Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (478-519)


ΧΟ. ἔμβα χώρει.
ἆρ᾽ ἔστι τῶν ἀνδρῶν τις ἡμῖν ὅστις ἐπακολουθεῖ;
480στρέφου, σκόπει,
φύλαττε σαυτὴν ἀσφαλῶς, —πολλοὶ γὰρ οἱ πανοῦργοι—,
μή πού τις ἐκ τοὔπισθεν ὢν τὸ σχῆμα καταφυλάξῃ.

ἀλλ᾽ ὡς μάλιστα τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε. [στρ.]
ἡμῖν δ᾽ ἂν αἰσχύνην φέροι
485πάσαισι παρὰ τοῖς ἀνδράσιν τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐλεγχθέν.
πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυ-
τὴν καὶ περισκοπουμένη
‹τὰ πάντ᾽ ἄθρει,› κἀκεῖσε καὶ
τἀκ δεξιᾶς, μὴ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα.
ἀλλ᾽ ἐγκονῶμεν· τοῦ τόπου γὰρ ἐγγύς ἐσμεν ἤδη,
490ὅθενπερ εἰς ἐκκλησίαν ὡρμώμεθ᾽ ἡνίκ᾽ ᾖμεν.
τὴν δ᾽ οἰκίαν ἔξεσθ᾽ ὁρᾶν, ὅθενπερ ἡ στρατηγὸς
ἔσθ᾽, ἡ τὸ πρᾶγμ᾽ εὑροῦσ᾽ ὃ νῦν ἔδοξε τοῖς πολίταις.

ὥστ᾽ εἰκὸς ἡμᾶς μὴ βραδύνειν ἔστ᾽ ἐπαναμενούσας [ἀντ.]
πώγωνας ἐξηρτημένας,
495μὴ καί τις ὄψεθ᾽ ἡμέρας χἠμῶν ἴσως κατείπῃ.
ἀλλ᾽ εἶα δεῦρ᾽ ἐπὶ σκιᾶς
ἐλθοῦσα πρὸς τὸ τειχίον
παραβλέπουσα θἀτέρῳ
πάλιν μετασκεύαζε σαυτὴν αὖθις ἥπερ ἦσθα.
500καὶ μὴ βράδυν᾽· ὡς τήνδε καὶ δὴ τὴν στρατηγὸν ἡμῶν
χωροῦσαν ἐξ ἐκκλησίας ὁρῶμεν. ἀλλ᾽ ἐπείγου
ἅπασα καὶ μίσει σάκον πρὸς τοῖν γναθοῖν ἔχουσα·
χαὖται γὰρ ἥκουσιν πάλαι τὸ σχῆμα τοῦτ᾽ ἔχουσαι.

ΠΡ. ταυτὶ μὲν ἡμῖν, ὦ γυναῖκες, εὐτυχῶς
505τὰ πράγματ᾽ ἐκβέβηκεν ἁβουλεύσαμεν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρίν τιν᾽ ἀνθρώπων ἰδεῖν,
ῥιπτεῖτε χλαίνας, ἐμβὰς ἐκποδὼν ἴτω,
χάλα συναπτοὺς ἡνίας Λακωνικάς,
βακτηρίας ἄφεσθε. καὶ μέντοι σὺ μὲν
510ταύτας κατευτρέπιζ᾽· ἐγὼ δὲ βούλομαι
εἴσω παρερπύσασα πρὶν τὸν ἄνδρα με
ἰδεῖν, καταθέσθαι θοἰμάτιον αὐτοῦ πάλιν
ὅθενπερ ἔλαβον τἄλλα θ᾽ ἁξηνεγκάμην.

ΧΟ. κεῖται ‹καὶ› δὴ πάνθ᾽ ἅπερ εἶπας. σὸν δ᾽ ἔργον τἄλλα διδάσκειν,
515ὅ τί σοι δρῶσαι ξύμφορον ἡμεῖς δόξομεν ὀρθῶς ὑπακούειν.
οὐδεμιᾷ γὰρ δεινοτέρᾳ σου ξυμμείξασ᾽ οἶδα γυναικί.
ΠΡ. περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς ἣν ἄρτι κεχειροτόνημαι,
ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι. καὶ γὰρ ἐκεῖ μοι
ἐν τῷ θορύβῳ καὶ τοῖς δεινοῖς ἀνδρειόταται γεγένησθε.


