[3.20.1] Μ᾽ αυτές τις παραγγελίες τον άφησε η Λυκαίνιον και τράβηξε γι᾽ άλλη μεριά του δάσους, τάχα πως έψαχνε ακόμα τη χήνα. Τα λόγια της έριξαν τον Δάφνη σε συλλογή κι εξαφάνισαν την πρωτινή του βιασύνη. Φοβόταν να πιέσει τη Χλόη να του δώσει τίποτα παραπάνω από φιλί κι αγκάλιασμα, μη θέλοντας να την κάνει μήτε να ξεφωνίσει σα να ᾽χε μπροστά της εχθρό, μήτε να δακρύσει από πόνο, μήτε να ματώσει σα σκοτωμένη — [3.20.2] επειδή, ανίδεος καθώς ήταν, τον τρόμαζαν τα αίματα και νόμιζε πως μόνο από πληγή ματώνει κανένας. Αποφασισμένος λοιπόν να περιοριστεί στις συνηθισμένες χαρές μαζί της βγήκε από το δάσος και τη βρήκε καθισμένη, να πλέκει ένα στεφάνι από μενεξέδες. Της είπε ψέματα, πως είχε γλιτώσει τη χήνα από τα νύχια του αϊτού, την αγκάλιασε και τη φίλησε όπως είχε φιλήσει πρωτύτερα, πάνω στην απόλαυση, τη Λυκαίνιον — επειδή τούτο ήταν ακίνδυνο κι επιτρεπόταν. [3.20.3] Εκείνη του φόρεσε το στεφάνι στο κεφάλι και του φίλησε τα μαλλιά, που τα ᾽βρισκε πιο όμορφα από τους μενεξέδες. Κατόπι του ᾽φερε από το ταγάρι μια μερίδα ξερά σύκα και ψωμί και του ᾽δωσε να φάει· και καθώς έτρωγε του άρπαζε μπουκιές από το στόμα, τρώγοντας έτσι η ίδια σαν πουλάκι. [3.21.1] Την ώρα που έτρωγαν —και περισσότερο φιλιόνταν παρά έτρωγαν— φάνηκε ένα ψαράδικο καΐκι ν᾽ αρμενίζει στ᾽ ανοιχτά. Όπως ήταν μπουνάτσα, οι ψαράδες τραβούσαν κουπί και μάλιστα με δύναμη, γιατί βιάζονταν να πάνε ζωντανά στην πόλη τα ψάρια που μόλις είχαν πιάσει για κάποιον πλούσιο πολίτη. [3.21.2] Έλαμναν λοιπόν με τον τρόπο που συνηθίζουν οι ναυτικοί για να ξεχνάν τον κόπο τους: ένας έδινε το παράγγελμα τραγουδώντας θαλασσινά τραγούδια, κι οι άλλοι, σα χορωδία, ένωναν κάθε τόσο τις φωνές τους με τη δική του. [3.21.3] Όσο το ᾽καναν αυτό στ᾽ ανοιχτά της θάλασσας, οι φωνές σκορπούσαν σε πολύν αέρα κι ο ήχος τους χανόταν. Μόλις όμως πέρασαν κάποιον κάβο και μπήκαν σ᾽ ένα βαθύ κόλπο που είχε σχήμα μισοφέγγαρου, ο ήχος ακούστηκε πιο δυνατά και τα παραγγέλματα με τα τραγούδια έφταναν πιο καθαρά στη στεριά. [3.21.4] Καθώς ο κάμπος ήταν κλεισμένος τριγύρω από βουνά, δεχόταν τον ήχο σα μουσικό όργανο κι έμοιαζε να επαναλαμβάνει ό,τι άκουγε — ξεχωριστά τον κρότο που ᾽καναν τα κουπιά, ξεχωριστά τις φωνές των ναυτικών. Ήταν όμορφο στο άκουσμα, γιατί πρώτη ερχόταν η φωνή από τη θάλασσα και κατόπι η άλλη απ᾽ τη στεριά, με την ίδια διαφορά χρόνου στην αρχή και στο τέλος. [3.22.1] Ο Δάφνης, που ήξερε τί συνέβαινε, είχε το νου του μονάχα στη θάλασσα, χαιρόταν το θέαμα του καϊκιού που ᾽τρεχε γοργόφτερο σιμά στ᾽ ακρογιάλι και πάσκιζε να συγκρατήσει μερικά από τα τραγούδια για να τα παίξει στη φλογέρα. [3.22.2] Η Χλόη όμως πρώτη φορά απαντούσε αυτό που λένε ηχώ. Πότε ατένιζε προς τη θάλασσα, ακούγοντας τα παραγγέλματα των ναυτών, πότε γύριζε προς το δάσος αποζητώντας τις φωνές που τους αποκρίνονταν. [3.22.3] Όταν ξεμάκρυνε το καΐκι κι έγινε ησυχία και στον κάμπο, ρώτησε τον Δάφνη αν και πίσω από τον κάβο υπήρχε θάλασσα όπου αρμένιζε κι άλλο καράβι, μ᾽ άλλους ναύτες που ᾽λεγαν τα ίδια τραγούδια, κι αν τώρα είχαν σωπάσει όλοι ταυτόχρονα. [3.22.4] Ο Δάφνης γέλασε τρυφερά, τη φίλησε ακόμα τρυφερότερα, της φόρεσε το στεφάνι μενεξέδες κι άρχισε να της διηγείται το μύθο της Ηχώς — ζητώντας αμοιβή για το μάθημα, άλλα δέκα φιλιά: |