Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Τραχίνιαι (663-722)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΔΗ. γυναῖκες, ὡς δέδοικα μὴ περαιτέρω
πεπραγμέν᾽ ᾖ μοι πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἀρτίως ἔδρων.
665ΧΟ. τί δ᾽ ἔστι, Δῃάνειρα, τέκνον Οἰνέως;
ΔΗ. οὐκ οἶδ᾽· ἀθυμῶ δ᾽ εἰ φανήσομαι τάχα
κακὸν μέγ᾽ ἐκπράξασ᾽ ἀπ᾽ ἐλπίδος καλῆς.
ΧΟ. οὐ δή τι τῶν σῶν Ἡρακλεῖ δωρημάτων;
ΔΗ. μάλιστά γ᾽· ὥστε μήποτ᾽ ἂν προθυμίαν
670ἄδηλον ἔργου τῳ παραινέσαι λαβεῖν.
ΧΟ. δίδαξον, εἰ διδακτόν, ἐξ ὅτου φοβῇ.
ΔΗ. τοιοῦτον ἐκβέβηκεν, οἷον, ἢν φράσω,
γυναῖκες, ὑμῖν θαῦμ᾽ ἀνέλπιστον μαθεῖν.
ᾧ γὰρ τὸν ἐνδυτῆρα πέπλον ἀρτίως
675ἔχριον, ἀργῆς οἰὸς εὐείρῳ πόκῳ,
τοῦτ᾽ ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς
τῶν ἔνδον, ἀλλ᾽ ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φθίνει,
καὶ ψῇ κατ᾽ ἄκρας σπιλάδος. ὡς δ᾽ εἰδῇς ἅπαν,
ᾗ τοῦτ᾽ ἐπράχθη, μείζον᾽ ἐκτενῶ λόγον.
680ἐγὼ γὰρ ὧν ὁ θήρ με Κένταυρος, πονῶν
πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι, προυδιδάξατο
παρῆκα θεσμῶν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἐσῳζόμην,
χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν·
καί μοι τάδ᾽ ἦν πρόρρητα καὶ τοιαῦτ᾽ ἔδρων·
685τὸ φάρμακον τοῦτ᾽ ἄπυρον ἀκτῖνός τ᾽ ἀεὶ
θερμῆς ἄθικτον ἐν μυχοῖς σῴζειν ἐμέ,
ἕως νιν ἀρτίχριστον ἁρμόσαιμί που.
κἄδρων τοιαῦτα. νῦν δ᾽, ὅτ᾽ ἦν ἐργαστέον,
ἔχρισα μὲν κατ᾽ οἶκον ἐν δόμοις κρυφῇ
690μαλλῷ, σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην,
κἄθηκα συμπτύξασ᾽ ἀλαμπὲς ἡλίου
κοίλῳ ζυγάστρῳ δῶρον, ὥσπερ εἴδετε.
εἴσω δ᾽ ἀποστείχουσα δέρκομαι φάτιν
ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν.
695τὸ γὰρ κάταγμα τυγχάνω ῥίψασά πως
τῆς οἰός, ᾧ προύχριον, ἐς μέσην φλόγα,
ἀκτῖν᾽ ἐς ἡλιῶτιν· ὡς δ᾽ ἐθάλπετο,
ῥεῖ πᾶν ἄδηλον καὶ κατέψηκται χθονί,
μορφῇ μάλιστ᾽ εἰκαστὸν ὥστε πρίονος
700ἐκβρώματ᾽ ἂν βλέψειας ἐν τομῇ ξύλου.
τοιόνδε κεῖται προπετές. ἐκ δὲ γῆς, ὅθεν
προύκειτ᾽, ἀναζέουσι θρομβώδεις ἀφροί,
γλαυκῆς ὀπώρας ὥστε πίονος ποτοῦ
χυθέντος ἐς γῆν Βακχίας ἀπ᾽ ἀμπέλου.
705ὥστ᾽ οὐκ ἔχω τάλαινα ποῖ γνώμης πέσω·
ὁρῶ δέ μ᾽ ἔργον δεινὸν ἐξειργασμένην.
πόθεν γὰρ ἄν ποτ᾽, ἀντὶ τοῦ θνῄσκων ὁ θὴρ
ἐμοὶ παρέσχ᾽ εὔνοιαν, ἧς ἔθνῃσχ᾽ ὕπερ;
οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τὸν βαλόντ᾽ ἀποφθίσαι
710χρῄζων ἔθελγέ μ᾽· ὧν ἐγὼ μεθύστερον,
ὅτ᾽ οὐκέτ᾽ ἀρκεῖ, τὴν μάθησιν ἄρνυμαι.
μόνη γὰρ αὐτόν, εἴ τι μὴ ψευσθήσομαι
γνώμης, ἐγὼ δύστηνος ἐξαποφθερῶ·
τὸν γὰρ βαλόντ᾽ ἄτρακτον οἶδα καὶ θεὸν
715Χείρωνα πημήναντα, χὧνπερ ἂν θίγῃ,
φθείρει τὰ πάντα κνώδαλ᾽· ἐκ δὲ τοῦδ᾽ ὅδε
σφαγῶν διελθὼν ἰὸς αἵματος μέλας
πῶς οὐκ ὀλεῖ καὶ τόνδε; δόξῃ γοῦν ἐμῇ.
καίτοι δέδοκται, κεῖνος εἰ σφαλήσεται,
720ταὐτῇ σὺν ὁρμῇ κἀμὲ συνθανεῖν ἅμα.
ζῆν γὰρ κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετόν,
ἥτις προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΔΗΙ. Γυναίκες, πώς φοβούμαι μην πιο πέρα
προχώρησα μ᾽ αυτά πὄχω τολμήσει…
ΧΟΡ. Δηιάνειρα, κόρη του Οινέα, τί τρέχει;
ΔΗΙ. Δεν ξέρω· κάτι σφίγγει την καρδιά μου,
μην, εκεί πὄλπιζα καλό, βρεθεί
σε λίγο να ᾽ καμα κακό μεγάλο.
ΧΟΡ. Δεν είναι βέβαια για τα δώρα πὄχεις
στείλει στον Ηρακλή. ΔΗΙ. Γι᾽ αυτά ίσα-ίσα·
που εγώ δε θα συμβούλευα κανένα
με προθυμία ποτέ να επιχειρήσει
670αβέβαιο πράμα. ΧΟΡ. Μάθε μας, αν κάνει
να μάθομε, πώς σού ηρθ᾽ αυτός ο φόβος.
ΔΗΙ. Τέτοιο γένηκε κάτι, που αν, γυναίκες,
τ᾽ ακούσετε, θάμα άπιστο θα πείτε:
Η άσπρη τουλούπα από μαλλί προβάτου,
που άλειφα τώρα μ᾽ αυτήν το χιτώνα
το γιορτινό, έγινε άφαντη, χωρίς
κανένας απ᾽ τους μέσα να τη γγίξει,
μα μόνη της μαράθηκε λιωμένη
κι έρεψε στάχτη καταγής στην πέτρα.
Μα για να μάθεις πώς γένηκαν όλα
θα σου τα δηγηθώ κι ένα προς ένα.
680Εγώ, απ᾽ τις οδηγίες που μού ειχε δώσει
ο Κένταυρος, ενώ η πικρή σαΐτα
μες στα πλευρά τον δάμαζε, καμιά
δεν ξέχασα, μα φύλαγα στο νου μου
σαν άσβηστη γραφή σε χαλκή πλάκα.
Ιδού λοιπόν τί μου ᾽χε παραγγείλει
και που έκαμα κι εγώ: Αυτό το φίλτρο
μακριά από τη φωτιά να το φυλάγω
κι άγγιχτο πάντ᾽ από θερμήν αχτίνα
στου παλατιού τα βάθη, ως νά ᾽ρθει η ώρα
να τ᾽ αλείψω νωπό σε κάτι απάνω.
Έτσι έκαμα· λοιπόν σήμερα πού ηταν
ανάγκη να ενεργήσω, πάω κι αλείφω
το δώρο μου κρυφά μες στο παλάτι
690με μαλλί πὄχα κόψει από ᾽να αρνί μας,
κι έπειτα το διπλώνω και το βάζω,
αθώρητο απ᾽ τον ήλιο, μες σε κείνο
που είδατε το κουτί· μα όταν γυρίζω
μέσα ξανά, βλέπω ανήκουστο θάμα
που δεν το βάζει ανθρώπου νους· γιατί
το μαλλί που χρειάστηκα ν᾽ αλείψω
έτσι στην τύχη το ᾽ριξα σε μέρος
ζεστό, που πέφτανε του ήλιου οι ακτίνες·
μα μόλις πια ζεστάθηκε κι αμέσως
χάνεται άφαντ᾽ αλάκερο και ρεύει
στάχτη στη γης κι έμοιαζε να το βλέπεις
700σαν πριονίδια από ξύλο που κόβουν.
Έτσι είναι καταγής κι από κει που ᾽ναι
πεσμένο, αφρός πηχτός ανακοχλάζει,
καθώς όταν χάμω χυθεί ο παχύς
χυμός του ολόξανθου καρπού του Βάκχου.
Τί λοιπόν πρέπει να σκεφθώ δεν ξέρω
η δύστυχη, μα βλέπω που έχω πράξει
κατιτί τρομερό· γιατί από πού
κι ως πού και για ποιό λόγο ο Νέσσος
πεθαίνοντας θα μου έδειχνε μια τέτοια
συμπάθεια, αφού σκοτώνουνταν για μένα;
Δε γίνεται· μα θέλοντας εκείνον
που τον είχε σαϊτέψει να εξοντώσει,
710με πλάνεψε· και μόλις αργά τώρα,
που πια δεν ωφελεί, το βάζει ο νους μου.
Γιατ᾽ εγώ μόνη, αν ψεύτικες δε βγούνε
αυτές μου οι ιδέες, εγώ η δυστυχισμένη
θα τον έχω σκοτώσει, αφού γνωρίζω
πως το βέλος που του έριξε, ακόμα
ώς και θεό, το Χείρωνα, είχε φάει,
και φτείρει όλα τα ζωντανά που αγγίζει.
Αυτό λοιπόν το βέλος που από τόσους
πέρασε φόνους κι είναι μαύρο από αίμα,
πώς δε θα φάει κι αυτόν; αυτή ᾽ναι εμένα
τουλάχιστο η ιδέα μου· αν κι έχω
την απόφαση πάρει, αν πάθει εκείνος,
720μεμιάς κι εγώ μαζί του να πεθάνω·
γιατί δεν είναι υποφερτό να ζει
κακονοματισμένη μια γυναίκα
πὄχει τιμή της την καλή γενιά της.