Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (13.159-13.216)


Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
160 βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.
ἔνθ᾽ ἔμεν᾽· ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος νηῦς
ῥίμφα διωκομένη· τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ᾽ ἐνοσίχθων,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθε
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας· ὁ δὲ νόσφι βεβήκει.
165Οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὤ μοι, τίς δὴ νῆα θοὴν ἐπέδησ᾽ ἐνὶ πόντῳ
οἴκαδ᾽ ἐλαυνομένην; καὶ δὴ προὐφαίνετο πᾶσα.»
170Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε· τὰ δ᾽ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾽ ἱκάνει
πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
175 φῆ ποτε Φαιήκων ἀνδρῶν περικαλλέα νῆα
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαισέμεναι, μέγα δ᾽ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.
ὣς ἀγόρευ᾽ ὁ γέρων· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
180 πομπῆς μὲν παύσασθε βροτῶν, ὅτε κέν τις ἵκηται
ἡμέτερον προτὶ ἄστυ· Ποσειδάωνι δὲ ταύρους
δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ
μηδ᾽ ἡμῖν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔδεισαν, ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους.
185 ὣς οἱ μέν ῥ᾽ εὔχοντο Ποσειδάωνι ἄνακτι
δήμου Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἑσταότες περὶ βωμόν. ὁ δ᾽ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεὺς
εὕδων ἐν γαίῃ πατρωΐῃ, οὐδέ μιν ἔγνω,
ἤδη δὴν ἀπεών· περὶ γὰρ θεὸς ἠέρα χεῦε
190 Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὄφρα μιν αὐτὸν
ἄγνωστον τεύξειεν ἕκαστά τε μυθήσαιτο,
μή μιν πρὶν ἄλοχος γνοίη ἀστοί τε φίλοι τε,
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,
195 ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι
πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἀναΐξας καί ῥ᾽ ἔσιδε πατρίδα γαῖαν·
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾽, ὀλοφυρόμενος δ᾽ ἔπος ηὔδα·
200 «ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε; πῇ δὲ καὶ αὐτὸς
πλάζομαι; αἴθ᾽ ὄφελον μεῖναι παρὰ Φαιήκεσσιν
205 αὐτοῦ· ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην, ὅς κέν μ᾽ ἐφίλει καὶ ἔπεμπε νέεσθαι.
νῦν δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πῃ θέσθαι ἐπίσταμαι, οὐδὲ μὲν αὐτοῦ
καλλείψω, μή πώς μοι ἕλωρ ἄλλοισι γένηται.
ὢ πόποι, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι
210 ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἵ μ᾽ εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον· ἦ τέ μ᾽ ἔφαντο
ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, οὐδ᾽ ἐτέλεσσαν·
Ζεύς σφεας τείσαιτο ἱκετήσιος, ὅς τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται, ὅς τις ἁμάρτῃ.
215 ἀλλ᾽ ἄγε δὴ τὰ χρήματ᾽ ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι,
μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες.»


Μόλις τον άκουσε τον λόγο του Διός ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
160προς τη Σχερία ορμήθηκε, όπου και ζουν οι Φαίακες —
εκεί περίμενε. Στην ώρα του πλησίαζε, όλο και πιο κοντά,
το ποντοπόρο πλοίο, λες και το κυνηγούσαν· τότε ο θεός
ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει, στάθηκε πλάι του,
κατέβασε το χέρι πάνω του κι ευθύς το πέτρωσε,
το ρίζωσε να γίνει βράχος — αργά μετά απομακρύνθηκε.
Εκείνοι, οι Φαίακες με τα μακριά κουπιά, θαλασσινοί με φήμη,
το θαύμα βλέποντας επήραν μεταξύ τους να αγορεύουν λόγια του ανέμου,
μιλώντας ένας στον άλλον, καθένας με τον διπλανό του:
«Ω θε μου! Ποιος το γρήγορο καράβι μας το ρίζωσε στη θάλασσα,
την ώρα που γυρνούσε στην πατρίδα, όταν φαινόταν πια
ακέραιο το σκαρί.»
170Έτσι ο καθένας τους μιλούσε, δίχως να ξέρει πώς και τι συμβαίνει.
