Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (5.1.1-5.1.13)

ΒΙΒΛΙΟ Ε


[5.1.1] [Ὅσα μὲν δὴ ἐν τῇ ἀναβάσει τῇ μετὰ Κύρου ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες, καὶ ἐν τῇ πορείᾳ τῇ μέχρι ἐπὶ θάλατταν τὴν ἐν τῷ Εὐξείνῳ Πόντῳ, καὶ ὡς εἰς Τραπεζοῦντα Ἑλληνίδα πόλιν ἀφίκοντο, καὶ ὡς ἀπέθυσαν ἃ εὔξαντο σωτήρια θύειν ἔνθα πρῶτον εἰς φιλίαν γῆν ἀφίκοντο, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται.]
[5.1.2] Ἐκ δὲ τούτου ξυνελθόντες ἐβουλεύοντο περὶ τῆς λοιπῆς πορείας· ἀνέστη δὲ πρῶτος Λέων Θούριος καὶ ἔλεξεν ὧδε. Ἐγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἀπείρηκα ἤδη ξυσκευαζόμενος καὶ βαδίζων καὶ τρέχων καὶ τὰ ὅπλα φέρων καὶ ἐν τάξει ὢν καὶ φυλακὰς φυλάττων καὶ μαχόμενος, ἐπιθυμῶ δὲ ἤδη παυσάμενος τούτων τῶν πόνων, ἐπεὶ θάλατταν ἔχομεν, πλεῖν τὸ λοιπὸν καὶ ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα. [5.1.3] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ στρατιῶται ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγει· καὶ ἄλλος ταὔτ᾽ ἔλεγε, καὶ πάντες οἱ παριόντες. ἔπειτα δὲ Χειρίσοφος ἀνέστη καὶ εἶπεν ὧδε. [5.1.4] Φίλος μοί ἐστιν, ὦ ἄνδρες, Ἀναξίβιος, ναυαρχῶν δὲ καὶ τυγχάνει. ἢν οὖν πέμψητέ με, οἴομαι ἂν ἐλθεῖν καὶ τριήρεις ἔχων καὶ πλοῖα τὰ ἡμᾶς ἄξοντα· ὑμεῖς δὲ εἴπερ πλεῖν βούλεσθε, περιμένετε ἔστ᾽ ἂν ἐγὼ ἔλθω· ἥξω δὲ ταχέως. ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατιῶται ἥσθησάν τε καὶ ἐψηφίσαντο πλεῖν αὐτὸν ὡς τάχιστα.
[5.1.5] Μετὰ τοῦτον Ξενοφῶν ἀνέστη καὶ ἔλεξεν ὧδε. Χειρίσοφος μὲν δὴ ἐπὶ πλοῖα στέλλεται, ἡμεῖς δὲ ἀναμενοῦμεν. ὅσα μοι οὖν δοκεῖ καιρὸς εἶναι ποιεῖν ἐν τῇ μονῇ, ταῦτα ἐρῶ. [5.1.6] πρῶτον μὲν τὰ ἐπιτήδεια δεῖ πορίζεσθαι ἐκ τῆς πολεμίας· οὔτε γὰρ ἀγορὰ ἔστιν ἱκανὴ οὔτε ὅτου ὠνησόμεθα εὐπορία εἰ μὴ ὀλίγοις τισίν· ἡ δὲ χώρα πολεμία· κίνδυνος οὖν πολλοὺς ἀπόλλυσθαι, ἢν ἀμελῶς τε καὶ ἀφυλάκτως πορεύησθε ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια. [5.1.7] ἀλλά μοι δοκεῖ σὺν προνομαῖς λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, ἄλλως δὲ μὴ πλανᾶσθαι, ὡς σῴζησθε, ἡμᾶς δὲ τούτων ἐπιμελεῖσθαι. ἔδοξε ταῦτα. [5.1.8] Ἔτι τοίνυν ἀκούσατε καὶ τάδε. ἐπὶ λείαν γὰρ ὑμῶν ἐκπορεύσονταί τινες. οἴομαι οὖν βέλτιστον εἶναι ἡμῖν εἰπεῖν τὸν μέλλοντα ἐξιέναι, φράζειν δὲ καὶ ὅποι, ἵνα καὶ τὸ πλῆθος εἰδῶμεν τῶν ἐξιόντων καὶ τῶν μενόντων καὶ ξυμπαρασκευάζωμεν, ἐάν τι δέῃ, κἂν βοηθῆσαί τισι καιρὸς ᾖ, εἰδῶμεν ὅποι δεήσει βοηθεῖν, καὶ ἐάν τις τῶν ἀπειροτέρων ἐγχειρῇ ποι, ξυμβουλεύωμεν πειρώμενοι εἰδέναι τὴν δύναμιν ἐφ᾽ οὓς ἂν ἴωσιν. ἔδοξε καὶ ταῦτα. [5.1.9] Ἐννοεῖτε δὴ καὶ τόδε, ἔφη. σχολὴ τοῖς πολεμίοις λῄζεσθαι, καὶ δικαίως ἡμῖν ἐπιβουλεύουσιν· ἔχομεν γὰρ τὰ ἐκείνων· ὑπερκάθηνται δὲ ἡμῶν. φυλακὰς δή μοι δοκεῖ δεῖν περὶ τὸ στρατόπεδον εἶναι· ἐὰν οὖν κατὰ μέρος [μερισθέντες] φυλάττωμεν καὶ σκοπῶμεν, ἧττον ἂν δύναιντο ἡμᾶς θηρᾶν οἱ πολέμιοι. ἔτι τοίνυν τάδε ὁρᾶτε. [5.1.10] εἰ μὲν ἠπιστάμεθα σαφῶς ὅτι ἥξει πλοῖα Χειρίσοφος ἄγων ἱκανά, οὐδὲν ἂν ἔδει ὧν μέλλω λέγειν· νῦν δ᾽ ἐπεὶ τοῦτο ἄδηλον, δοκεῖ μοι πειρᾶσθαι πλοῖα συμπαρασκευάζειν καὶ αὐτόθεν. ἢν μὲν γὰρ ἔλθῃ, ὑπαρχόντων ἐνθάδε ἐν ἀφθονωτέροις πλευσόμεθα· ἢν δὲ μὴ ἄγῃ, τοῖς ἐνθάδε χρησόμεθα. [5.1.11] ὁρῶ δὲ ἐγὼ πλοῖα πολλάκις παραπλέοντα· εἰ οὖν αἰτησάμενοι παρὰ Τραπεζουντίων μακρὰ πλοῖα κατάγοιμεν καὶ φυλάττοιμεν αὐτά, τὰ πηδάλια παραλυόμενοι, ἕως ἂν ἱκανὰ τὰ ἄξοντα γένηται, ἴσως ἂν οὐκ ἀπορήσαιμεν κομιδῆς οἵας δεόμεθα. ἔδοξε καὶ ταῦτα. [5.1.12] Ἐννοήσατε δ᾽, ἔφη, εἰ εἰκὸς καὶ τρέφειν ἀπὸ κοινοῦ οὓς ἂν καταγάγωμεν ὅσον ἂν χρόνον ἡμῶν ἕνεκεν μένωσι, καὶ ναῦλον ξυνθέσθαι, ὅπως ὠφελοῦντες καὶ ὠφελῶνται. ἔδοξε καὶ ταῦτα. [5.1.13] Δοκεῖ τοίνυν μοι, ἔφη, ἢν ἄρα καὶ ταῦτα ἡμῖν μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε ἀρκεῖν πλοῖα, τὰς ὁδοὺς ἃς δυσπόρους ἀκούομεν εἶναι ταῖς παρὰ θάλατταν οἰκούσαις πόλεσιν ἐντείλασθαι ὁδοποιεῖν· πείσονται γὰρ καὶ διὰ τὸ φοβεῖσθαι καὶ διὰ τὸ βούλεσθαι ἡμῶν ἀπαλλαγῆναι.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ


[5.1.1] [Όσα έκαμαν οι Έλληνες στην εκστρατεία με τον Κύρο και την πορεία τους ώσπου να φτάσουν στη θάλασσα του Εύξεινου Πόντου, και πώς πήγαν στην ελληνική πόλη Τραπεζούντα, και πώς θυσίασαν, καθώς είχαν τάξει να κάμουν για τη σωτηρία τους, μόλις πατήσουν σε φιλική χώρα, όλα αυτά έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση].
