Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.3.24-6.4.8)

[6.3.24] Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἀμφὶ Ξενοφῶντα, ἐπεὶ ἠρίστησαν, συσκευασάμενοι ἐπορεύοντο, βουλόμενοι ὡς τάχιστα συμμεῖξαι τοῖς ἄλλοις εἰς Κάλπης λιμένα. καὶ πορευόμενοι ἑώρων τὸν στίβον τῶν Ἀρκάδων καὶ Ἀχαιῶν κατὰ τὴν ἐπὶ Κάλπης ὁδόν. ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο εἰς τὸ αὐτό, ἄσμενοί τε εἶδον ἀλλήλους καὶ ἠσπάζοντο ὥσπερ ἀδελφούς. [6.3.25] καὶ ἐπυνθάνοντο οἱ Ἀρκάδες τῶν περὶ Ξενοφῶντα τί τὰ πυρὰ κατασβέσειαν· ἡμεῖς μὲν γάρ, ἔφασαν, ᾤμεθα ὑμᾶς τὸ μὲν πρῶτον, ἐπειδὴ τὰ πυρὰ οὐχ ἑωρῶμεν, τῆς νυκτὸς ἥξειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους· καὶ οἱ πολέμιοι δέ, ὥς γε ἡμῖν ἐδόκουν, τοῦτο δείσαντες ἀπῆλθον· σχεδὸν γὰρ ἀμφὶ τοῦτον τὸν χρόνον ἀπῇσαν. [6.3.26] ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀφίκεσθε, ὁ δὲ χρόνος ἐξῆκεν, ᾠόμεθα ὑμᾶς πυθομένους τὰ παρ᾽ ἡμῖν φοβηθέντας οἴχεσθαι ἀποδράντας ἐπὶ θάλατταν· καὶ ἐδόκει ἡμῖν μὴ ἀπολείπεσθαι ὑμῶν. οὕτως οὖν καὶ ἡμεῖς δεῦρο ἐπορεύθημεν.
[6.4.1] Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν αὐτοῦ ηὐλίζοντο ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ πρὸς τῷ λιμένι. τὸ δὲ χωρίον τοῦτο ὃ καλεῖται Κάλπης λιμὴν ἔστι μὲν ἐν τῇ Θρᾴκῃ τῇ ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἀρξαμένη δὲ ἡ Θρᾴκη αὕτη ἐστὶν ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ Πόντου μέχρι Ἡρακλείας ἐπὶ δεξιὰ εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι. [6.4.2] καὶ τριήρει μέν ἐστιν εἰς Ἡράκλειαν ἐκ Βυζαντίου κώπαις ἡμέρας μακρᾶς πλοῦς· ἐν δὲ τῷ μέσῳ ἄλλη μὲν πόλις οὐδεμία οὔτε φιλία οὔτε Ἑλληνίς, ἀλλὰ Θρᾷκες Βιθυνοί· καὶ οὓς ἂν λάβωσι τῶν Ἑλλήνων ἐκπίπτοντας ἢ ἄλλως πως δεινὰ ὑβρίζειν λέγονται τοὺς Ἕλληνας. [6.4.3] ὁ δὲ Κάλπης λιμὴν ἐν μέσῳ μὲν κεῖται ἑκατέρωθεν πλεόντων ἐξ Ἡρακλείας καὶ Βυζαντίου, ἔστι δ᾽ ἐν τῇ θαλάττῃ προκείμενον χωρίον, τὸ μὲν εἰς τὴν θάλατταν καθῆκον αὐτοῦ πέτρα ἀπορρώξ, ὕψος ὅπῃ ἐλάχιστον οὐ μεῖον εἴκοσιν ὀργυιῶν, ὁ δὲ αὐχὴν ὁ εἰς τὴν γῆν ἀνήκων τοῦ χωρίου μάλιστα τεττάρων πλέθρων τὸ εὖρος· τὸ δ᾽ ἐντὸς τοῦ αὐχένος χωρίον ἱκανὸν μυρίοις ἀνθρώποις οἰκῆσαι. [6.4.4] λιμὴν δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῇ τῇ πέτρᾳ τὸ πρὸς ἑσπέραν αἰγιαλὸν ἔχων. κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος καὶ ἄφθονος ῥέουσα ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου. ξύλα δὲ πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα, πάνυ δὲ πολλὰ καὶ καλὰ ναυπηγήσιμα ἐπ᾽ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ. [6.4.5] τὸ δὲ ὄρος εἰς μεσόγειαν μὲν ἀνήκει ὅσον ἐπὶ εἴκοσι σταδίους, καὶ τοῦτο γεῶδες καὶ ἄλιθον· τὸ δὲ παρὰ θάλατταν πλέον ἢ ἐπὶ εἴκοσι σταδίους δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις. [6.4.6] ἡ δὲ ἄλλη χώρα καλὴ καὶ πολλή, καὶ κῶμαι ἐν αὐτῇ εἰσι πολλαὶ καὶ οἰκούμεναι· φέρει γὰρ ἡ γῆ καὶ κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ ὄσπρια πάντα καὶ μελίνας καὶ σήσαμα καὶ σῦκα ἀρκοῦντα καὶ ἀμπέλους πολλὰς καὶ ἡδυοίνους καὶ τἆλλα πάντα πλὴν ἐλαῶν. [6.4.7] ἡ μὲν χώρα ἦν τοιαύτη. ἐσκήνουν δ᾽ ἐν τῷ αἰγιαλῷ πρὸς τῇ θαλάττῃ· εἰς δὲ τὸ πόλισμα ἂν γενόμενον οὐκ ἐβούλοντο στρατοπεδεύεσθαι, ἀλλὰ ἐδόκει καὶ τὸ ἐλθεῖν ἐνταῦθα ἐξ ἐπιβουλῆς εἶναι, βουλομένων τινῶν κατοικίσαι πόλιν. [6.4.8] τῶν γὰρ στρατιωτῶν οἱ πλεῖστοι ἦσαν οὐ σπάνει βίου ἐκπεπλευκότες ἐπὶ ταύτην τὴν μισθοφοράν, ἀλλὰ τὴν Κύρου ἀρετὴν ἀκούοντες, οἱ μὲν καὶ ἄνδρας ἄγοντες, οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, καὶ τούτων ἕτεροι ἀποδεδρακότες πατέρας καὶ μητέρας, οἱ δὲ καὶ τέκνα καταλιπόντες ὡς χρήματ᾽ αὐτοῖς κτησάμενοι ἥξοντες πάλιν, ἀκούοντες καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρὰ Κύρῳ πολλὰ καὶ ἀγαθὰ πράττειν. τοιοῦτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι.

[6.3.24] Όταν τ᾽ άκουσαν ο Ξενοφώντας κι οι στρατιώτες του, πρώτα έφαγαν κι ύστερα ετοίμασαν τις αποσκευές τους και ξεκίνησαν, θέλοντας να συναντηθούν με τους άλλους στο λιμάνι της Κάλπης, όσο γινόταν πιο γρήγορα. Καθώς προχωρούσαν, έβλεπαν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην Κάλπη τις πατημασιές των Αρκάδων και Αχαιών. Κι όταν πήγαν εκεί, πασίχαροι είδαν ο ένας τον άλλο και φιλιόνταν σαν αδερφοί. [6.3.25] Τότε οι Αρκάδες ρώτησαν τους στρατιώτες του Ξενοφώντα γιατί έσβησαν τις φωτιές. «Εμείς, έλεγαν, στην αρχή που δεν βλέπαμε πια τις φωτιές, νομίζαμε πως θα επιτεθείτε τη νύχτα ενάντια στους εχθρούς. Είχαμε τη γνώμη μάλιστα πως κι εκείνοι αυτό φοβήθηκαν κι έφυγαν, γιατί ίσα ίσα την ίδια στιγμή άρχισαν να φεύγουν. [6.3.26] Όταν όμως περνούσε η ώρα κι εσείς δεν ερχόσασταν, νομίσαμε πως πληροφορηθήκατε την κατάστασή μας, φοβηθήκατε και το σκάσατε γρήγορα προς τη θάλασσα. Τότε αποφασίσαμε να έρθουμε εκεί που πηγαίνατε. Έτσι φτάσαμε κι εμείς εδώ».
