Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (821-861)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΧΟ. ἴδ᾽ οἷον, ὦ παῖδες, προσέμειξεν ἄφαρ [στρ. α]
τοὔπος τὸ θεοπρόπον ἡμῖν
τᾶς παλαιφάτου προνοίας,
ὅ τ᾽ ἔλακεν, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι
825δωδέκατος ἄροτος, ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων
τῷ Διὸς αὐτόπαιδι· καὶ τάδ᾽ ὀρθῶς
ἔμπεδα κατουρίζει.
πῶς γὰρ ἂν ὁ μὴ λεύσσων
ἔτι ποτ᾽ ἔτ᾽ ἐπίπονον
830ἔχοι θανὼν λατρείαν;

εἰ γάρ σφε Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ [ἀντ. β]
χρίει δολοποιὸς ἀνάγκα
πλευρὰ προστακέντος ἰοῦ,
ὃν τέκετο θάνατος, ἔτρεφε δ᾽ αἰόλος δράκων,
835πῶς ὅδ᾽ ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ τανῦν ἴδοι,
δεινοτάτῳ μὲν ὕδρας προστετακὼς
νήματι; μελαγχαίτα τ᾽
ἄμμιγά νιν αἰκίζει
φόνια δολιόμυ-
840θα κέντρ᾽ ἐπιζέσαντα.

ὧν ἅδ᾽ ἁ τλάμων ἄοκνος [στρ. α]
μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν νέων
ἀισσόντων γάμων τὰ μὲν αὐτὰ
προσέβαλεν, τὰ δ᾽ ἀπ᾽ ἀλλόθρου
845γνώμας μολόντ᾽ ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς
ἦ που ὀλοὰ στένει,
ἦ που ἀδινῶν χλωρὰν
τέγγει δακρύων ἄχναν.
ἁ δ᾽ ἐρχομένα μοῖρα προ-
850φαίνει δολίαν καὶ μεγάλαν ἄταν.

ἔρρωγεν παγὰ δακρύων, [ἀντ. β]
κέχυται νόσος, ὦ πόποι, οἷον ἀναρσίων
‹ὕπ᾽› οὔπω ‹. . . . . .› ἀγακλειτὸν
855ἐπέμολεν πάθος οἰκτίσαι.
ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός,
ἃ τότε θοὰν νύμφαν
ἄγαγες ἀπ᾽ αἰπεινᾶς
τάνδ᾽ Οἰχαλίας αἰχμᾷ·
860ἁ δ᾽ ἀμφίπολος Κύπρις ἄ-
ναυδος φανερὰ τῶνδ᾽ ἐφάνη πράκτωρ.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Δείτε, παιδιά, πώς μεμιάς
βγήκε μπροστά μας σωστός
της προφητείας της παλιάς
ο θεόσταλτος λόγος,
που πρόλεγε πως όταν θα ᾽κλεινε
τέλεια μ᾽ όλους τους μήνες του
ο δωδέκατος χρόνος,
τότε θα κάμουνε στάση τα βάσανα
τ᾽ ακριβού γιου τού Δία·
και νά που τώρ᾽ όλα αυτά
τραβούνε πρίμα στο τέρμα.
Γιατί, πώς ένας που κλείσει τα μάτια στο φως
και πεθαμένος ακόμα θενά ᾽χε
830βαριούς μόχτους και λάτρες;

Γιατ᾽ αν ο αξεφεύγατος
ο δόλος του Κένταυρου
με θανάσιμο σύγνεφο
τα πλευρά τού τυλίγει,
μια και κόλλησε απάνω του
το φαρμάκι που γέννησε ο θάνατος
κι ο μυριόστριφτος έθρεψε ο δράκοντας,
πώς αυτός θα μπορούσε άλλον ήλιο να δει,
κολλημένο όπως έχει
φριχτότατο πάνω του τέρας, την Ύδρα,
και τον δουλεύουνε σύγκαιρα
του μαυροχαίτη τού Νέσσου
τα ορμηνεμένα με δόλο κεντριά
840που φονικά αναβράζουν;

Μα η ταλαίπωρη αυτή
το μεγάλο τον κίντυνο βλέποντας
που χυμούσε στα σπίτια της δίχως ν᾽ αργεί
με τους νέους τούς γάμους,
απ᾽ όλα εκείνα τίποτα
δεν έβαλε στο νου της·
και τώρα τη βαριά της συφορά
που ήρθε από ξένες συμβουλές
κι από καταραμένες συντυχιές,
τη θρηνεί, βέβαια, θλιβερά
και χύνει, βέβαια, αστείρευτα
δάκρυα πικρά ποτάμι.
850Μα έρχεται η μοίρα βγάζοντας στο φως
τη συφορά τη δολερή και μαύρη.

Ξέσπασεν η πηγή
των δακρύων· τον πόντισε, αλίμονο,
κακό τέτοιο, που ως τώρα από εχθρούς του ποτέ
ένα πάθος παρόμοιο
στον κοσμοξάκουστο ήρωα
δεν ήρθε, να του κλάψεις.
Ω μαύρο σίδερο του κονταριού
του πολεμόχαρου, πόσο γοργά
την πήρες και την έστελνες εδώ
τη νύφη αυτή από τα ψηλά
της Οιχαλίας πυργώματα
αιχμάλωτη πολέμου.
860Κι η Κύπρη, που παράστεκε χωρίς μιλιά
φάνηκε φανερή σ᾽ αυτά η αιτία.