Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.4.20-6.5.6)

[6.4.20] Καὶ πάλιν τῇ ὑστεραίᾳ ἐθύετο, καὶ σχεδόν τι πᾶσα ἡ στρατιὰ διὰ τὸ μέλειν ἅπασιν ἐκυκλοῦντο περὶ τὰ ἱερά· τὰ δὲ θύματα ἐπελελοίπει. οἱ δὲ στρατηγοὶ ἐξῆγον μὲν οὔ, συνεκάλεσαν δέ. [6.4.21] εἶπεν οὖν Ξενοφῶν· Ἴσως οἱ πολέμιοι συνειλεγμένοι εἰσὶ καὶ ἀνάγκη μάχεσθαι· εἰ οὖν καταλιπόντες ‹τὰ σκεύη› ἐν τῷ ἐρυμνῷ χωρίῳ ὡς εἰς μάχην παρεσκευασμένοι ἴοιμεν, ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ προχωροίη ἡμῖν. [6.4.22] ἀκούσαντες δ᾽ οἱ στρατιῶται ἀνέκραγον, ὡς οὐδὲν δέον εἰς τὸ χωρίον ἄγειν, ἀλλὰ θύεσθαι ὡς τάχιστα. καὶ πρόβατα μὲν οὐκέτι ἦν, βοῦς δὲ ὑπὸ ἁμάξης πριάμενοι ἐθύοντο· καὶ Ξενοφῶν Κλεάνορος ἐδεήθη τοῦ Ἀρκάδος προθυμεῖσθαι, εἴ τι ἐν τούτῳ εἴη. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἐγένοντο.
[6.4.23] Νέων δὲ ἦν μὲν στρατηγὸς κατὰ τὸ Χειρισόφου μέρος, ἐπεὶ δὲ ἑώρα τοὺς ἀνθρώπους ὡς εἶχον δεινῶς τῇ ἐνδείᾳ, βουλόμενος αὐτοῖς χαρίζεσθαι, εὑρών τινα ἄνθρωπον Ἡρακλεώτην, ὃς ἔφη κώμας ἐγγὺς εἰδέναι ὅθεν εἴη λαβεῖν τὰ ἐπιτήδεια, ἐκήρυξε τὸν βουλόμενον ἰέναι ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια, ὡς ἡγεμόνος ἐσομένου. ἐξέρχονται δὴ σὺν δορατίοις καὶ ἀσκοῖς καὶ θυλάκοις καὶ ἄλλοις ἀγγείοις εἰς δισχιλίους ἀνθρώπους. [6.4.24] ἐπειδὴ δὲ ἦσαν ἐν ταῖς κώμαις καὶ διεσπείροντο ὡς ἐπὶ τὸ λαμβάνειν, ἐπιπίπτουσιν αὐτοῖς οἱ Φαρναβάζου ἱππεῖς πρῶτοι· βεβοηθηκότες γὰρ ἦσαν τοῖς Βιθυνοῖς, βουλόμενοι σὺν τοῖς Βιθυνοῖς, εἰ δύναιντο, ἀποκωλῦσαι τοὺς Ἕλληνας μὴ ἐλθεῖν εἰς τὴν Φρυγίαν· οὗτοι οἱ ἱππεῖς ἀποκτείνουσι τῶν ἀνδρῶν οὐ μεῖον πεντακοσίους· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ τὸ ὄρος ἀνέφυγον. [6.4.25] ἐκ τούτου ἀπαγγέλλει τις ταῦτα τῶν ἀποφευγόντων εἰς τὸ στρατόπεδον. καὶ ὁ Ξενοφῶν, ἐπεὶ οὐκ ἐγεγένητο τὰ ἱερὰ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, λαβὼν βοῦν ὑπὸ ἁμάξης (οὐ γὰρ ἦν ἄλλα ἱερεῖα), σφαγιασάμενος ἐβοήθει καὶ οἱ ἄλλοι οἱ μέχρι τριάκοντα ἐτῶν ἅπαντες. [6.4.26] καὶ ἀναλαβόντες τοὺς λοιποὺς ἄνδρας εἰς τὸ στρατόπεδον ἀφικνοῦνται. καὶ ἤδη μὲν ἀμφὶ ἡλίου δυσμὰς ἦν καὶ οἱ Ἕλληνες μάλ᾽ ἀθύμως ἔχοντες ἐδειπνοποιοῦντο, καὶ ἐξαπίνης διὰ τῶν λασίων τῶν Βιθυνῶν τινες ἐπιγενόμενοι τοῖς προφύλαξι τοὺς μὲν κατέκαινον τοὺς δὲ ἐδίωξαν μέχρι εἰς τὸ στρατόπεδον. [6.4.27] καὶ κραυγῆς γενομένης εἰς τὰ ὅπλα πάντες ἔδραμον οἱ Ἕλληνες· καὶ διώκειν μὲν καὶ κινεῖν τὸ στρατόπεδον νυκτὸς οὐκ ἀσφαλὲς ἐδόκει εἶναι· δασέα γὰρ ἦν τὰ χωρία· ἐν δὲ τοῖς ὅπλοις ἐνυκτέρευον φυλαττόμενοι ἱκανοῖς φύλαξι.