[6.4.1] Εκείνη την ήμερα λοιπόν στρατοπέδεψαν στο γιαλό, κοντά στο λιμάνι. Ο τόπος αυτός που ονομάζεται λιμάνι της Κάλπης, βρίσκεται στη Θράκη της Ασίας· η Θράκη τούτη πάλι αρχίζει από την είσοδο του Πόντου κι απλώνεται ως την Ηράκλεια, που είναι δεξιά μας, καθώς ταξιδεύουμε προς τον Πόντο. [6.4.2] Η απόσταση από το Βυζάντιο ως την Ηράκλεια, όταν το καράβι αρμενίζει με κουπιά, είναι ταξίδι μιας μεγάλης μέρας του χρόνου. Ανάμεσα σ᾽ αυτές τις δυο δεν υπάρχει καμιά άλλη πολιτεία ούτε φιλική ούτε ελληνική, παρά κατοικούν Θράκες Βιθυνοί. Και όποιους πιάσουν από τους Έλληνες να έχουν ναυαγήσει ή να ξεμπαρκάρουν εκεί με κάποιον άλλο τρόπο, λένε πως τους φέρνονται με μεγάλη σκληρότητα. [6.4.3] Όσο για το λιμάνι της Κάλπης, αυτό βρίσκεται στη μέση του δρόμου από την Ηράκλεια ως το Βυζάντιο, όταν ταξιδεύει κανείς με πλοίο από τη μια πολιτεία στην άλλη. Υπάρχει ακόμα εκεί ένα ακρωτήρι, που όσο μέρος του προχωρεί μέσα στη θάλασσα είναι ένας απόκρημνος βράχος κι έχει ύψος, στο χαμηλότερο σημείο, ως είκοσι οργιές, ενώ η ράχη του που απλώνεται στη στεριά, έχει πλάτος απάνω κάτω τέσσερα πλέθρα. Κι ο χώρος της ράχης αυτής είναι αρκετός να χωρέσει δέκα χιλιάδες κατοίκους. [6.4.4] Κάτω απ᾽ αυτόν το βράχο και στη δυτική του μεριά, υπάρχει ένα λιμάνι με αμμουδερή ακροθαλασσιά. Και μια βρύση με γλυκό και άφθονο νερό τρέχει δίπλα στη θάλασσα, στην περιοχή όπου δεσπόζει το ακρωτήρι. Υπάρχουν ακόμα κοντά στη θάλασσα και άλλων λογιών δέντρα, προπάντων όμως μερικά που είναι κατάλληλα για να φτιάχνουν με τα ξύλα τους καράβια. [6.4.5] Όσο για το βουνό, αυτό προχωρεί στο εσωτερικό της χώρας ως είκοσι στάδια, κι είναι από χώμα και δίχως πέτρες. Υπάρχει και μια παραθαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από είκοσι στάδια, που είναι γεμάτη από δέντρα κάθε λογής, πολλά και ψηλόκορμα. [6.4.6] Η υπόλοιπη χώρα είναι μεγάλη και εύφορη, και βρίσκονται σ᾽ αυτή χωριά πολλά και με αρκετούς κατοίκους. Γιατί η γη παράγει και κριθάρια και σιτάρια και όλα τα όσπρια και μελίνες και σουσάμια και σύκα αρκετά και σταφύλια πολλά, που κάνουν γλυκόπιοτο κρασί, κι απ᾽ όλα τ᾽ άλλα, εκτός από ελιές. [6.4.7] Τέτοια ήταν η χώρα. Οι Έλληνες τότε κατασκήνωσαν στην ακρογιαλιά, γιατί δεν ήθελαν να στρατοπεδέψουν στο μέρος όπου θα μπορούσε να χτιστεί πολιτεία. Τους φαινόταν πως και μονάχα το να πάνε σ᾽ αυτήν τη θέση θα έδειχνε κάποια υστεροβουλία, αφού μερικοί ήθελαν να χτίσουν εκεί πόλη. [6.4.8] Γιατί οι περισσότεροι στρατιώτες δεν είχαν φύγει από την πατρίδα τους για να γίνουν μισθοφόροι από φτώχεια, παρά επειδή άκουγαν την ανθρωπιά του Κύρου· άλλοι πάλι πήγαν και του πρόσφεραν άντρες, άλλοι είχαν ξοδέψει από πάνω και χρήματα, μερικοί απ᾽ αυτούς είχαν φύγει κρυφά από τους πατεράδες και τις μητέρες τους κι άλλοι είχαν αφήσει τα παιδιά τους, με σκοπό ν᾽ αποχτήσουν περιουσίες και να ξαναγυρίσουν πίσω, μια και μάθαιναν πως όλοι που υπηρέτησαν κοντά στον Κύρο ωφελήθηκαν πολύ. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν, και γι᾽ αυτό λαχταρούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα.