Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.14.1-3.16.4)

[3.14.1] Ἤιτει δὴ τὴν Χλόην χαρίσασθαί οἱ πᾶν ὅσον βούλεται καὶ γυμνὴν γυμνῷ συγκατακλιθῆναι μακρότερον ἢ πρόσθεν εἰώθεσαν· τοῦτο γὰρ λείπειν τοῖς Φιλητᾶ παιδεύμασιν, ἵνα δὴ γένηται τὸ μόνον ἔρωτα παῦον φάρμακον. [3.14.2] Τῆς δὲ πυνθανομένης τί πλέον ἐστὶ φιλήματος καὶ περιβολῆς καὶ αὐτῆς κατακλίσεως καὶ τί ἔγνωκε δρᾶσαι γυμνὸς γυμνῇ συγκατακλινείς, «τοῦτο» εἶπεν «ὃ οἱ κριοὶ ποιοῦσι τὰς ὄϊς καὶ τράγοι τὰς αἶγας. [3.14.3] Ὁρᾷς ὡς μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον οὔτε ἐκεῖναι φεύγουσιν ἔτι αὐτοὺς οὔτε ἐκεῖνοι κάμνουσι διώκοντες, ἀλλ᾽ ὥσπερ κοινῆς λοιπὸν ἀπολαύσαντες ἡδονῆς συννέμονται; Γλυκύ τι, ὡς ἔοικεν, ἐστὶ τὸ ἔργον καὶ νικᾷ τὸ ἔρωτος πικρόν. [3.14.4] ― Εἶτα οὐχ ὁρᾷς, ὦ Δάφνι, τὰς αἶγας καὶ τοὺς τράγους καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ὄϊς ὡς ὀρθοὶ μὲν ἐκεῖνοι δρῶσιν, ὀρθαὶ δὲ ἐκεῖναι πάσχουσιν, οἱ μὲν πηδήσαντες, αἱ δὲ κατανωτισάμεναι; Σὺ δέ με ἀξιοῖς συγκατακλινῆναι καὶ ταῦτα γυμνήν; Καίτοιγε ἐκεῖναι πόσον ἐνδεδυμένης ἐμοῦ λασιώτεραι;» [3.14.5] Πείθεται Δάφνις καὶ συγκατακλινεὶς αὐτῇ πολὺν χρόνον ἔκειτο καὶ οὐδὲν ὧν ἕνεκα ὤργα ποιεῖν ἐπιστάμενος ἀνίστησιν αὐτὴν καὶ κατόπιν περιεφύετο μιμούμενος τοὺς τράγους. Πολὺ δὲ μᾶλλον ἀπορηθείς, καθίσας ἔκλαεν εἰ καὶ κριῶν ἀμαθέστερος εἰς τὰ ἔρωτος ἔργα.
[3.15.1] Ἦν δέ τις αὐτῷ γείτων, γεωργὸς γῆς ἰδίας, Χρῶμις τὸ ὄνομα, παρηβῶν ἤδη τὸ σῶμα. Τούτῳ γύναιον ἦν ἐπακτὸν ἐξ ἄστεος, νέον καὶ ὡραῖον καὶ ἀγροικίας ἁβρότερον· τούτῳ Λυκαίνιον ὄνομα ἦν. [3.15.2] Αὕτη ἡ Λυκαίνιον ὁρῶσα τὸν Δάφνιν καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν παρελαύνοντα τὰς αἶγας ἕωθεν εἰς νόμην, νύκτωρ ἐκ νομῆς, ἐπεθύμησεν ἐραστὴν κτήσασθαι δώροις δελεάσασα. [3.15.3] Καὶ δή ποτε λοχήσασα μόνον καὶ σύριγγα δῶρον ἔδωκε καὶ μέλι ἐν κηρίῳ καὶ πήραν ἐλάφου· εἰπεῖν δέ τι ὤκνει, τὸν Χλόης ἔρωτα καταμαντευομένη· πάντα γὰρ ἑώρα προσκείμενον αὐτὸν τῇ κόρῃ. [3.15.4] Πρότερον μὲν οὖν ἐκ νευμάτων καὶ γέλωτος συνεβάλλετο τοῦτο, τότε δὲ ἐξ ἑωθινοῦ σκηψαμένη πρὸς Χρῶμιν ὡς παρὰ τίκτουσαν ἄπεισι γείτονα, κατόπιν τε αὐτοῖς κατηκολούθησε καὶ εἴς τινα λόχμην ἐγκρύψασα ἑαυτήν, ὡς μὴ βλέποιτο, πάντα ἤκουσεν ὅσα εἶπον, πάντα εἶδεν ὅσα ἔπραξαν· οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν οὐδὲ κλαύσας ὁ Δάφνις. [3.15.5] Συναλγήσασα δὴ τοῖς ἀθλίοις καὶ καιρὸν ἥκειν νομίσασα διττόν, τὸν μὲν εἰς τὴν ἐκείνων σωτηρίαν, τὸν δὲ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἐπιθυμίαν, ἐπιτεχνᾶταί τι τοιόνδε.
