Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (896-946)


ΤΡ. ἄγαν γε· μᾶλλον δ᾽ εἰ παροῦσα πλησία
ἔλευσσες οἷ᾽ ἔδρασε, κάρτ᾽ ἂν ᾤκτισας.
ΧΟ. καὶ ταῦτ᾽ ἔτλη τις χεὶρ γυναικεία κτίσαι;
ΤΡ. δεινῶς γε· πεύσῃ δ᾽, ὥστε μαρτυρεῖν ἐμοί.
900ἐπεὶ παρῆλθε δωμάτων εἴσω μόνη,
καὶ παῖδ᾽ ἐν αὐλαῖς εἶδε κοῖλα δέμνια
στορνύνθ᾽, ὅπως ἄψορρον ἀντῴη πατρί,
κρύψασ᾽ ἑαυτὴν ἔνθα μή τις εἰσίδοι,
βρυχᾶτο μὲν βωμοῖσι προσπίπτουσ᾽ ὅτι
905γένοιτ᾽ ἐρήμη, κλαῖε δ᾽ ὀργάνων ὅτου
ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο δειλαία πάρος·
ἄλλῃ δὲ κἄλλῃ δωμάτων στρωφωμένη,
εἴ του φίλων βλέψειεν οἰκετῶν δέμας,
ἔκλαιεν ἡ δύστηνος εἰσορωμένη,
910αὐτὴ τὸν αὑτῆς δαίμον᾽ ἀγκαλουμένη
καὶ τὰς ἄπαιδας ἐς τὸ λοιπὸν οἰκίας.
ἐπεὶ δὲ τῶνδ᾽ ἔληξεν, ἐξαίφνης σφ᾽ ὁρῶ
τὸν Ἡράκλειον θάλαμον εἰσορμωμένην.
κἀγὼ λαθραῖον ὄμμ᾽ ἐπεσκιασμένη
915φρούρουν· ὁρῶ δὲ τὴν γυναῖκα δεμνίοις
τοῖς Ἡρακλείοις στρωτὰ βάλλουσαν φάρη.
ὅπως δ᾽ ἐτέλεσε τοῦτ᾽, ἐπενθοροῦσ᾽ ἄνω
καθέζετ᾽ ἐν μέσοισιν εὐνατηρίοις,
καὶ δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα
920ἔλεξεν, ὦ λέχη τε καὶ νυμφεῖ᾽ ἐμά,
τὸ λοιπὸν ἤδη χαίρεθ᾽, ὡς ἔμ᾽ οὔποτε
δέξεσθ᾽ ἔτ᾽ ἐν κοίτῃσι ταῖσδ᾽ εὐνάτριαν.
τοσαῦτα φωνήσασα συντόνῳ χερὶ
λύει τὸν αὑτῆς πέπλον, ᾗ χρυσήλατος
925προύκειτο μαστῶν περονίς, ἐκ δ᾽ ἐλώπισεν
πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ᾽ εὐώνυμον.
κἀγὼ δρομαία βᾶσ᾽, ὅσονπερ ἔσθενον,
τῷ παιδὶ φράζω τῆς τεχνωμένης τάδε.
κἀν ᾧ τὸ κεῖσε δεῦρό τ᾽ ἐξορμώμεθα,
930ὁρῶμεν αὐτὴν ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ
πλευρὰν ὑφ᾽ ἧπαρ καὶ φρένας πεπληγμένην.
ἰδὼν δ᾽ ὁ παῖς ᾤμωξεν· ἔγνω γὰρ τάλας
τοὔργον κατ᾽ ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε,
ὄψ᾽ ἐκδιδαχθεὶς τῶν κατ᾽ οἶκον οὕνεκα
935ἄκουσα πρὸς τοῦ θηρὸς ἔρξειεν τάδε.
κἀνταῦθ᾽ ὁ παῖς δύστηνος οὔτ᾽ ὀδυρμάτων
ἐλείπετ᾽ οὐδέν, ἀμφί νιν γοώμενος,
οὔτ᾽ ἀμφιπίπτων στόμασιν, ἀλλὰ πλευρόθεν
πλευρὰν παρεὶς ἔκειτο πόλλ᾽ ἀναστένων,
940ὥς νιν ματαίως αἰτίᾳ ᾽μβάλοι κακῇ,
κλαίων ὁθούνεκ᾽ εἷς δυοῖν ἔσοιθ᾽ ἅμα,
πατρός τ᾽ ἐκείνης τ᾽, ὠρφανισμένος βίου.
τοιαῦτα τἀνθάδ᾽ ἐστίν. ὥστ᾽ εἴ τις δύο
ἢ κἄτι πλείους ἡμέρας λογίζεται,
945μάταιός ἐστιν· οὐ γάρ ἐσθ᾽ ἥ γ᾽ αὔριον,
πρὶν εὖ παρῇ τις τὴν παροῦσαν ἡμέραν.


ΒΑΓ. Πάρα μεγάλη μάλιστα· κι αν ήσουν
μπροστά να ᾽βλεπες τί έκαμε, θενά ᾽χες
κι ακόμα πιο πολύ να την πονιέσαι.
ΧΟΡ. Κι είχε την τόλμη ένα γυναίκειο χέρι
τέτοιο πράμα να κάμει; ΒΑΓ. Ναι, με τρόπο
φριχτό· θ᾽ ακούσεις και θα μαρτυρήσεις.
900Αφού πέρασε μέσα στο παλάτι
μονάχη κι είδε στην αυλή το γιο της
πὄστρωνε χαμοκρέβατο, να πάει
τον πατέρα του πίσω ν᾽ ανταμώσει,
κρύφτηκε όπου κανείς να μην τη βλέπει
και μούγγριζε μπρος στους βωμούς πεσμένη
πως έμεν᾽ ορφανή, κι έκλαιε το κάθε
που ᾽θελ᾽ αγγίξει, η δόλια, απ᾽ τα συγύρια
του σπιτιού, που ᾽χε πριν στη δούλεψή της.
Και δω και κει γυρνώντας μες στο σπίτι,
σαν έβλεπε κανέν᾽ απ᾽ τους καλούς της
τους δούλους, έκλαιγε κοιτάζοντάς τον
910κι έκραζε βαργομώντας τη δικιά της
τη μοίρα και του σπιτικού της, που έτσι
ξένο θα ᾽μενε πια για τα παιδιά της.
Κι αφού τέλειωσ᾽ αυτά, τη βλέπω ξάφνου
μες στου Ηρακλή το θάλαμο να τρέχει·
κι εγώ σκιαστά από μια γωνιά κρυμμένη
την παραφύλαγα και νά, τη βλέπω
να βάζει τ᾽ απλωτά στρωσίδια απάνω
στου Ηρακλή το κρεβάτι και κατόπι
πήδησε απάνω, κάθισε στη μέση
και, ξεσπώντας σε θερμά δάκρυα βρύση,
920είπε: Ω κρεβάτι, ω νυφικά στρωσίδια,
για πάντα σας αφήνω γεια, και μένα
ποτέ δε θα με δείτε πια εδώ μέσα
να ᾽ρχομαι για να κοιμηθώ. Αυτά είπε
μόνο κι ευτύς τον πέπλο της ανοίγει
με ορμή απ᾽ το μέρος που ήτανε μπηγμένος
με χρυσή μπρος στο στήθος της καρφίτσα
και γύμνωσ᾽ όλη την αριστερή της
πλευρά ,ώς το νώμο επάνω. Αμέσως τρέχω
μ᾽ όση μπορούσα βία, να πω στο γιο της
τί ετοίμαζε η μητέρα του να κάμει.
Μα μεταξύ σ᾽ αυτό το πάνε κι έλα
τη βρίσκομε να ᾽χει βαθιά μπηγμένο
930στα πλευρά δίκοπο μαχαίρι, κάτω
απ᾽ το συκώτι και το φράχτη. Ο γιος της
έσκουξε σαν την είδε, γιατί, ο μαύρος,
ένιωσε πως αυτός με την οργή του
την έσπρωξε κι αργά από τους ανθρώπους
του παλατιού είχε μάθει ότι άθελά της
γελασμένη απ᾽ τον Κένταυρο είχε κάμει
ό,τι έκαμε· κι έτσι ο δυστυχισμένος
δάκρυα δεν άφησε που να μη χύσει
θρηνολογώντας και γεμίζοντάς την
με τα φιλιά του απάνω της πεσμένος,
με το κορμί του δίπλα στο κορμί της
βαριά βογγώντας, τι άδικα όλη εκείνη
940τη φριχτή κατηγόρια είχε της ρίξει,
κι έτσι μεμιάς θα μείνει ορφανεμένος
μαζί κι από πατέρα κι από μάνα.
Αυτά μας βρήκαν μέσα· ώστε, αν κανένας
λογαριάζει για δυο ή και παραπάνω
μέρες ζωής, δε θα ᾽ναι στα καλά του·
γιατί αύριο δεν υπάρχει, πριν περάσει
κανείς καλά τη σημερνή του ημέρα.