[3.8.1] Έτσι του ᾽λαχαν του Δάφνη, ανέλπιστα, κι η Χλόη και φιλί. Κάθισε λοιπόν δίπλα στη φωτιά κι έβαλε πάνω στο τραπέζι τα φασοπερίστερα και τα κοτσύφια που κουβάλαγε στους ώμους. Τους διηγήθηκε το πώς βαρέθηκε το καθισιό στο σπίτι, πώς βγήκε για κυνήγι και πώς έπιασε, άλλα με βρόχια κι άλλα με ξόβεργες, πουλιά που λιμπίζονταν τις μυρτιές και τον κισσό. [3.8.2] Οι άλλοι τον παίνεψαν για την προκοπή του και του είπαν να φάει ό,τι είχε αφήσει ο σκύλος, παραγγέλνοντας και στη Χλόη να τον κεράσει να πιει. Αυτή, χαρούμενη, έδωσε σ᾽ όλους κρασί κι άφησε τον Δάφνη τελευταίο — κάνοντας τάχα τη θυμωμένη μαζί του επειδή, ενώ είχε φτάσει ως εκεί, ετοιμαζόταν να φύγει βιαστικά χωρίς να την έχει δει. Ωστόσο πριν τον κεράσει ήπιε λίγο από την κούπα, κι ύστερα του την έδωσε. Εκείνος πάλι, μ᾽ όλη του τη δίψα, ήπιε σιγά-σιγά για να κρατήσει πιο πολλή ώρα η απόλαυση. [3.9.1] Δεν άργησε ν᾽ αδειάσει το τραπέζι από ψωμί και κρέας. Οι σπιτονοικοκύρηδες έμεναν μολοτούτο καθισμένοι, ρωτούσαν τα νέα της Μυρτάλης και του Λάμωνος και μακάριζαν την τύχη τους που ᾽χαν τέτοιον προστάτη για τα γεράματά τους. [3.9.2] Ο Δάφνης χάρηκε που τον παίνευαν μπροστά στη Χλόη, κι όταν τον κράτησαν για τη νύχτα λέγοντας ότι την άλλη μέρα θα ᾽καναν θυσία στον Διόνυσο ενθουσιάστηκε τόσο, που λίγο έλειψε να προσκυνήσει αυτούς αντί για τον Διόνυσο. [3.9.3] Αμέσως έφερε απ᾽ το ταγάρι του πολλά γλυκά, καθώς και τα πουλιά που είχε πιάσει, και με τούτα βάλθηκαν να ετοιμάσουν το βραδινό δείπνο. [3.9.4] Έβγαλαν δεύτερο κανάτι κρασί, δυνάμωσαν ξανά τη φωτιά και μόλις νύχτωσε —νωρίς-νωρίς— καλοστρώθηκαν για δεύτερη φορά σε τραπέζι. Κατόπι, αφού είπαν τραγούδια και παραμύθια, πήγαν για ύπνο — η Χλόη με τη μάνα της, ο Δρύας κι ο Δάφνης μαζί. [3.9.5] Για τη Χλόη, το μόνο όφελος ήταν ότι την άλλη μέρα θα ᾽βλεπε τον Δάφνη. Τούτος πάλι ένιωσε μιαν ολότελα θεωρητική ευχαρίστηση: του άρεσε η ιδέα ότι κοιμάται έστω και με τον πατέρα της Χλόης — τόσο, που κάθε λίγο τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε, ονειροπολώντας ότι τα ᾽κανε όλ᾽ αυτά στη Χλόη. [3.10.1] Τα ξημερώματα έκανε τσουχτερό κρύο κι ήταν όλα παγωμένα απ᾽ το βοριά. Εκείνοι σηκώθηκαν, θυσίασαν στον Διόνυσο ένα χρονιάρικο κριάρι κι ύστερα, ανάβοντας φωτιά, ετοίμασαν φαγητό. [3.10.2] Την ώρα που η Νάπη φούρνιζε ψωμί κι ο Δρύας μαγείρευε το κριάρι, ο Δάφνης κι η Χλόη βρήκαν τον καιρό να βγουν στην αυλή. Στο μέρος όπου ήταν ο κισσός έστησαν ξανά βρόχια και ξόβεργες, κι έπιασαν κάμποσα πουλιά. [3.10.3] Εκεί μπόρεσαν και να χαρούν αδιάκοπα φιλιά και να γλυκολογήσουν: «Για σένα ήρθα, Χλόη. ―Το ξέρω, Δάφνη. ―Για χατίρι σου σκοτώνω τα καημένα τα κοτσύφια. ―Εγώ τί να κάνω για σένα; ―Να με θυμάσαι. ―Σε θυμάμαι, μάρτυρές μου οι Νύμφες της σπηλιάς όπου πήρα κάποτε τον όρκο. Εκεί θενα πάμε ευθύς ως λιώσουν τα χιόνια. [3.10.4] ―Είναι πολλά, Χλόη, και φοβάμαι ότι πριν απ᾽ αυτά θα ᾽χω λιώσει εγώ. ―Θάρρος, Δάφνη, ο ήλιος είναι ζεστός. ―Μακάρι, Χλόη, να γινόταν ζεστός όσο η φλόγα που μου καίει την καρδιά. ―Ψέματα λες, με κοροϊδεύεις. ―Όχι μα τις γίδες, που μ᾽ έβαλες να πάρω όρκο στ᾽ όνομά τους!» |