[3.16.1] Τῆς ἐπιούσης ὡς παρὰ τὴν γυναῖκα [λαβὴν] τὴν τίκτουσαν ἀπιοῦσα φανερῶς ἐπὶ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ ἐκαθέζετο Δάφνις καὶ Χλόη, παραγίνεται καὶ ἀκριβῶς μιμησαμένη τὴν τεταραγμένην, [3.16.2] «σῶσόν με» εἶπε «Δάφνι, τὴν ἀθλίαν· ἐκ γάρ μοι τῶν χηνῶν τῶν εἴκοσιν ἕνα τὸν κάλλιστον ἀετὸς ἥρπασε, καὶ οἷα μέγα φορτίον ἀράμενος οὐκ ἠδυνήθη μετέωρος ἐπὶ τὴν συνήθη τὴν ὑψηλὴν κομίσαι ἐκείνην πέτραν, ἀλλ᾽ εἰς τήνδε τὴν ὕλην τὴν ταπεινὴν ἔχων κατέπεσε. [3.16.3] Σὺ τοίνυν, πρὸς τῶν Νυμφῶν καὶ τοῦ Πανὸς ἐκείνου, εἰσελθὼν εἰς τὴν ὕλην —μόνη γὰρ δέδοικα— σῶσόν μοι τὸν χῆνα, μηδὲ περιίδῃς ἀτελῆ μοι τὸν ἀριθμὸν γενόμενον. [3.16.4] Τάχα δὲ καὶ αὐτὸν τὸν ἀετὸν ἀποκτενεῖς καὶ οὐκέτι πολλοὺς ὑμῶν ἄρνας καὶ ἐρίφους ἁρπάσει. Τὴν δὲ ἀγέλην τέως φρουρήσει Χλόη· πάντως αὐτὴν ἴσασιν αἱ αἶγες ἀεί σοι συννέμουσαν.»

[3.14.1] Γύρευε λοιπόν από τη Χλόη να του δώσει όλα όσα ποθούσε, πλαγιάζοντας μαζί του πιο πολλήν ώρα απ᾽ ό,τι το συνήθιζαν πρωτύτερα, και να ᾽ναι κι οι δυο γυμνοί: τούτο μονάχα έλειπε, σύμφωνα με τα διδάγματα του Φιλητά, για να ᾽βρουν το μοναδικό φάρμακο που γιατρεύει τον ερωτικό καημό. [3.14.2] Εκείνη ρώτησε τί άλλο υπάρχει πέρα απ᾽ το φιλί, το αγκάλιασμα και το ίδιο το πλάγιασμα, και τί σκόπευε να κάνει όταν θα ξάπλωναν μαζί γυμνοί. «Το ίδιο» της αποκρίθηκε, «που κάνουν τα κριάρια στις προβατίνες κι οι τράγοι στις γίδες. [3.14.3] Έχεις προσέξει ότι ύστερα απ᾽ αυτό μήτε εκείνες κοιτάνε πια να τους ξεφύγουν, μήτε εκείνοι κουράζονται να τις κυνηγάνε; Λες και πρέπει να χαρούν την ίδια ηδονή, για να βοσκήσουνε κατόπι ήσυχα μαζί. Μοιάζει να ᾽ναι γλυκό αυτό το πράμα και να νικάει την πίκρα του έρωτα». [3.14.4] ―«Δεν βλέπεις ωστόσο, Δάφνη, ότι οι τράγοι και τα κριάρια όρθια μένουν όταν τις πηδάνε, κι οι γίδες κι οι προβατίνες όρθιες τους δέχονται στη ράχη τους; Ενώ εσύ έχεις την αξίωση να πλαγιάσω μαζί σου — και μάλιστα γυμνή. Κι όμως αυτές είναι τόσο πιο τριχωτές από μένα, ακόμα και με τα ρούχα μου». [3.14.5] Ο Δάφνης δεν επέμεινε, και πλάγιασε μαζί της όπως ήταν· αλλά μόλο που έμεινε πολλή ώρα πλαγιασμένος τίποτα δεν ήξερε να κάνει απ᾽ όσα ποθούσε. Έπειτα τη σήκωσε και την αγκάλιασε από πίσω, κάνοντας όπως οι τράγοι, αλλά βρέθηκε σ᾽ ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. Κάθισε λοιπόν κι έβαλε τα κλάματα, γιατί ήταν πιο αμάθητος κι από κριάρια στις δουλειές του έρωτα.
