Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.1.1-6.1.13)

ΒΙΒΛΙΟ ΣΤ


[6.1.1] Ἐκ τούτου δὲ ἐν τῇ διατριβῇ οἱ μὲν ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἔζων, οἱ δὲ καὶ λῃζόμενοι ἐκ τῆς Παφλαγονίας. ἐκλώπευον δὲ καὶ οἱ Παφλαγόνες εὖ μάλα τοὺς ἀποσκεδαννυμένους, καὶ τῆς νυκτὸς τοὺς πρόσω σκηνοῦντας ἐπειρῶντο κακουργεῖν· καὶ πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους εἶχον ἐκ τούτων. [6.1.2] ὁ δὲ Κορύλας, ὃς ἐτύγχανε τότε Παφλαγονίας ἄρχων, πέμπει παρὰ τοὺς Ἕλληνας πρέσβεις ἔχοντας ἵππους καὶ στολὰς καλάς, λέγοντας ὅτι Κορύλας ἕτοιμος εἴη τοὺς Ἕλληνας μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι. [6.1.3] οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπεκρίναντο ὅτι περὶ μὲν τούτων σὺν τῇ στρατιᾷ βουλεύσοιντο, ἐπὶ ξένια δὲ ἐδέχοντο αὐτούς· παρεκάλεσαν δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἀνδρῶν οὓς ἐδόκουν δικαιοτάτους εἶναι. [6.1.4] θύσαντες δὲ βοῦς τῶν αἰχμαλώτων καὶ ἄλλα ἱερεῖα εὐωχίαν μὲν ἀρκοῦσαν παρεῖχον, κατακείμενοι δὲ ἐν στιβάσιν ἐδείπνουν, καὶ ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων, οἷς ἐνετύγχανον ἐν τῇ χώρᾳ. [6.1.5] ἐπεὶ δὲ σπονδαί τε ἐγένοντο καὶ ἐπαιάνισαν, ἀνέστησαν πρῶτον μὲν Θρᾷκες καὶ πρὸς αὐλὸν ὠρχήσαντο σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ ἥλλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως καὶ ταῖς μαχαίραις ἐχρῶντο· τέλος δὲ ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον παίει, ὡς πᾶσιν ἐδόκει [πεπληγέναι τὸν ἄνδρα]· ὁ δ᾽ ἔπεσε τεχνικῶς πως. [6.1.6] καὶ ἀνέκραγον οἱ Παφλαγόνες. καὶ ὁ μὲν σκυλεύσας τὰ ὅπλα τοῦ ἑτέρου ἐξῄει ᾄδων τὸν Σιτάλκαν· ἄλλοι δὲ τῶν Θρᾳκῶν τὸν ἕτερον ἐξέφερον ὡς τεθνηκότα· ἦν δὲ οὐδὲν πεπονθώς. [6.1.7] μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν, οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις. [6.1.8] ὁ δὲ τρόπος τῆς ὀρχήσεως ἦν, ὁ μὲν παραθέμενος τὰ ὅπλα σπείρει καὶ ζευγηλατεῖ, πυκνὰ δὲ στρεφόμενος ὡς φοβούμενος, λῃστὴς δὲ προσέρχεται· ὁ δ᾽ ἐπειδὰν προΐδηται, ἀπαντᾷ ἁρπάσας τὰ ὅπλα καὶ μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους· καὶ οὗτοι ταῦτ᾽ ἐποίουν ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν αὐλόν· καὶ τέλος ὁ λῃστὴς δήσας τὸν ἄνδρα καὶ τὸ ζεῦγος ἀπάγει· [6.1.9] ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ζευγηλάτης τὸν λῃστήν· εἶτα παρὰ τοὺς βοῦς ζεύξας ὀπίσω τὼ χεῖρε δεδεμένον ἐλαύνει. μετὰ τοῦτο Μυσὸς εἰσῆλθεν ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἔχων πέλτην, καὶ τοτὲ μὲν ὡς δύο ἀντιταττομένων μιμούμενος ὠρχεῖτο, τοτὲ δὲ ὡς πρὸς ἕνα ἐχρῆτο ταῖς πέλταις, τοτὲ δ᾽ ἐδινεῖτο καὶ ἐξεκυβίστα ἔχων τὰς πέλτας, ὥστε ὄψιν καλὴν φαίνεσθαι. [6.1.10] τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῖτο κρούων τὰς πέλτας καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο· καὶ ταῦτα πάντα ἐν ῥυθμῷ ἐποίει πρὸς τὸν αὐλόν. [6.1.11] ἐπὶ δὲ τούτῳ [ἐπιόντες] οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν Ἀρκάδων ἀναστάντες ἐξοπλισάμενοι ὡς ἐδύναντο κάλλιστα ᾖσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥσπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς προσόδοις. ὁρῶντες δὲ οἱ Παφλαγόνες δεινὰ ἐποιοῦντο πάσας τὰς ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι. [6.1.12] ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς, πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς κούφην αὐτῇ. ἡ δὲ ὠρχήσατο πυρρίχην ἐλαφρῶς. [6.1.13] ἐνταῦθα κρότος ἦν πολύς, καὶ οἱ Παφλαγόνες ἤροντο εἰ καὶ γυναῖκες συνεμάχοντο αὐτοῖς. οἱ δ᾽ ἔλεγον ὅτι αὗται καὶ αἱ τρεψάμεναι εἶεν βασιλέα ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τῇ μὲν νυκτὶ ταύτῃ τοῦτο τὸ τέλος ἐγένετο.

ΒΙΒΛΙΟ EKTO


[6.1.1] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όσον καιρό έμεναν στα Κοτύωρα, άλλοι ζούσαν αγοράζοντας τα τρόφιμα κι άλλοι αρπάζοντάς τα από την Παφλαγονία. Κι οι Παφλαγόνες όμως λήστευαν με μεγάλη επιδεξοσύνη εκείνους που σκόρπιζαν από δω κι από κει, και προσπαθούσαν να κακοποιούν όσους κατασκήνωναν τη νύχτα μακριά. Αυτό ήταν αιτία να βρίσκονται σε εχθρικότατες σχέσεις αναμεταξύ τους. [6.1.2] Ο Κορύλας, που έτυχε τότε να είναι διοικητής της Παφλαγονίας, στέλνει στους Έλληνες απεσταλμένους με άλογα και όμορφες στολές, για να τους πουν πως ήταν πρόθυμος να συνεννοηθεί μαζί τους, ώστε να μη βλάφτει ο ένας τον άλλο. [6.1.3] Αλλά οι στρατηγοί αποκρίθηκαν πως γι᾽ αυτά θα πάρουν απόφαση μαζί με το στρατό, φιλοξένησαν όμως πρόθυμα τους απεσταλμένους. Για τη φιλοξενία προσκάλεσαν κι από τους άλλους Έλληνες όσους νόμιζαν πως άξιζαν μια τέτοια τιμή. [6.1.4] Τότε θυσίασαν μερικά από τα βόδια που είχαν πάρει από τους εχθρούς και άλλα ζώα, και σέρβιραν άφθονα φαγητά, που τα έτρωγαν ξαπλωμένοι πάνω σε δεντρόφυλλα, κι έπιναν το κρασί σε ποτήρια καμωμένα από κέρατα ζώων, που τα έβρισκαν σ᾽ αυτόν τον τόπο. [6.1.5] Όταν έκαμαν σπονδές και τραγούδησαν τον παιάνα, σηκώθηκαν πρώτοι κάποιοι στρατιώτες που ήταν από τη Θράκη και χόρεψαν οπλισμένοι, ενώ έπαιζε η φλογέρα, και πηδούσαν ψηλά κι ελαφρά, κάνοντας φιγούρες χορευτικές με τα μαχαίρια τους. Τέλος ο ένας χτυπάει τον άλλο και τον πληγώνει, όπως νόμισαν όλοι. [6.1.6] Ο πληγωμένος έπεσε στη γη με πιδέξιο τρόπο. Κι οι Παφλαγόνες έβγαλαν δυνατές φωνές. Τότε ο νικητής έβγαλε τα όπλα του άλλου και τα πήρε και βγήκε από το μέρος που χόρευαν, τραγουδώντας το τραγούδι του Σιτάλκα. Άλλοι Θράκες κουβάλησαν έξω το νικημένο, που τάχα ήταν νεκρός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε πάθει τίποτα. [6.1.7] Ύστερα σηκώθηκαν Αινιάνες και Μάγνητες και χόρεψαν, οπλισμένοι κι αυτοί, ένα χορό που λέγεται καρπαία. [6.1.8] Ο τρόπος του χορού ήταν έτσι δα: ο ένας αφήνει τα όπλα καταγής σιμά του κι αρχίζει τάχα να οδηγάει τα βόδια και να σπέρνει, συχνά όμως γυρίζει προς τα πίσω το κεφάλι σαν να φοβάται. Ξαφνικά παρουσιάζεται ο άλλος που κάνει το ληστή. Μόλις τον δει ο πρώτος από μακριά, αρπάζει τα όπλα και τρέχει να τον συναντήσει· μπροστά στα βόδια πιάνει πόλεμο μαζί του. Όλα αυτά τα έκαναν ρυθμικά, σύμφωνα με το σκοπό που έπαιζε η φλογέρα. Στο τέλος ο ληστής δένει το ζευγολάτη και τον παίρνει και φεύγει μαζί με τα βόδια. [6.1.9] Καμιά φορά όμως γίνεται το αντίθετο. Τότε ο ζευγολάτης δένει προς τα πίσω τα χέρια του ληστή, τον ζεύει πλάι στα βόδια και τον κεντά μαζί μ᾽ αυτά. Κατόπιν άρχισε το χορό κάποιος που ήταν από τη Μυσία, κρατώντας μια μικρή ασπίδα από κλωνάρια ιτιάς στο κάθε του χέρι. Τούτος χορεύοντας, τη μια έκανε πως πολεμούσε ενάντια σε δυο αντιπάλους, την άλλη χρησιμοποιούσε τις ασπίδες αντιμετωπίζοντας τον ένα μονάχα, και άλλοτε πάλι στριφογύριζε γρήγορα κι έκανε τούμπες προς τα πίσω, κρατώντας τις ασπίδες. Έτσι παρουσιαζόταν ένα ωραίο θέαμα. [6.1.10] Στο τέλος χόρεψε τον περσικό χορό χτυπώντας τις ασπίδες, και γονάτιζε και ξανασηκωνόταν. Και όλα αυτά τα έκανε ρυθμικά, σύμφωνα με το σκοπό της φλογέρας.
[6.1.11] Πάνω στην ώρα, μπήκαν ξαφνικά στρατιώτες από τη Μαντίνεια· σηκώθηκαν και μερικοί άλλοι από την Αρκαδία φορώντας όσο γίνεται πιο όμορφο στολισμό, και περπατούσαν ρυθμικά με το σκοπό του ένοπλου χορού που έπαιζε η φλογέρα. Ύστερα τραγούδησαν τον παιάνα και χόρεψαν, όπως γίνεται όταν πηγαίνουν στους ναούς των θεών οι ιερές πομπές. Με κατάπληξη είδαν οι Παφλαγόνες όλους αυτούς τους ένοπλους χορούς.
[6.1.12] Τότε ο Μυσός, βλέποντάς τους να τα έχουν χαμένα, κατάφερε κάποιον από την Αρκαδία που είχε αγοράσει μια χορεύτρια, να τη φέρει μέσα, αφού πρώτα τη στόλισε όσο μπορούσε πιο όμορφα και της έδωσε μια ελαφριά ασπίδα. Εκείνη χόρεψε με πολλά λυγίσματα την πυρρίχη. [6.1.13] Τότε χάλασε ο κόσμος από τα χειροκροτήματα, κι οι Παφλαγόνες ρώτησαν αν πολεμούσαν μαζί τους και γυναίκες. Οι στρατιώτες απάντησαν πως αυτές ήταν που έκαμαν το βασιλιά να το βάλει στα πόδια και να φύγει από το στρατόπεδο. Έτσι τελείωσε η νύχτα τούτη.