Στες Σκαιές πύλες έφθασεν ο Έκτωρ και στο φράξον,
κι οι κόρες τον τριγύρισαν των Τρώων κι οι μητέρες
να μάθουν δια τα τέκνα των, τους αδελφούς, τους άνδρες
240και συγγενείς· και δέησες προς τους θεούς να κάμουν
εις όλες είπε· αλλ᾽ έμελλαν πολλές ν᾽ αναστενάξουν.
Και ως έφθασε στο μέγαρο τ᾽ ωραίο του Πριάμου,
με σκαλισμένες αίθουσες κτισμένο, κι ήσαν μέσα
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι πενήντα,
245όλοι κτισμένοι σύνεγγυς· και αυτού μέσα εκοιμόνταν
με τες μνηστές γυναίκες των οι παίδες του Πριάμου·
και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος στην αυλήν, αντίκρυς, εις τ᾽ ανώγι,
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι εκτισθήκαν
δώδεκα σύνεγγυς και αυτοί· και αυτού πάλι εκοιμόνταν
250με τες σεβάσμιες κόρες του οι αγαπητοί γαμβροί του,
κει τον απάντησ᾽ η αγαθή μητέρα οπού περνούσε
στην Λαοδίκην κόρην της στο κάλλος εξαισίαν·
το χέρι του ᾽πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι είπε:
«Τέκνον, πώς ήλθες κι άφησες τον άγριον αγώνα;
255Οι επικατάρατοι Αχαιοί στενά μας περιορίζουν
κάτω απ᾽ τα τείχη· κι έρχεσαι, καθώς σου ᾽πε η καρδιά σου,
τα χέρια απ᾽ την ακρόπολιν να υψώσεις προς τον Δία.
Αλλ᾽ εδώ μείνε, όσο γλυκό κρασί να σου προσφέρω,
και να σπονδίσεις του Διός και όλων των αθανάτων,
260και συ να λάβεις άνεσιν, αν το γευθείς ολίγο·
ενδυναμώνει το κρασί τον κατακουρασμένον,
ως είσαι συ, μαχόμενος να σώσεις τους δικούς σου».
Και ο μέγας της απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Μη μου προσφέρεις το γλυκό κρασί, σεπτή μητέρα,
265και απολυθούν τα μέλη μου και χάσω την ανδρειά μου·
άνιφτος το γλυκό κρασί δεν χύνω εγώ στον Δία·
δεν γίνεται με αίματα και χώμα μολυσμένοι
να κάμομεν στον βροντητήν Κρονίδην τες ευχές μας.
Αλλά συ τες γερόντισσες πάρε σιμά σου και άμε
270εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου·
και απ᾽ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις
τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου
στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσεις,
και δώδεκα να υποσχεθείς χρονιάρικες μοσχάρες
275θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθεί θελήσει
την πόλιν, τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,
και απ᾽ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,
τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.
Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,
280κι εγώ τον Πάριν τώρα ευθύς θα εύρω να καλέσω,
αν θα μ᾽ ακούσει· ν᾽ άνοιγαν της γης τα βάθη εμπρός του!
Διότι ο Ζευς τον έτρεφε μέγα κακό στους Τρώας,
εις τον γενναίον Πρίαμον και εις όλα τα παιδιά του.
Τα μάτια μου αν τον έβλεπαν να κατεβεί στον Άδη,
285θαρρώ πως όλοι θα ᾽παυαν οι πόνοι της ψυχής μου».
Τον άκουσε και πρόσταξε τες κόρες να συνάξουν
γύρωθεν τες γερόντισσες· κατέβη ωστόσο εκείνη
στον μυροβόλον θάλαμον, οπού πολλοί ήσαν πέπλοι,
έργα θαυμάσια γυναικών απ᾽ τα Σιδώνια μέρη,
290οπόθεν ο θεόμορφος Αλέξανδρος τες πήρε,
τα πέλαγα όταν έσχιζεν εις το ταξίδι εκείνο,
οπού την λαμπρογέννητην ανέβαζεν Ελένην.
Και να προσφέρει της θεάς η Εκάβη εσήκωσ᾽ έναν
απ᾽ όλους τον πλατύτερον κι εξαίσια κεντημένον,
295που ωσάν αστέρας έλαμπε και κάτω απ᾽ όλους ήταν·
και ως πήγαινε γερόντισσες πολλές ακολουθούσαν.
Και οπόταν στην ακρόπολιν και στον ναόν εφθάσαν,
η καλοπρόσωπη Θεανώ τούς άνοιξε την θύραν,
του Αντήνορος η ομόκλινη και κόρη του Κισσέως·
300της Αθηνάς ιέρειαν την είχαν βάλ᾽ οι Τρώες·
και όλες με θρήνους ύψωσαν στην Αθηνά τα χέρια,
και η κᾳλοπρόσωπη Θεανώ τον πέπλον που της δώσαν
στης λαμπρομάλλας Αθηνάς τα γόνατ᾽ αποθέτει,
και προς την κόρην του Διός κεραυνοφόρου ευχήθη:
305«Θεά θεών, ω Αθηνά, σωσίπολις, αγία,
του Διομήδη σύντριψε την λόγχην, και αυτόν κάμε
έμπροσθεν των Σκαιών πυλών, επίστομα να πέσει,
κι ευθύς θα λάβεις δώδεκα χρονιάρικες μοσχάρες,
αν ευδοκήσεις, ω θεά, να ελεηθείς την πόλιν
310των Τρώων, τες γυναίκες των και τα μικρά παιδιά των».
|