[3.15.1] Ο Δάφνης είχε ένα γείτονα ζευγά, που δούλευε δική του γη και λεγόταν Χρώμης. Περασμένος κιόλας στα χρόνια, είχε γυναίκα νέα κι όμορφη, φερμένη από την πόλη και πιο καλομαθημένη από τις χωριάτισσες, που την έλεγαν Λυκαίνιον. [3.15.2] Τούτη η Λυκαίνιον, βλέποντας τον Δάφνη να περνάει κάθε μέρα με τις γίδες του —τα ξημερώματα για τη βοσκή, το βράδυ γυρνώντας από τη βοσκή— έβαλε στο νου της να τον καταφέρει, με δώρα, να γίνει αγαπητικός της. [3.15.3] Μια φορά λοιπόν τον ξεμονάχιασε και του χάρισε μια φλογέρα, μια κερήθρα μέλι και ταγάρι από ελαφοπροβιά. Δίστασε μολοτούτο να του μιλήσει, βλέποντας πόσο ήταν αφοσιωμένος στη Χλόη και μαντεύοντας τον έρωτά του. [3.15.4] Στην αρχή το κατάλαβε από τα γνεψίματα και τα γέλια τους· κατόπι, ένα ξημέρωμα, προφασίστηκε στον Χρώμη πως τάχα πήγαινε να δει μια γειτόνισσα που γεννούσε, και τους πήρε από πίσω. Κρυμμένη σε μια λόχμη για να μην τη βλέπουν, άκουσε όλες τους τις κουβέντες κι είδε όλα τους τα καμώματα — μήτε και της ξέφυγαν τα κλάματα του Δάφνη. [3.15.5] Συμπόνεσε λοιπόν τους άμοιρους κι είδε πως της δινόταν ταυτόχρονα η ευκαιρία κι εκείνους να βοηθήσει, και τη δική της επιθυμία να ικανοποιήσει. Για τούτο σοφίστηκε το ακόλουθο τέχνασμα:
[3.16.1] Την άλλη μέρα προσποιήθηκε ξανά πως πήγαινε να δει την ετοιμόγεννη γυναίκα, ήρθε στη βελανιδιά όπου κάθονταν ο Δάφνης κι η Χλόη και, παρασταίνοντας με τέχνη την πολύ στενοχωρημένη, [3.16.2] «Δάφνη», είπε, «σώσε με την κακομοίρα! Ένας αϊτός μού άρπαξε την ωραιότερη από τις είκοσι χήνες μου, αλλά του ήρθε πολύ βαριά για να πετάξει μαζί της ως εκείνον εκεί τον ψηλό βράχο όπου φωλιάζει, κι έπεσαν σ᾽ αυτό το χαμηλό δάσος. [3.16.3] Σ᾽ εξορκίζω λοιπόν στις Νύμφες και σε τούτον δω τον Πάνα να μπεις στο δάσος —γιατί μόνη μου φοβάμαι— και να μου σώσεις τη χήνα, να μη μείνω με παράταιρο κοπάδι. [3.16.4] Άλλωστε μπορεί να σκοτώσεις τον ίδιο τον αϊτό, και να πάψει να σας αρπάζει του κόσμου τ᾽ αρνιά και τα γίδια. Στο μεταξύ θα φυλάξει το κοπάδι σου η Χλόη. Οι γίδες την ξέρουν καλά, μιας και πάντα βόσκετε μαζί».