Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.5.1-3.7.3)
[3.5.1] Πρὸ τῆς αὐλῆς τοῦ Δρύαντος, ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ αὐλῇ, μυρρίναι μεγάλαι δύο καὶ κιττὸς ἐπεφύκει· αἱ μυρρίναι πλησίον ἀλλήλων, ὁ κιττὸς ἀμφοτέρων μέσος, ὥστε ἐφ᾽ ἑκατέραν διαθεὶς τοὺς ἀκρεμόνας ὡς ἄμπελος ἄντρου σχῆμα διὰ τῶν φύλλων ἐπαλλαττόντων ἐποίει· καὶ ὁ κόρυμβος πολὺς καὶ μέγας ὅσος βότρυς κλημάτων ἐξεκρέματο. [3.5.2] Ἦν οὖν πολὺ πλῆθος περὶ αὐτὸν τῶν χειμερινῶν ὀρνίθων ἀπορίᾳ τῆς ἔξω τροφῆς· πολὺς μὲν κόψιχος, πολλὴ δὲ κίχλη, καὶ φάτται καὶ ψᾶρες καὶ ὅσον ἄλλο κιττοφάγον πτερόν. [3.5.3] Τούτων τῶν ὀρνίθων ἐπὶ προφάσει θήρας ἐξώρμησεν ὁ Δάφνις, ἐμπλήσας μὲν τὴν πήραν ὀψημάτων μεμελιτωμένων, κομίζων δὲ ἐς πίστιν ἰξὸν καὶ βρόχους. [3.5.4] Τὸ μὲν οὖν μεταξὺ σταδίων ἦν οὐ πλέον δέκα· οὔπω δὲ ἡ χιὼν λελυμένη πολὺν αὐτῷ κάματον παρέσχεν· ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμα καὶ πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ Σκυθικὴ χιών. |
[3.5.1] Έξω απ᾽ την αυλή του Δρύα, πολύ κοντά της, φύτρωναν δυο μεγάλες μυρτιές κι ένας κισσός. Οι μυρτιές ήταν πλάι-πλάι· ο κισσός, ανάμεσά τους, άπλωνε και στις δυο τα κλωνάρια του σαν κληματαριά, πλέκοντας τα φύλλα του έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα είδος σπηλιάς όπου κρέμονταν άφθονα τα τσαμπιά του, μεγάλα σα σταφύλια. [3.5.2] Εκεί γύρω μαζεύονταν του κόσμου τα χειμωνιάτικα πουλιά, που έξω δεν έβρισκαν τροφή: πολλά κοτσύφια και τσίχλες, φασοπερίστερα και μαυροπούλια, κι όσα άλλα πουλιά τρώνε τον κισσό. [3.5.3] Καμώθηκε λοιπόν ο Δάφνης πως έβγαινε να κυνηγήσει τούτα τα πουλιά, γέμισε το ταγάρι του με γλυκά και ξεκίνησε, παίρνοντας μαζί του κόλλα και βρόχια για να γίνει πιστευτός. [3.5.4] Μόλο που η απόσταση δεν ήταν πάνω από δύο χιλιόμετρα, τον κούρασε πολύ το χιόνι, που δεν είχε ακόμα λιώσει· ωστόσο τίποτα δεν είν᾽ αδιάβατο για τον έρωτα — μήτε φωτιά, μήτε νερό, μήτε τα χιόνια του βοριά. |