ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’ 
Να μου φαίνεται εμένα τάχα, ή ακούω 
κάποιο θρήνο να βγαίνει απ᾽ το παλάτι; 
αλήθεια, ή όχι; 
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’ 
Και βέβαια ακούεται καθαρά από μέσα 
κάποιος να σκούζει· κάτι νέο θα τρέχει. 
ΧΟΡ. Και νά, γιά ιδές, 
έρχεται κατά μας με σκοτεινή όψη 
κι αλλοπαρμένη αυτή η γριά, σα να ᾽χει 
870κακιά είδηση να φέρει. ΒΑΓ. Ω παιδιά μου, 
σε τέτοια ηταν λοιπόν κακά μεγάλα 
να κάμει αρχή το δώρο το σταλμένο 
στον Ηρακλή. ΧΟΡ. Γερόντισσα, τί νέο 
λες έχει γίνει; ΒΑΓ. Η Δηιάνειρα έχει πάρει 
τον πιο στερνόν απ᾽ όλους δρόμο, δίχως 
να κουνήσει ποδάρι. ΧΟΡ. Δε λες βέβαια 
πως πέθανε; ΒΑΓ. Άκουσες που σ᾽ το ᾽πα. ΧΟΡ. Αλήθεια, 
μα έχει πεθάνει η δύστυχη; ΒΑΓ. Σου το ᾽πα 
και δεύτερη φορά ξανάκουσέ το. 
ΧΟΡ. Ω συφορά της, ω χαμός, 
μα πώς λες πέθανε, μα πώς; 
ΒΑΓ. Όπως χειρότερα κανείς 
μπορεί να φανταστεί. 
ΧΟΡ. Γυναίκα, μα ποιός θάνατος 
880λοιπόν την έχει βρει; 
ΒΑΓ. Μόνη της έχει σκοτωθεί. 
ΧΟΡ. Ποιά της ψυχής παραφορά, 
ποιά βλάβη νου πήρε και αυτήν 
μ᾽ όπλου καταραμένου αιχμή; 
πώς τον μελέτησε 
θάνατο πάνω σε θάνατο 
να βγάλει μόνη της πέρα; 
ΒΑΓ. Με κόψη ολέθριου σύνεργου. 
ΧΟΡ. Κι εμπρός σου ειδες, κακόμοιρη, 
την τέτοια αποκοτιά; 
ΒΑΓ. Την είδα, ναι· παράστεκα κοντά της. 
890ΧΟΡ. Μα ποιός; μα πώς; λέγε λοιπόν. 
ΒΑΓ. Με τα ίδια της τα χέρια το ᾽χει κάμει. 
ΧΟΡ. Τί λες; ΒΑΓ. Τη μόνη αλήθεια. 
ΧΟΡ. Γέννησε, γέννησε 
μεγάλη η νιόφερτη νύφη 
σ᾽ αυτά τα σπίτια συφορά. 
  |