Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (30-56)


30ὦρτο δ᾽ ἀπ᾽ Οὐλύμποιο δόλον φρεσὶ βυσσοδομεύων,
ἱμείρων φιλότητος ἐυζώνοιο γυναικός,
ἐννύχιος· τάχα δ᾽ ἷξε Τυφαόνιον· τόθεν αὖτις
Φίκιον ἀκρότατον προσεβήσατο μητίετα Ζεύς.
ἔνθα καθεζόμενος φρεσὶ μήδετο θέσκελα ἔργα·
35αὐτῇ μὲν γὰρ νυκτὶ τανισφύρου Ἠλεκτρυώνης
εὐνῇ καὶ φιλότητι μίγη, τέλεσεν δ᾽ ἄρ᾽ ἐέλδωρ·
αὐτῇ δ᾽ Ἀμφιτρύων λαοσσόος, ἀγλαὸς ἥρως,
ἐκτελέσας μέγα ἔργον ἀφίκετο ὅνδε δόμονδε,
οὐδ᾽ ὅ γε πρὶν δμῶας καὶ ποιμένας ἀγροιώτας
40ὦρτ᾽ ἰέναι, πρίν γ᾽ ἧς ἀλόχου ἐπιβήμεναι εὐνῆς·
τοῖος γὰρ κραδίην πόθος αἴνυτο ποιμένα λαῶν.
[ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα
νούσου ὑπ᾽ ἀργαλέης ἢ καὶ κρατεροῦ ὑπὸ δεσμοῦ,
ὥς ῥα τότ᾽ Ἀμφιτρύων χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσας
45ἀσπασίως τε φίλως τε ἑὸν δόμον εἰσαφίκανεν.]
παννύχιος δ᾽ ἄρ᾽ ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι
τερπόμενος δώροισι πολυχρύσου Ἀφροδίτης.
ἣ δὲ θεῷ δμηθεῖσα καὶ ἀνέρι πολλὸν ἀρίστῳ
Θήβῃ ἐν ἑπταπύλῳ διδυμάονε γείνατο παῖδε,
50οὐκέθ᾽ ὁμὰ φρονέοντε· κασιγνήτω γε μὲν ἤστην·
τὸν μὲν χειρότερον, τὸν δ᾽ αὖ μέγ᾽ ἀμείνονα φῶτα
δεινόν τε κρατερόν τε, βίην Ἡρακληείην,
τὸν μὲν ὑποδμηθεῖσα κελαινεφέι Κρονίωνι,
αὐτὰρ Ἰφικλῆα δορυσσόῳ Ἀμφιτρύωνι·
55κεκριμένην γενεήν, τὸν μὲν βροτῷ ἀνδρὶ μιγεῖσα,
τὸν δὲ Διὶ Κρονίωνι, θεῶν σημάντορι πάντων.


30Κι όρμησε απ᾽ τον Όλυμπο στο βάθος του μυαλού του δόλο πλέκοντας,
ποθώντας έρωτα καλόζωστης γυναίκας,
μες στη νύχτα. Γοργά στο Τυφαόνιο έφτασε. Κι από εκεί
στην κορυφή του Φίκιου ανέβηκε ο συνετός ο Δίας.
Κάθισε εκεί και με το νου σχεδίαζε θαυμάσια έργα.
Γιατί την ίδια νύχτα στο κρεβάτι ερωτόσμιξε
με του Ηλεκτρύωνα το λυγερόποδο κορίτσι. Κι έτσι τον πόθο του εκπλήρωσε.
Κι αυτήν την ίδια νύχτα ο Αμφιτρύων που ξεσηκώνει το στρατό για μάχη,
ήρως λαμπρός, αφού το μέγα έργο εκτέλεσε, έφτασε σπίτι του,
κι ούτε που κίνησε να πάει στους δούλους και τους ποιμένες των αγρών του,
40προτού ν᾽ ανέβει στο κρεβάτι της γυναίκας του.
Τόσο μεγάλος πόθος τον ποιμένα του στρατού μες στην καρδιά κατείχε.
[Όπως όταν κανείς χαρά γεμάτος ξεφύγει από τη συμφορά,
είτε απ᾽ αρρώστια αφόρητη, είτε κι από ισχυρά δεσμά,
έτσι και τότε ο Αμφιτρύων, το έργο το βαρύ του σαν τελείωσε,
όλος χαρά κι αγάπη στο σπιτικό του μέσα μπήκε.]
Κι όλη τη νύχτα πλάγιαζε με τη γυναίκα του τη σεβαστή
και με τα δώρα της πολύχρυσης της Αφροδίτης ευφραινότανε.
Κι εκείνη, έχοντας με θεό ενωθεί και μ᾽ άντρα πολύ ξεχωριστό,
στη Θήβα μέσα την εφτάπυλη δίδυμα γέννησε παιδιά,
50που ίδιο δεν είχαν φρόνημα, κι ας ήτανε αδέρφια.
Τον ένα τον γέννησε κατώτερο, τον άλλον πάλι πολύ ανώτερο άντρα,
δεινό και κρατερό, το δυνατό Ηρακλή.
Τον ένα αφού υποτάχθηκε στο μαυροσύννεφο το γιο του Κρόνου,
ενώ τον Ιφικλή αφού υποτάχθηκε στον Αμφιτρύωνα που σείει το δόρυ,
—γενιές που διέφεραν— τον ένα σμίγοντας μ᾽ άντρα θνητό,
τον άλλο με το γιο του Κρόνου Δία, άνακτα όλων των θεών.