς τῶν ἴων κρείττονα. Καὶ τῆς πήρας προκομίσασα παλάθης μοῖραν καὶ ἄρτους τινὰς ἔδωκε φαγεῖν καὶ ἐσθίοντος ἀπὸ τοῦ στόματος ἥρπαζε καὶ οὕτως ἤσθιεν ὥσπερ νεοττὸς ὄρνιθος. |
[3.20.1] Μ᾽ αυτές τις παραγγελίες τον άφησε η Λυκαίνιον και τράβηξε γι᾽ άλλη μεριά του δάσους, τάχα πως έψαχνε ακόμα τη χήνα. Τα λόγια της έριξαν τον Δάφνη σε συλλογή κι εξαφάνισαν την πρωτινή του βιασύνη. Φοβόταν να πιέσει τη Χλόη να του δώσει τίποτα παραπάνω από φιλί κι αγκάλιασμα, μη θέλοντας να την κάνει μήτε να ξεφωνίσει σα να ᾽χε μπροστά της εχθρό, μήτε να δακρύσει από πόνο, μήτε να ματώσει σα σκοτωμένη — [3.20.2] επειδή, ανίδεος καθώς ήταν, τον τρόμαζαν τα αίματα και νόμιζε πως μόνο από πληγή ματώνει κανένας. Αποφασισμένος λοιπόν να περιοριστεί στις συνηθισμένες χαρές μαζί της βγήκε από το δάσος και τη βρήκε καθισμένη, να πλέκει ένα στεφάνι από μενεξέδες. Της είπε ψέματα, πως είχε γλιτώσει τη χήνα από τα νύχια του αϊτού, την αγκάλιασε και τη φίλησε όπως είχε φιλήσει πρωτύτερα, πάνω στην απόλαυση, τη Λυκαίνιον — επειδή τούτο ήταν ακίνδυνο κι επιτρεπόταν. [3.20.3] Εκείνη του φόρεσε το στεφάνι στο κεφάλι και του φίλησε τα μαλλιά, που τα ᾽βρισκε πιο όμορφα από τους μενεξέδες. Κατόπι του ᾽φερε από το ταγάρι μια μερίδα ξερά σύκα και ψωμί και του ᾽δωσε να φάει· και καθώς έτρωγε του άρπαζε μπουκιές από το στόμα, τρώγοντας έτσι η ίδια σαν πουλάκι. |