(Ξανάρχεται ο Χρέμης με μερικούς δούλους φορτωμένους τα πράματά του. Κι αρχίζει να τα καταθέτει.) 
ΧΡΕ. (κοροϊδευτικά) 
Θα παραστήσω τώρα των Παναθηναίων 
730την πομπή. Νά, κρησάρα μου, έμπα πρώτη 
τ᾽ ομορφότερο απ᾽ όλα τα κορίτσια. 
Την κανηφόρα θα μου παραστήσεις 
κατάσπρη από τ᾽ αλεύρια, που σακιά 
ολάκερα συντάραξες ως τώρα. 
Ποιά θα ᾽ναι η διφροφόρα; Η χύτρα!... (στο δούλο) Φέρ ᾽την 
Πωπώ τί μαύρη που ᾽σαι! Μήπως έβρασες 
του Λυσικράτη την καραμπογιά, 
που βάφεται για να παλικαρίζει; 
(στο δούλο) 
Στήσε πλάι το κουτί με τα ψαλίδια 
τη στολιδού να παρασταίνει. Εσύ, 
χερόμυλε, την καθαρίστρα κάνε, 
740που νύχτα με ξυπνούσες, για να τρέχω 
στη σύναξη με τ᾽ ορθρινό τραγούδι σου. 
Και συ με τη λεκάνη σου, προχώρα. 
Και συ με τις κερήθρες του μελιού. 
Και στήσε δίπλα τα χλωρά λιοκλάδια 
τα στρίποδα, τη μυροθήκη. Τ᾽ άλλα, 
τα μικροπράματ᾽ όλα, πέρ᾽ αφήστε τα. 
(Παρουσιάζεται ένας άντρας.) 
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ 
Κι εγώ να παραδώσω, λέει, το έχει μου; 
Θα ᾽τανε κουταμάρα μου και τρέλα. 
Α! Μά τον Ποσειδώνα, όχι, ποτές! 
Θέλει το πράμα σκέψη και μελέτημα 
πάρα πολύ κι όχι έτσι, μ᾽ ένα λόγο, 
750τόσω χρονώνε ιδρό και οικονομίες 
να τα πετάξω. 
(πλησιάζοντας το Χρέμη) 
Φίλε, τί κουβάλησες 
τα πράματά σου εδώ; Μετακομίζεις 
ή πας να τ᾽ ακουμπήσεις αμανάτι; 
ΧΡΕ. Καθόλου! ΑΝΤ. Τότες, τί μου τα παράτησες, 
ιερή πομπή, γραμμή για τον τελάλη, 
να τα χτυπήσει στο σφυρί;... ΧΡΕ. Καθόλου! 
Τα ᾽χω φέρει για να τα παραδώσω 
στην πολιτεία, όπως διατάζει ο νόμος! 
  |