(Μπαίνει από τα δεξιά ο Χορός των γυναικών, αντρικά ντυμένος.)
ΚΟΡ. Δρόμο! Βιαστείτε!
Μπας και κανείς μαντράχαλος μας πήρε το κατόπι.
480Κοιτάτε πάντα πίσω
να προφυλάγεστε καλά, τι ᾽ναι πολύ αλεπούδες
να μη μας πάρουν μυρωδιά πως είμαστε γυναίκες.

ΧΟΡ. Και περπατάτε ασίκικα βροντώντας το τακούνι [στρ.]
τι θα ᾽ταν ολονώ μας
ντροπή μεγάλη να μας πιάσουν άξαφνα στα πράσα.
Να διπλοτυλιχτείτε
και να γυροβιγλίζετε
με μάτια δεκατέσσερα
δεξιά ζερβά σας.
Μη μας γενεί καταστροφή η άξια μας τούτη πράξη.
Πιο γρήγορα και φτάνουμε πολύ κοντά στο μέρος,
490απ᾽ όπου ξεκινήσαμε στη σύναξη να πάμε.
Νά! Και το σπίτι φάνηκε της στρατηγίνας, που ᾽χε
την έμπνευση που σήμερα την ψήφισε ο λαός μας.

Γι᾽ αυτό να μην αργοπορούμε και στεκόμαστ᾽ έτσι [αντ.]
με τα γένια τούτα.
Βγάλτε τα, μη μας δει κανείς και πάει και μας προδώσει.
Εδώ στον ίσκιο ελάτε
στη μάντρ᾽ αυτήνε απόγυρα
και να γυροκοιτάτε
να ξαναγίνουμε και πάλε ό,τ᾽ είμαστε: γυναίκες.
500Και μην χασομεράτε. Νά ζυγώνει η στρατηγίνα,
γυρίζει από τη σύναξη. Τί στέκεστε; Βιαστείτε,
πετάχτε από τα μάγουλα τις κατσικότριχές σας.
Νά! Βλέπω οι άλλες κι έρχονται γυναίκες, σαν και πρώτα.

ΠΡΑ. Καλά τα καταφέραμε ως την ώρα,
καθώς τα μελετήσαμε, ω γυναίκες.
Τώρα βγάλτε τις χλαίνες και πετάχτε
τ᾽ άρβυλα, πριν μας πάρει αντρίκιο μάτι.
(Σε μιαν απ᾽ όλες)
Ε συ, τί στέκεις; Λύσε τα κορδόνια σου.
(Σ᾽ όλες)
Όλες σας, ρίχτε πέρα τα ραβδιά σας.
(Στην Κορυφαία)
510Και συ, κυρά μου, σιάξε τις. Εγώ
πάω, να γλιστρήσω μέσα μουλωχτά
να μη με νιώσει ο μάπας, να γδυθώ
τα ρούχα του και να τα ξαναβάλω
όθες τα πήρα — κι ό,τι άλλο δικό του.
(Οι γυναίκες του Χορού σωριάζουν χάμου τ᾽ αντρίκια ρούχα τους κ.λπ.)
ΚΟΡ. Όλα χάμου, γιά κοίτα, σωρός. Τώρα μάθε μας
τα καλά και συμφέροντα κι όλες σ᾽ ακούμε...
Από σένα πιο ξύπνια δεν είδαμε.
ΠΡΑ. Τοιμαστείτε. Μ᾽ εκλέξατε πριν από λίγο
κυβερνήτη του κράτους κι εγώ θα ᾽χω εσάς
συμβουλάτορες σ᾽ ό,τι κι αν κάνω. Στης μάχης
την αντάρα σταθήκαμε πρωτοπαλίκαρα.