Οπότε ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο μεταξύ τους και τους είπε:
«Αλίμονο, πώς τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν! Εκείνα
του πατέρα μου, που έλεγε και ξανάλεγε πως θα θυμώσει κάποτε
ο Ποσειδών μαζί μας, αφού γινόμαστε, με δίχως βλάβη,
του καθενός οι συνοδοί. Προφήτεψε λοιπόν πως το περίκαλλο καράβι
των Φαιάκων, την ώρα της επιστροφής από την προπομπή,
θα το ρημάξει ο θεός στο θολωμένο πέλαγος· πως όρος μέγα
θα καλύψει την πόλη γύρω.
Αυτά ο γέροντας αγόρευε και να που τώρα όλα συντελούνται.
Αλλά τον νου σας τι θα πω, ας υπακούσουμε όλοι:
180να σταματήσει πια του καθενός η προπομπή, όποιος μας τύχει
φτάνοντας στην πόλη· στον Ποσειδώνα ταύρους δώδεκα
ξεχωριστούς να σφάξουμε, μήπως μας ελεήσει, μήπως και δεν καλύψει
την πόλη γύρω μας μ᾽ ένα βουνό μεγάλο κι αψηλό.»
Τόσα τους είπε, τα σεβάστηκαν κι ετοίμασαν τους ταύρους.
Τώρα προσεύχονταν στον άνακτα θεό, στον Ποσειδώνα οι Φαίακες,
του δήμου οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί του,
στημένοι γύρω στον βωμό.
Τότε κι ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν
στα χώματά του· κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη,
τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. Την είχε η θεά,
190η Αθηνά Παλλάδα, περιβάλει με θολή νεφέλη, του Δία η κόρη,
θέλοντας να τον κάνει και τον ίδιο αγνώριστο,
να του εξηγήσει τα καθέκαστα· ότι δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν
γυναίκα και δικοί μήτε κι οι άνθρωποι της πόλης,
προτού με την εκδίκησή του τιμωρήσει τους μνηστήρες
για την ασύστολη ανομία τους.
Γι᾽ αυτό του φάνταξαν του βασιλιά όλα τριγύρω αλλόκοτα·
τα μακρινά φιδίσια μονοπάτια, φιλόξενα λιμάνια, βράχια
απόκρημνα και δέντρα θαλερά.
Πάνω πετάχτηκε και, προσηλώνοντας το βλέμμα του
στην ίδια την πατρίδα του, έβγαλε στεναγμό βαρύ,
μετά χτυπούσε τα μεριά του με χέρια σαν σπαθιά,
τέλος ολοφυρόμενος μίλησε κι είπε:
200«Αλίμονο, σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα!
Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Δεν ξέρω καν πού να τα πάω τα τόσα δώρα μου, ο ίδιος
πού να πλανηθώ. Καλύτερα στη χώρα εκείνη να ᾽χα μείνει
των Φαιάκων· μια μέρα θα ᾽φτανα σε κάποιον άλλο βασιλιά,
θα ᾽ταν πονόψυχος, φιλόξενα θα με δεχόταν, να με στείλει πίσω στην πατρίδα.
Τώρα δεν έχω πού να τ᾽ ακουμπήσω αυτά· μήτε και πρέπει
να τ᾽ αφήσω εδώ, γιατί μπορεί να μου τ᾽ αρπάξουν άλλοι,
να κάνουνε φτερά.
Α, βέβαια όχι· δεν ήσαν όλοι οι Φαίακες και λογικοί και δίκαιοι,
210οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί τους, που μ᾽ έφεραν αλλού,
σε ξένη χώρα· κι ας έλεγαν θα με οδηγήσουν
στην περίβλεπτη Ιθάκη — όμως δεν τήρησαν τον λόγο τους.
Ο ικέσιος Δίας ας τους τιμωρήσει, εκείνος που εφορά
τους πάντες, που τιμωρεί όποιον κι αν σφάλλει.
Αλλά τον νου μου τώρα, να μετρήσω τ᾽ αγαθά μου, να δω
μήπως και πήραν δρόμο αυτοί κρατώντας κάτι για λογαριασμό τους
στο κοίλο τους καράβι.»