Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.17.1-3.19.3)
[3.17.1] Οὐδὲν οὖν τῶν μελλόντων ὑποπτεύσας ὁ Δάφνις εὐθὺς ἐγείρεται καὶ ἀράμενος τὴν καλαύροπα κατόπιν ἠκολούθει τῇ Λυκαινίῳ· ἡ δὲ ἡγεῖτο ὡς μακροτάτω τῆς Χλόης. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὸ πυκνότατον ἐγένοντο, πηγῆς πλησίον καθίσαι κελεύσασα αὐτόν «ἐρᾷς» εἶπε «Δάφνι, Χλόης, καὶ τοῦτο ἔμαθον ἐγὼ νύκτωρ παρὰ τῶν Νυμφῶν. [3.17.2] Δι᾽ ὀνείρατος ἐμοὶ καὶ τὰ χθιζά σου διηγήσαντο δάκρυα καὶ ἐκέλευσάν σε σῶσαι διδαξαμένην τὰ ἔρωτος ἔργα. Τὰ δέ ἐστιν οὐ φίλημα καὶ περιβολὴ καὶ οἷα δρῶσι κριοὶ καὶ τράγοι· ἄλλα ταῦτα πηδήματα καὶ τῶν ἐκεῖ γλυκύτερα· πρόσεστι γὰρ αὐτοῖς χρόνος μακροτέρας ἡδονῆς. [3.17.3] Εἰ δή σοι φίλον ἀπηλλάχθαι κακῶν καὶ ἐν πείρᾳ γενέσθαι ζητουμένων τερπνῶν, ἴθι, παραδίδου μοι τερπνὸν σαυτὸν μαθητήν· ἐγὼ δὲ χαριζομένη ταῖς Νύμφαις ἐκεῖνα διδάξω.» |
[3.17.1] Δίχως την παραμικρή υποψία γι᾽ αυτά που ήταν να γίνουν, ο Δάφνης σηκώθηκε, πήρε τη γκλίτσα του και ακολούθησε τη Λυκαίνιον. Τούτη πήγαινε μπροστά, οδηγώντας τον όσο πιο μακριά μπορούσε από τη Χλόη. Σαν έφτασαν στο πυκνότερο μέρος του δάσους τον έβαλε να καθίσει κοντά σε μια πηγή και του είπε: «Δάφνη, αγαπάς τη Χλόη. Το ξέρω απ᾽ τις Νύμφες, [3.17.2] που μου παρουσιάστηκαν τη νύχτα στ᾽ όνειρό μου και μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα· αυτές με πρόσταξαν να σε σώσω, εξηγώντας σου πώς γίνεται ο έρωτας. Δεν είναι φιλιά κι αγκάλιασμα κι όσα κάνουν τα κριάρια κι οι τράγοι — είν᾽ ένα είδος πηδήματα πιο γλυκά από κείνα, γιατί η απόλαυσή τους βαστάει πιο πολλή ώρα. [3.17.3] Αν θέλεις λοιπόν να τελειώσουν τα βάσανά σου και να γνωρίσεις τις χαρές που αποζητάς, έλα —θα ᾽σαι καλόδεχτος μαθητής μου— και για το χατίρι των Νυμφών θα σε δασκαλέψω». |