Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἀσπὶς Ἡρακλέους (228-263)


αὐτὸς δὲ σπεύδοντι καὶ ἐρρίγοντι ἐοικὼς
Περσεὺς Δαναΐδης ἐτιταίνετο· ταὶ δὲ μετ᾽ αὐτὸν
230Γοργόνες ἄπλητοί τε καὶ οὐ φαταὶ ἐρρώοντο
ἱέμεναι μαπέειν· ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος
βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ
ὀξέα καὶ λιγέως· ἐπὶ δὲ ζώνῃσι δράκοντε
δοιὼ ἀπῃωρεῦντ᾽ ἐπικυρτώοντε κάρηνα·
235λίχμαζον δ᾽ ἄρα τώ γε, μένει δ᾽ ἐχάρασσον ὀδόντας
ἄγρια δερκομένω· ἐπὶ δὲ δεινοῖσι καρήνοις
Γοργείοις ἐδονεῖτο μέγας φόβος. οἳ δ᾽ ὑπὲρ αὐτέων
ἄνδρες ἐμαρνάσθην πολεμήια τεύχε᾽ ἔχοντες,
τοὶ μὲν ὑπὲρ σφετέρης πόλιος σφετέρων τε τοκήων
240λοιγὸν ἀμύνοντες, τοὶ δὲ πραθέειν μεμαῶτες.
πολλοὶ μὲν κέατο, πλέονες δ᾽ ἔτι δῆριν ἔχοντες
μάρνανθ᾽. αἱ δὲ γυναῖκες ἐυδμήτων ἐπὶ πύργων
χαλκέων ὀξὺ βόων, κατὰ δ᾽ ἐδρύπτοντο παρειάς,
ζωῇσιν ἴκελαι, ἔργα κλυτοῦ Ἡφαίστοιο.
245ἄνδρες δ᾽ οἳ πρεσβῆες ἔσαν γῆράς τε μέμαρπεν
ἀθρόοι ἔκτοσθεν πυλέων ἔσαν, ἂν δὲ θεοῖσι
χεῖρας ἔχον μακάρεσσι, περὶ σφετέροισι τέκεσσι
δειδιότες· τοὶ δ᾽ αὖτε μάχην ἔχον. αἳ δὲ μετ᾽ αὐτοὺς
Κῆρες κυάνεαι, λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας,
250δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί τ᾽ ἄπλητοί τε
δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων· πᾶσαι δ᾽ ἄρ᾽ ἵεντο
αἷμα μέλαν πιέειν· ὃν δὲ πρῶτον μεμάποιεν
κείμενον ἢ πίπτοντα νεούτατον, ἀμφὶ μὲν αὐτῷ
βάλλ‹ον ὁμῶς› ὄνυχας μεγάλους, ψυχὴ δὲ [Ἄιδόσδε] κατῇεν
255Τάρταρον ἐς κρυόενθ᾽· αἳ δὲ φρένας εὖτ᾽ ἀρέσαντο
αἵματος ἀνδρομέου, τὸν μὲν ῥίπτασκον ὀπίσσω,
ἂψ δ᾽ ὅμαδον καὶ μῶλον ἐθύνεον αὖτις ἰοῦσαι.
[Κλωθὼ καὶ Λάχεσίς σφιν ἐφέστασαν· ἣ μὲν ὑφήσσων
Ἄτροπος οὔ τι πέλεν μεγάλη θεός, ἀλλ᾽ ἄρα ἥ γε
260τῶν γε μὲν ἀλλάων προφερής τ᾽ ἦν πρεσβυτάτη τε.
πᾶσαι δ᾽ ἀμφ᾽ ἑνὶ φωτὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·
δεινὰ δ᾽ ἐς ἀλλήλας δράκον ὄμμασι θυμήνασαι,
ἐν δ᾽ ὄνυχας χεῖράς τε θρασείας ἰσώσαντο.]


Ο ίδιος ο Περσέας, της Δανάης ο γιος, σαν άνθρωπος που βιάζεται
και τρέμει, έτρεχε μ᾽ όλη του τη δύναμη.
230Πίσω του ορμούσαν οι Γοργόνες, απλησίαστες κι ακατονόμαστες,
να τον αρπάξουνε ποθώντας. Κι όπως επάνω στο χλωρό αδάμαντα
πατούσανε, ηχούσε η ασπίδα με μεγάλο ορυμαγδό,
διαπεραστικά και έντονα. Πάνω στις ζώνες τους δυο φίδια
κρέμονταν και τα κεφάλια τους καμπύλωναν.
Γλείφανε με τις γλώσσες τους και με οργή τα δόντια τους ακόνιζαν
κοιτώντας φοβερά. Και στα κεφάλια επάνω των Γοργόνων
μεγάλος σηκωνόταν φόβος. Κι άντρες πέρα απ᾽ αυτές
όπλα πολεμικά φορώντας μάχονταν:
η μια πλευρά υπεράσπιζε την πόλη της και τους γονείς
240απ᾽ την καταστροφή, η άλλη είχε τον πόθο να τους κυριέψει.
Πολλοί ᾽χανε πέσει καταγής, μα πιο πολλοί κρατώντας τον αγώνα
πολεμούσαν. Και οι γυναίκες σε καλόχτιστους επάνω πύργους,
χάλκινους, βοούσαν δυνατά και καταξέσχιζαν τα μάγουλά τους,
σαν να ᾽ταν ζωντανές, έργα του ξακουστού Ηφαίστου.
Άνδρες γέροντες, που τα γεράματα τους είχαν πιάσει,
αθρόοι στέκονταν έξω απ᾽ τις πύλες κι ανασηκώνανε τα χέρια τους
προς τους μακάριους θεούς, φοβούμενοι για τα παιδιά τους.
Κι εκείνα πάλι πολεμούσαν. Πίσω τους
οι μαύρες Κήρες, τ᾽ άσπρα τους δόντια τρίζοντας,
250με τα μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες,
μαλώναν μεταξύ τους για όσους πέφτανε. Όλες τους
αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο. Σαν πιάναν κάποιον
που κειτόταν ή έπεφτε φρεσκοτραυματισμένος, τον γραπώναν
μ᾽ όλα μαζί τα νύχια τα μεγάλα. [Στον Άδη] κατέβαινε η ψυχή του
στον κρυερό τον Τάρταρο. Κι εκείνες, σαν χόρταιναν οι καρδιές τους
μ᾽ αίμα ανθρώπου, αυτόν πίσω τους τον πέταγαν
και πίσω στο θόρυβο, στης μάχης τον αγώνα τρέχαν.
[Η Κλωθώ κι η Λάχεση στέκανε στο πλάι τους. Και η κοντύτερη Άτροπος
δεν έμοιαζε με θεά μεγάλη, μα ήτανε στ᾽ αλήθεια
260ανώτερη και πιο ηλικιωμένη από τις άλλες.
Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
Και φοβερά η μια την άλλη κοίταζαν στα μάτια οργισμένες,
κι εξίσου τα νύχια και τα χέρια τα ορμητικά απλώνανε η μια πάνω στην άλλη.]