[6.5.1] Τὴν μὲν νύκτα οὕτω διήγαγον· ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ οἱ στρατηγοὶ εἰς τὸ ἐρυμνὸν χωρίον ἡγοῦντο· οἱ δὲ εἵποντο ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα καὶ τὰ σκεύη. πρὶν δὲ ἀρίστου ὥραν εἶναι ἀπετάφρευον ᾗ ἡ εἴσοδος ἦν εἰς τὸ χωρίον, καὶ ἀπεσταύρωσαν ἅπαν, καταλιπόντες τρεῖς πύλας. καὶ πλοῖον ἐξ Ἡρακλείας ἧκεν ἄλφιτα ἄγον καὶ ἱερεῖα καὶ οἶνον. [6.5.2] πρῲ δ᾽ ἀναστὰς Ξενοφῶν ἐθύετο ἐπ᾽ ἐξόδῳ, καὶ γίγνεται τὰ ἱερὰ ἐπὶ τοῦ πρώτου ἱερείου. καὶ ἤδη τέλος ἐχόντων τῶν ἱερῶν ὁρᾷ αἰετὸν αἴσιον ὁ μάντις Ἀρηξίων Παρράσιος, καὶ ἡγεῖσθαι κελεύει τὸν Ξενοφῶντα. [6.5.3] καὶ διαβάντες τὴν τάφρον τὰ ὅπλα τίθενται, καὶ ἐκήρυξαν ἀριστήσαντας ἐξιέναι τοὺς στρατιώτας σὺν τοῖς ὅπλοις, τὸν δὲ ὄχλον καὶ τὰ ἀνδράποδα αὐτοῦ καταλιπεῖν. [6.5.4] οἱ μὲν δὴ ἄλλοι πάντες ἐξῇσαν, Νέων δὲ οὔ· ἐδόκει γὰρ κάλλιστον εἶναι τοῦτον φύλακα καταλιπεῖν τῶν ἐπὶ στρατοπέδου. ἐπεὶ δ᾽ οἱ λοχαγοὶ καὶ οἱ στρατιῶται ἀπέλειπον αὐτόν, αἰσχυνόμενοι μὴ ἐφέπεσθαι τῶν ἄλλων ἐξιόντων, κατέλιπον αὐτοῦ τοὺς ὑπὲρ πέντε καὶ τετταράκοντα ἔτη. καὶ οὗτοι μὲν ἔμενον, οἱ δ᾽ ἄλλοι ἐπορεύοντο. [6.5.5] πρὶν δὲ πεντεκαίδεκα στάδια διεληλυθέναι ἐνέτυχον ἤδη νεκροῖς· καὶ τὴν οὐρὰν τοῦ κέρατος ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους φανέντας νεκροὺς ἔθαπτον πάντας ὁπόσους [6.5.6] ἐπελάμβανε τὸ κέρας. ἐπεὶ δὲ τοὺς πρώτους ἔθαψαν, προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖθις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων ἔθαπτον τὸν αὐτὸν τρόπον ὁπόσους ἐπελάμβανεν ἡ στρατιά. ἐπεὶ δὲ εἰς τὴν ὁδὸν ἧκον τὴν ἐκ τῶν κωμῶν, ἔνθα ἔκειντο ἁθρόοι, συνενεγκόντες αὐτοὺς ἔθαψαν.