[5.1.2] Ύστερα συγκεντρώθηκαν και σκέφτηκαν για το δρόμο που θα ακολουθούσαν από κει και πέρα. Πρώτος σηκώθηκε ο Λέοντας από τους Θουρίους και μίλησε έτσι: «Εγώ, φίλοι μου, κουράστηκα πια να ετοιμάζω αποσκευές και να βαδίζω και να τρέχω και να σηκώνω τα όπλα και να προχωρώ τοποθετημένος στη γραμμή και να φυλάω φρουρά και να πολεμώ. Λαχτάρησα να γλιτώσω πια από τα βάσανα τούτα και, αφού βρισκόμαστε σε θάλασσα, να ταξιδεύω από δω και μπρος ξαπλωμένος πάνω στο καράβι, σαν τον Οδυσσέα, ώσπου να φτάσω στην Ελλάδα». [5.1.3] Οι στρατιώτες όταν άκουσαν τα λόγια του τα επιδοκίμασαν με θόρυβο, κρίνοντάς τα σωστά. Ένας άλλος είπε τα ίδια, καθώς και οι υπόλοιποι που μίλησαν. Κατόπι σηκώθηκε ο Χειρίσοφος και είπε αυτά τα λόγια: [5.1.4] «Στρατιώτες, ο Αναξίβιος είναι φίλος μου και τώρα τυχαίνει να είναι ναύαρχος. Αν με εξουσιοδοτήσετε λοιπόν να πάω σ᾽ αυτόν, έχω τη γνώμη πως θα γυρίσω φέρνοντας και τριήρεις και άλλα πλοία που θα μας πάνε στην Ελλάδα. Έτσι, αν εσείς θέλετε να ταξιδέψετε, περιμένετε ώσπου να έρθω. Θα γυρίσω γρήγορα». Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατιώτες ευχαριστήθηκαν και αποφάσισαν να τον στείλουν, όσο γίνεται γρηγορότερα.
[5.1.5] Κατόπι σηκώθηκε ο Ξενοφώντας και είπε τούτα δω: «Το Χειρίσοφο τον στέλνουμε να πάει να φέρει πλοία, κι εμείς θα περιμένουμε. Θα σας μιλήσω λοιπόν γι᾽ αυτά που μου φαίνεται πως είναι απαραίτητα να κάνουμε, όσο θα μένουμε εδώ. [5.1.6] Πρώτα πρώτα πρέπει να προμηθευόμαστε τα τρόφιμα από την εχθρική χώρα. Γιατί εδώ ούτε μας προσφέρουν πολλά ν᾽ αγοράσουμε, ούτε χρήματα άφθονα έχουμε να διαθέσουμε για ψώνια, εκτός από μερικούς στρατιώτες. Έπειτα η χώρα είναι εχθρική, και γι᾽ αυτό υπάρχει κίνδυνος να χαθούν πολλοί, αν πηγαίνετε για τρόφιμα ξέγνοιαστοι κι απροφύλαχτοι. [5.1.7] Έτσι έχω τη γνώμη πως πρέπει να αρπάζετε τα τρόφιμα κάνοντας επιδρομές, κι όχι να τριγυρνάτε άσκοπα εδώ κι εκεί, ώστε να γλιτώσετε τη ζωή σας. Εμείς πάλι οι στρατηγοί θα φροντίζουμε να γίνονται αυτά όπως πρέπει». Οι στρατιώτες τα βρήκαν καλά και τούτα. [5.1.8] «Ακούστε, ακόμα, και τα παρακάτω. Μερικοί από σας θα βγουν για λεηλασίες. Νομίζω λοιπόν πως είναι πάρα πολύ χρήσιμο, εκείνος που πρόκειται να κάνει τέτοια δουλειά, να μας το πει, ακόμα να μας δηλώσει και για ποιό μέρος προορίζεται, ώστε να ξέρουμε πόσοι θα πάνε και πόσοι θα μείνουν, και να ετοιμάζουμε ό,τι χρειάζεται. Έτσι αν παρουσιαστεί ανάγκη να βοηθήσουμε μερικούς, θα ξέρουμε σε ποιό μέρος θα πρέπει να στείλουμε τη βοήθεια· και αν κανένας από κείνους που έχουν μικρή πείρα κάνει κάποια επιδρομή, θα του δώσουμε συμβουλές, προσπαθώντας πρώτα να πληροφορηθούμε τη δύναμη των ανθρώπων που θα χτυπήσει». Κι αυτά φάνηκαν σωστά στους στρατιώτες. [5.1.9] «Σκεφτείτε όμως και κάτι άλλο είπε. Οι εχθροί με άνεση μπορούν να κάνουν ληστρικές επιδρομές, και δίκαια σχεδιάζουν να μας επιτεθούν, αφού κρατάμε τις περιουσίες τους. Γι᾽ αυτό έχουν πιάσει θέσεις ψηλότερα από μας. Έχω λοιπόν τη γνώμη πως πρέπει να βάλουμε φρουρές γύρω από το στρατόπεδό μας και να φυλάμε, καθένας με τη σειρά του με μεγάλη προσοχή. Τότε δεν θα μπορούν με κανέναν τρόπο οι εχθροί να μας επιτεθούν μ᾽ επιτυχία. Προσέξτε ακόμα τούτα δω: [5.1.10] «Αν ήμασταν βέβαιοι πως γυρίζοντας ο Χειρίσοφος θα φέρει αρκετά καράβια, δεν θα ήταν καμιά ανάγκη να σας πω εκείνα που σκοπεύω. Τώρα όμως που αυτό είναι άγνωστο, μου φαίνεται σωστό να προσπαθήσουμε να ετοιμάσουμε πλοία από δω πέρα. Γιατί αν έρθει ο Χειρίσοφος και φέρει, θα ταξιδέψουμε με πιο πολλά, αφού θα έχουμε κι εμείς. Αν πάλι δεν φέρει, τότε θα χρησιμοποιήσουμε αυτά που θα είναι έτοιμα εδώ. [5.1.11] Πολλές φορές κοιτάζω πλοία που ταξιδεύουν κοντά στη στεριά. Μπορούμε λοιπόν να ζητήσουμε από τους Τραπεζούντιους πολεμικά καράβια και μ᾽ αυτά να πιάνουμε και να φέρνουμε στο λιμάνι εκείνα που ταξιδεύουν κοντά στη στεριά. Ύστερα να τα φυλάμε βγάζοντας τα τιμόνια τους, ώσπου να μαζευτούν όσα χρειάζονται για να μας πάνε στην Ελλάδα. Τότε, ίσως, δεν θα μας έλειπαν τα μέσα μεταφοράς που χρειαζόμαστε». Άρεσαν κι αυτά στους στρατιώτες. [5.1.12] «Στοχαστείτε, συνέχισε, μήπως είναι λογικό και να τρέφουμε με δικά μας έξοδα εκείνους που τα πλοία τους θα φέρουμε στο λιμάνι, όσον καιρό μένουν εδώ εξαιτίας μας, και να συμφωνήσουμε το ναύλο που θα τους πληρώσουμε, ώστε να υπάρχει όφελος όχι μονάχα σ᾽ εμάς, παρά και σ᾽ εκείνους». Τα δέχτηκαν κι αυτά. [5.1.13] «Αν αυτά, πρόσθεσε στο τέλος, δεν έρθουν όπως τα περιμένουμε, ώστε να έχουμε αρκετά πλοία για το ταξίδι, μου φαίνεται πως τότε πρέπει να παραγγείλουμε στις παραθαλάσσιες πόλεις να φτιάξουν τους δρόμους, που μαθαίνουμε πως είναι δυσκολοπέραστοι. Αυτές θα πεισθούν να το κάμουν και γιατί μας φοβούνται και γιατί θέλουν να μας ξεφορτωθούν».