[6.4.9] Ο Ξενοφώντας την άλλη μέρα, ύστερ᾽ από κείνη που έγινε η συγκέντρωση των στρατιωτών, θυσίαζε για να μάθει αν μπορούσαν να κινηθούν. Γιατί ήταν ανάγκη να βγάλει το στρατό για να προμηθευτεί τρόφιμα, κι ακόμα σκεφτόταν πως έπρεπε να θάψει τους νεκρούς. Επειδή τα σημάδια από τις θυσίες ήταν καλά, ξεκίνησε μαζί με τους Αρκάδες, κι έθαψαν τους περισσότερους νεκρούς στον τόπο όπου έπεσε ο καθένας. Γιατί ήταν πια πέντε μέρες που είχαν σκοτωθεί, και γι᾽ αυτό ήταν ολωσδιόλου αδύνατο να τους σηκώσουν. Μερικούς μάλιστα τους μάζεψαν από τους δρόμους και τους έθαψαν πρόχειρα, όσο μπορούσαν καλύτερα. Όσο για κείνους που δεν έβρισκαν, τους έφτιαξαν ένα μεγάλο κενοτάφιο κι έβαλαν επάνω στεφάνια. [6.4.10] Όταν τα έκαμαν αυτά, γύρισαν στο στρατόπεδο. Τότε δείπνησαν και κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα όμως μαζεύτηκαν όλοι οι στρατιώτες. Τους σύναξαν ιδιαίτερα οι λοχαγοί Αγασίας ο Στυμφάλιος και Ιερώνυμος ο Ηλείος, και οι πιο ηλικιωμένοι Αρκάδες. [6.4.11] Και πήραν την απόφαση, αν κανένας από δω και πέρα προτείνει να χωριστεί το στράτευμα, αυτός να τιμωρηθεί με θάνατο, κι ακόμα να φύγουν βαδίζοντας από τη στεριά με το σχηματισμό που είχαν πρωτύτερα, και να διοικούν οι προηγούμενοι στρατηγοί. Ο Χειρίσοφος στο μεταξύ είχε πεθάνει από ένα φάρμακο που ήπιε για να του περάσει ο πυρετός, και στη θέση του μπήκε ο Νέωνας ο Ασιναίος. [6.4.12] Ύστερα απ᾽ αυτά σηκώθηκε ο Ξενοφώντας και είπε: «Στρατιώτες, ολοκάθαρα φαίνεται πως το ταξίδι πρέπει να το κάμουμε με τα πόδια, γιατί δεν έχουμε πλοία. Και μάλιστα είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε τώρα, αφού και να θέλουμε να μείνουμε δεν υπάρχουν τρόφιμα. Εμείς λοιπόν, είπε, θα θυσιάσουμε, ενώ εσείς πρέπει να ετοιμάζεστε για μάχη, περισσότερο τώρα από κάθε άλλη φορά. Και τούτο, γιατί οι εχθροί έχουν πάρει θάρρος». [6.4.13] Τότε άρχισαν οι στρατηγοί να θυσιάζουν. Τη θυσία την παρακολουθούσε ο μάντης Αρηξίωνας από την Αρκαδία, γιατί ο Σιλανός ο Αμπρακιώτης πριν από καιρό είχε ναυλώσει ένα πλοίο και το ᾽σκασε από την Ηράκλεια. Τα σημάδια όμως της θυσίας δεν ήταν ευνοϊκά για την αναχώρηση, κι έτσι την ημέρα εκείνη δεν μετακινήθηκαν. [6.4.14] Αλλά μερικοί έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο Ξενοφώντας, θέλοντας να χτίσει πόλη στο μέρος εκείνο, κατάφερε το μάντη να πει πως οι θυσίες δεν δείχνουν καλά σημάδια για την αναχώρησή τους. [6.4.15] Γι᾽ αυτό την άλλη μέρα ο Ξενοφώντας διαλάλησε πως μπορούσε όποιος ήθελε να παρακολουθήσει τη θυσία, κι έδωσε εντολή, αν υπάρχει κανένας μάντης, να σταθεί κοντά, για να παρατηρήσει κι αυτός. Έτσι άρχισε να θυσιάζει, ενώ τριγύρω βρίσκονταν πολλοί. [6.4.16] Ξαναθυσίασε τρίτη φορά για να δει αν μπορούσαν να φύγουν, μα τα σημάδια ήταν αντίθετα. Τότε οι στρατιώτες στενοχωρέθηκαν, γιατί και τα τρόφιμα που είχαν κουβαλήσει μαζί τους σώθηκαν και πουθενά δεν έβρισκαν ν᾽ αγοράσουν. [6.4.17] Τότε συγκεντρώθηκαν πάλι και ο Ξενοφώντας ξαναμίλησε: «Στρατιώτες, βλέπετε πως από τη μια οι θυσίες δεν είναι ευνοϊκές για το ταξίδι μας, ενώ από την άλλη χρειάζεστε τρόφιμα. Μου φαίνεται λοιπόν πως είναι ανάγκη να θυσιάζουμε γι᾽ αυτόν το σκοπό». [6.4.18] Τότε σηκώθηκε κάποιος κι είπε: «Είναι φυσικό να μη φαίνονται από τις θυσίες καλά σημάδια. Γιατί, όπως έμαθα χτες τυχαία από κάποιον που ήρθε με καράβι, ο Κλέανδρος ο αρμοστής του Βυζαντίου σκοπεύει να έρθει από κει με πλοία φορτηγά και πολεμικά». [6.4.19] Τότε νόμισαν όλοι πως ήταν σωστό να περιμένουν, υπήρχε όμως ανάγκη να βγουν για να βρουν τρόφιμα. Γι᾽ αυτό το ζήτημα ξανάκαμε τρεις φορές θυσία, μα τα σημάδια ήταν αντίθετα. Στο τέλος οι στρατιώτες άρχισαν να πηγαίνουν και στη σκηνή του Ξενοφώντα, φωνάζοντας πως τους λείπουν οι τροφές. Εκείνος όμως δήλωσε πως δεν πρόκειται να τους βγάλει από το στρατόπεδο, αν οι θυσίες δεν πάνε καλά. |