Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.8.1-3.10.4)
[3.8.1] Τυχὼν δὲ ὁ Δάφνις παρ᾽ ἐλπίδας καὶ φιλήματος καὶ Χλόης τοῦ τε πυρὸς ἐκαθέσθη πλησίον καὶ ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους, καὶ διηγεῖτο πῶς ἀσχάλλων πρὸς τὴν οἰκουρίαν ὥρμησε πρὸς ἄγραν, καὶ ὅπως τὰ μὲν βρόχοις αὐτῶν τὰ δὲ ἰξῷ λάβοι τῶν μύρτων καὶ τοῦ κιττοῦ γλιχόμενα. [3.8.2] Οἱ δὲ ἐπῄνουν τὸ ἐνεργὸν καὶ ἐκέλευον ἐσθίειν ὧν ὁ κύων κατέλιπεν, ἐκέλευον δὲ καὶ τῇ Χλόῃ πιεῖν ἐγχέαι. Καὶ ἣ χαίρουσα τοῖς τε ἄλλοις ὤρεξε καὶ Δάφνιδι μετὰ τοὺς ἄλλους· ἐσκήπτετο γὰρ ὀργίζεσθαι, διότι ἐλθὼν ἔμελλεν ἀποτρέχειν οὐκ ἰδών· ὅμως μέντοι πρὶν προσενεγκεῖν ἀπέπιεν, εἶθ᾽ οὕτως ἔδωκεν. Ὁ δέ, καίτοι διψῶν, βραδέως ἔπινε, παρέχων ἑαυτῷ διὰ τῆς βραδυτῆτος μακροτέραν ἡδονήν. |
[3.8.1] Έτσι του ᾽λαχαν του Δάφνη, ανέλπιστα, κι η Χλόη και φιλί. Κάθισε λοιπόν δίπλα στη φωτιά κι έβαλε πάνω στο τραπέζι τα φασοπερίστερα και τα κοτσύφια που κουβάλαγε στους ώμους. Τους διηγήθηκε το πώς βαρέθηκε το καθισιό στο σπίτι, πώς βγήκε για κυνήγι και πώς έπιασε, άλλα με βρόχια κι άλλα με ξόβεργες, πουλιά που λιμπίζονταν τις μυρτιές και τον κισσό. [3.8.2] Οι άλλοι τον παίνεψαν για την προκοπή του και του είπαν να φάει ό,τι είχε αφήσει ο σκύλος, παραγγέλνοντας και στη Χλόη να τον κεράσει να πιει. Αυτή, χαρούμενη, έδωσε σ᾽ όλους κρασί κι άφησε τον Δάφνη τελευταίο — κάνοντας τάχα τη θυμωμένη μαζί του επειδή, ενώ είχε φτάσει ως εκεί, ετοιμαζόταν να φύγει βιαστικά χωρίς να την έχει δει. Ωστόσο πριν τον κεράσει ήπιε λίγο από την κούπα, κι ύστερα του την έδωσε. Εκείνος πάλι, μ᾽ όλη του τη δίψα, ήπιε σιγά-σιγά για να κρατήσει πιο πολλή ώρα η απόλαυση. |