[6.6.1] Τότε οι εχθροί άρχισαν ν᾽ ασχολούνται με τις υποθέσεις τους κι έφερναν όσο μπορούσαν πιο μακριά τους ανθρώπους και τα πράγματα. Οι Έλληνες πάλι περίμεναν τον Κλέανδρο να έρθει με τις τριήρεις και τα φορτηγά καράβια, και κάθε μέρα έβγαιναν με τα υποζύγια και με τους αιχμάλωτους και άφοβα κουβαλούσαν σιτάρια, κριθάρια, κρασί, όσπρια, μελίνες και σύκα. Γιατί τα πάντα ήταν άφθονα σ᾽ αυτήν τη χώρα, εκτός από το λάδι. [6.6.2] Κάθε φορά που ο στρατός έμενε για ν᾽ αναπαυθεί, είχε το δικαίωμα να βγαίνει όποιος ήθελε για λεηλασία, και τα κρατούσαν όλα, αυτοί που πήγαιναν, για τον εαυτό τους. Όταν όμως έβγαινε ολόκληρο το στράτευμα, αν κανένας χωριστά από τους άλλους έβρισκε κάτι και το άρπαζε, πήραν την απόφαση αυτό να ανήκει σε όλους. [6.6.3] Και τώρα πια υπήρχαν άφθονα τα πάντα. Γιατί κι απ᾽ όλες τις ελληνικές πόλεις έφερναν τρόφιμα να τα πουλήσουν κι εκείνοι που ταξίδευαν κοντά στη στεριά με χαρά άραζαν εκεί, γιατί μάθαιναν πως χτιζόταν πολιτεία και πως υπήρχε λιμάνι. [6.6.4] Ακόμα και οι εχθροί που κατοικούσαν κοντά έστελναν απεσταλμένους στον Ξενοφώντα, γιατί άκουσαν πως σ᾽ αυτό το μέρος χτίζει πόλη, και τον ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν για να είναι μαζί του φίλοι. Κι εκείνος τους έδειχνε στους στρατιώτες. [6.6.5] Στο μεταξύ έρχεται ο Κλέανδρος φέρνοντας δυο τριήρεις, αλλά κανένα φορτηγό. Την ώρα που έφτασε, έτυχε να βρίσκονται οι στρατιώτες έξω και μερικοί απ᾽ αυτούς είχαν πάει για λεηλασία σε άλλο μέρος του βουνού κι είχαν πιάσει πολλά πρόβατα. Μα φοβήθηκαν μήπως τους τα πάρουν, και γι᾽ αυτό παρακαλούν το Δέξιππο, εκείνον που το ᾽σκασε από την Τραπεζούντα με την πεντηκόντορο, να τους τα γλιτώσει, και για πληρωμή να κρατήσει ο ίδιος μερικά, δίνοντάς τους πίσω τα υπόλοιπα. [6.6.6] Εκείνος τότε μονομιάς διώχνει τους στρατιώτες που ήταν γύρω και που έλεγαν πως τα πρόβατα ανήκαν σε ολόκληρο το στρατό, και κατόπι πάει στον Κλέανδρο και του λέει πως προσπαθούν να του τ᾽ αρπάξουν. Και τούτος δίνει διαταγή να του παρουσιάσουν τον ένοχο. [6.6.7] Ο Δέξιππος τότε έπιασε κάποιον και τον οδηγούσε, αλλά τον συνάντησε ο Αγασίας και του τον παίρνει, γιατί ήταν στρατιώτης του λόχου του. Μα οι άλλοι στρατιώτες που ήταν εκεί άρχισαν να χτυπούν με πέτρες το Δέξιππο, αποκαλώντας τον προδότη. Πολλοί ναύτες όμως φοβήθηκαν και τράβηξαν προς τη θάλασσα, πράγμα που έκαμε κι ο Κλέανδρος. [6.6.8] Αλλά ο Ξενοφώντας κι οι άλλοι στρατηγοί τούς εμπόδιζαν να φεύγουν κι έλεγαν στον Κλέανδρο πως ήταν ασήμαντη η υπόθεση και πως αφορμή να γίνουν αυτά ήταν η απόφαση του στρατού σχετικά με τα λάφυρα. [6.6.9] Ο Κλέανδρος όμως και ερεθισμένος από το Δέξιππο και στενοχωρημένος που τον είχε πιάσει ο φόβος, είπε πως θα φύγει και πως θα κηρύξει σ᾽ όλες τις πόλεις να μην τους δέχονται, παρά να τους θωρούν εχθρούς. Και πρέπει να σημειωθεί πως οι Λακεδαιμόνιοι την εποχή εκείνη ήταν αρχηγοί όλων των Ελλήνων. [6.6.10] Γι᾽ αυτό οι Έλληνες έκριναν πως δημιουργήθηκε μια κατάσταση άσχημη, και τον παρακαλούσαν να μην κάνει αυτά που έλεγε. Μα εκείνος εδήλωσε πως δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, εκτός αν του παραδώσουν τον άνθρωπο που άρχισε το πετροβόλημα και τον άλλο που πήρε από το Δέξιππο τον ένοχο. [6.6.11] Τούτος ο τελευταίος που απαιτούσε να του παραδώσουν ήταν ο Αγασίας, σταθερός φίλος του Ξενοφώντα. Εξαιτίας του μάλιστα τον συκοφαντούσε ο Δέξιππος. Τότε βρέθηκαν σε δύσκολη θέση οι στρατηγοί, και γι᾽ αυτό συγκέντρωσαν τους στρατιώτες. Μερικοί βέβαια δεν λογάριαζαν και πολύ τον Κλέανδρο, αλλά ο Ξενοφώντας είχε τη γνώμη πως δεν ήταν ασήμαντος άνθρωπος, και σηκώθηκε κι είπε: |