Εκεί κι αγέλες κάπρων άγριων βρίσκονταν και λιονταριών
που αλληλοκοιτάζονταν κι ορμούσαν οργισμένα.
170Κινούσαν οι γραμμές τους μαζικά, καμιά απ᾽ τις δυο πλευρές
δε δείλιαζε απ᾽ το φόβο, μα ανόρθωναν τις χαίτες τους στο σβέρκο.
Κιόλας ένα λιοντάρι μέγα κείτονταν και γύρω του δυο κάπροι,
έχοντας χάσει τις ζωές τους. Και μαύρο αίμα έσταζε απ᾽ αυτούς
κατάχαμα. Κι αυτοί με τους λαιμούς στη γη πεσμένους
κείτονταν σκοτωμένοι από τα βλοσυρά λιοντάρια.
Μα και οι δυο πλευρές, οι άγριοι κάπροι και τα λιοντάρια με τα λαμπρά
τα μάτια, ακόμα περισσότερο διεγείρονταν για μάχη οργισμένα.
Ήταν εκεί και μάχη δοριμάχων Λαπιθών
γύρω από τον Καινέα, το βασιλιά τους, το Δρύαντα και τον Πειρίθοο
180τον Οπλέα, τον Εξάδιο, τον Φάληρο, τον Πρόλοχο,
το Μόψο, γιο του Άμπυκα, Τιταρήσιο, βλαστό τού Άρη,
και το Θησέα, γιο του Αιγέα, όμοιο με τους αθανάτους.
Από ασήμι ήταν κι είχαν τα όπλα γύρω από το κορμί τους χάλκινα.
Οι Κένταυροι απ᾽ την άλλη ενάντιοι συγκεντρώνονταν
γύρω απ᾽ το μέγα Πετραίο και τον οιωνοσκόπο Άσβολο,
τον Άρκτο, τον Ούρειο, το Μίμαντα με τη μαύρη χαίτη,
και τους δυο του Πευκέα γιους, τον Περιμήδη και τον Δρύαλο,
190ασημένιοι, έλατα χρυσά στα χέρια τους κρατώντας.
Κι όλοι μαζί ορμητικά, σαν να ᾽ταν ζωντανοί,
από κοντά με απλωμένα δόρατα κι έλατα πολεμούσαν.
Στέκανε εκεί και τα γοργόποδα άλογα του βλοσυρού τού Άρη,
χρυσά, εκεί κι ο ίδιος ο λαφυροφόρος ο ολέθριος Άρης.
Δόρυ στα χέρια κράταγε, ενθάρρυνε τους πεζομάχους,
από το αίμα κόκκινος, σαν να φονεύει ζωντανούς.
Μέσα σε δίφρο επέβαινε. Δίπλα του έστεκαν ο Δείμος και ο Φόβος,
με πόθο στη μάχη να χωθούνε των ανθρώπων.
|