[6.4.20] Την άλλη μέρα ξαναθυσίαζε, και σχεδόν ολόκληρος ο στρατός, από την έγνοια που είχε, συγκεντρώθηκε γύρω στο βωμό. Μα τα ζώα δεν επαρκούσαν για θυσία. Ωστόσο οι στρατηγοί δεν έβγαζαν τους στρατιώτες, παρά τους συνάθροισαν. [6.4.21] Και ο Ξενοφώντας τούς είπε: «Ίσως οι εχθροί βρίσκονται συγκεντρωμένοι και θα χρειαστεί να πολεμήσουμε. Αν λοιπόν αφήσουμε τις αποσκευές μας εκεί που η τοποθεσία είναι οχυρή και βαδίσουμε ετοιμασμένοι για μάχη, τότε μπορεί οι θυσίες να δείξουν καλά σημάδια». [6.4.22] Όταν τ᾽ άκουσαν οι στρατιώτες, φώναξαν πως δεν χρειαζόταν να πάνε σε κείνο το μέρος, παρά έπρεπε να θυσιάσουν όσο γινόταν γρηγορότερα. Πρόβατα όμως δεν υπήρχαν πια, κι έτσι αγόρασαν βόδια απ᾽ αυτά που ήταν ζεμένα στ᾽ αμάξια, και τα θυσίαζαν. Και ο Ξενοφώντας παρακάλεσε τον Κλεάνορα τον Αρκάδα να θυσιάσει αντί γι᾽ αυτόν, μήπως με την αλλαγή γίνει κάτι. Μα ούτε τότε οι θυσίες έδειξαν καλά σημάδια.
[6.4.23] Ο Νέωνας, που στο μεταξύ είχε γίνει στρατηγός σε αντικατάσταση του Χειρίσοφου, όταν είδε σε πόσο δύσκολη κατάσταση βρίσκονταν οι στρατιώτες από τις πολλές ελλείψεις, θέλησε να τους προσφέρει κάποια υπηρεσία. Καθώς βρήκε λοιπόν έναν Ηρακλειώτη, που έλεγε πως ξέρει εκεί κοντά κάτι χωριά απ᾽ όπου μπορούσαν να πάρουν τρόφιμα, διαλάλησε πως όποιος ήθελε ήταν ελεύθερος να πάει, γιατί τώρα θα είχαν οδηγό. Έτσι βγαίνουν οι στρατιώτες με μικρά δόρατα, με ασκιά και με ταγάρια και με άλλα αγγεία, πάνω κάτω δυο χιλιάδες άντρες. [6.4.24] Όταν όμως μπήκαν στα χωριά και σκορπίστηκαν για ν᾽ αρχίσουν τη λεηλασία, τους κάνουν επίθεση πρώτα πρώτα οι ιππείς του Φαρνάβαζου. Γιατί τούτοι είχαν έρθει να βοηθήσουν τους Βιθυνούς, θέλοντας μαζί τους να εμποδίσουν, αν μπορούσαν, τους Έλληνες να μπουν στη Φρυγία. Τότε σκοτώνονται από τους ιππείς ως πεντακόσιοι άντρες, ενώ οι υπόλοιποι τράβηξαν απάνω στα βουνά και σώθηκαν. [6.4.25] Σε λίγο κάποιος από κείνους που ξέφυγαν ανακοινώνει στο στρατόπεδο τα όσα έγιναν. Και ο Ξενοφώντας, επειδή οι θυσίες δεν έδειχναν καλά σημάδια τούτη την ήμερα, πήρε ένα βόδι που ήταν ζεμένο στο αμάξι, γιατί δεν υπήρχαν άλλα ζώα για θυσία, το θυσίασε κι ύστερα έτρεξε να τους βοηθήσει, μαζί με όλους τους άλλους που ήταν ως τριάντα χρονών. [6.4.26] Έτσι πήραν όσους είχαν γλιτώσει και γυρίζουν στο στρατόπεδο. Μα προς το βασίλεμα του ήλιου, όταν οι Έλληνες είχαν αρχίσει να δειπνούν κι ήταν πολύ στενοχωρημένοι, ξαφνικά μερικοί Βιθυνοί, βγαίνοντας από τη δασωμένη περιοχή, έπεσαν απάνω στους στρατιώτες της προφυλακής και άλλους σκότωσαν κι άλλους κυνήγησαν ως το στρατόπεδο. [6.4.27] Από τις δυνατές φωνές που ακούστηκαν τότε, οι Έλληνες όλοι έτρεξαν στα όπλα. Δεν τους φαινόταν όμως πως θα είχαν ασφάλεια, αν κυνηγούσαν τους εχθρούς και μετακινούσαν το στρατόπεδο, καθώς ήταν σκοτάδι, γιατί τα γύρω μέρη ήταν δασωμένα. Γι᾽ αυτό πέρασαν τη νύχτα οπλισμένοι και φυλάγονταν από αρκετούς φρουρούς.
[6.5.1] Έτσι πέρασαν τη νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, οι στρατηγοί οδηγούσαν τους στρατιώτες προς την οχυρή τοποθεσία, κι εκείνοι ακολουθούσαν με τα όπλα και τις αποσκευές τους. Και προτού φτάσει η ώρα του φαγητού, έκαμαν ένα χαντάκι και οχύρωσαν την είσοδο του οχυρού, περιχαράκωσαν όλη την έκταση με παλούκια κι άφησαν τρεις πύλες. Στο μεταξύ ήρθε ένα πλοίο από την Ηράκλεια κι έφερε αλεύρι κριθαρένιο και ζώα για θυσίες και κρασί. [6.5.2] Ο Ξενοφώντας σηκώθηκε πρωί κι άρχισε να θυσιάζει για να δει αν μπορούσαν να ξεκινήσουν, και τα σημάδια της θυσίας από το πρώτο ζώο κιόλας φάνηκαν καλά. Τελείωναν πια οι θυσίες, όταν ο μάντης Αρηξίωνας ο Παρράσιος είδε έναν αετό καλοσήμαδο, και τότε προτρέπει τον Ξενοφώντα να οδηγήσει το στράτευμα. [6.5.3] Έτσι πέρασαν το χαντάκι, ακούμπησαν τα όπλα στη γη κι έδωσαν εντολή με τον κήρυκα να γευματίσουν οι στρατιώτες και ύστερα να βγουν οπλισμένοι, αφήνοντας εκεί τους άμαχους και τους αιχμάλωτους. [6.5.4] Βγήκαν λοιπόν όλοι οι άλλοι εκτός από το Νέωνα, γιατί νόμισαν πως ήταν προτιμότερο να τον αφήσουν να φυλάει το στρατόπεδο. Οι λοχαγοί όμως κι οι στρατιώτες του ντράπηκαν να μην ακολουθήσουν τους άλλους που έφευγαν, και γι᾽ αυτό τον άφησαν εκεί μαζί με κείνους που ήταν πάνω από σαράντα πέντε χρονών. Αυτοί έμειναν, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να προχωρούν. [6.5.5] Προτού περάσουν όμως δεκαπέντε στάδια, βρήκαν κάτι νεκρούς. Και όταν η ουρά του στρατεύματος έφτασε στο μέρος που βρέθηκαν οι πρώτοι νεκροί, τότε έθαψαν όλους όσοι βρίσκονταν σ᾽ ολόκληρη την έκταση που έπιανε η παράταξη. [6.5.6] Έθαψαν εκείνους και συνέχισαν την πορεία, κι όταν ξανάφτασε η ούρα στους πρώτους άταφους, έθαψαν πάλι με τον ίδιο τρόπο όσους βρίσκονταν σε όλο το μάκρος της παράταξης. Τέλος πήγαν στο κεντρικό σημείο, όπου ενώνονταν οι δρόμοι των χωριών. Εκεί βρίσκονταν πεσμένοι πολλοί νεκροί, που τους μάζεψαν και τους έθαψαν.