Ραψωδία τ Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα
Ξέμεινε στη μεγάλη αίθουσα ο θείος Οδυσσέας,
κι όπως ο νους του (η Αθηνά μαζί του) στον φόνο των μνηστήρων γύριζε,
στράφηκε στον Τηλέμαχο μιλώντας με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, καιρός όλα τα σύνεργα να πάνε μέσα του πολέμου·
κοίτα μονάχα με γλυκόλογα να ξεγελάσεις τους μνηστήρες,
όταν τ᾽ αναζητήσουν και ρωτήσουν. Πες:
“Τα σήκωσα, να μην τα τρώει κι άλλο η κάπνα· από καιρό πια
δεν θυμίζουν τον παλιό εαυτό τους, όπως ο Οδυσσέας
τ᾽ άφησε, όταν ξεκίνησε να πάει στην Τροία — στο μεταξύ θαμπώθηκαν
απ᾽ την ανάσα της φωτιάς.
10Αλλά και κάτι σοβαρότερο έχω στον νου μου, έμπνευση θεού:
φοβάμαι μήπως μεθυσμένοι στήσετε μεταξύ σας
κάποτε καβγά κι άσχημα χτυπηθείτε, οπότε θα ντροπιάσετε
και προξενιές και φαγοπότια — τραβά το σίδερο τους άντρες σαν μαγνήτης.”»
Αυτά ο Οδυσσέας παράγγειλε, κι άκουσε ο Τηλέμαχος τα λόγια
του πατέρα του. Αμέσως φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια
κοντά του και της μίλησε:
«Γερόντισσα, πρέπει να κλείσεις τώρα τις άλλες δούλες στον γυναικωνίτη·
εγώ στο μεταξύ θα μεταφέρω ν᾽ ακουμπήσω στη μέσα κάμαρη
τα ωραία όπλα του πατέρα μου, που αφρόντιστα έμειναν στο σπίτι
και θόλωσε ο καπνός τη λάμψη τους,
αφότου μίσεψε μακριά ο πατέρας μου, όταν εγώ ήμουν παιδάκι ακόμη.
Τώρα λοιπόν θέλω να τα αποθέσω σε μέρος που να μην τα πιάνει
20η κάπνα της φωτιάς.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του καλή τροφός η Ευρύκλεια:
«Μακάρι γιε μου, και στο μέλλον να πάρεις την ευθύνη πάνω σου,
φροντίζοντας το σπίτι αυτό, φυλάγοντας να μη σκορπίσουν τ᾽ αγαθά σου.
Μονάχα τώρα πες μου ποια θα ᾽ρθει να φέξει στο κατόπι σου,
αφού δεν άφησες τις δούλες να κυκλοφορούν, κάποια που θα μπορούσε να φωτίσει;»
Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με τη δική του φρόνηση:
«Ο ξένος, βέβαια, αυτός εδώ· γιατί δεν θ᾽ ανεχθώ να τεμπελιάζει,
τρώγοντας το ψωμί μου, κι ας έφτασε από μέρη μακρινά.»
30Έτσι της μίλησε, κι έπιασε τόπο ο λόγος του·
έκλεισε εκείνη τα θυρόφυλλα της στερεής κάμαρης, και τότε οι δυο,
ο Οδυσσέας και ο λαμπρός του γιος, πετάχθηκαν και κουβαλούσαν
αφαλωτές ασπίδες, περικεφαλαίες, κοντάρια μυτερά, ενώ μπροστά τους
η Αθηνά Παλλάδα με το λυχνάρι που κρατούσε φώτιζε ωραία και καλά.
Έκθαμβος τότε ο Τηλέμαχος γύρισε κι είπε στον πατέρα του:
«Πατέρα, θαύμα αληθινό και μέγα βλέπουν τώρα τα μάτια μου:
τοίχοι του παλατιού, ωραίοι μεσότοιχοι, δοκάρια ελάτινα,
στητές ψηλές κολόνες, όλα, σάμπως να φλέγονται, φεγγοβολούν μπροστά μου —
ένας θεός ανάμεσά μας βρίσκεται, κάποιος απ᾽ τους αθάνατους που ζουν
40στα πλάτη του ουρανού.»
Ανταποκρίθηκε στον γιο του ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Σώπα και μη ρωτάς, κράτα κρυφή τη σκέψη σου·
είναι κι αυτή δίκαιη χάρη των θεών που κατοικούν στον Όλυμπο.
Αλλά καιρός να πέσεις στο κρεβάτι· κι όσο για μένα,
θα παραμείνω εδώ, να δοκιμάσω κι άλλο τις δούλες θέλω
και τη μάνα σου, που οδύρεται για μένα και τα πάντα θα ρωτήσει.»
Έτσι του μίλησε, κι ευθύς προχώρησε ο Τηλέμαχος, βγήκε
από τη μεγάλη αίθουσα και, με το φως που ανάδιναν
δαδιά αναμμένα, τράβηξε για τον θάλαμό του, να κοιμηθεί,
όπου και το συνήθιζε κάθε φορά που βάραινε τα μάτια του
ύπνος γλυκός. Εκεί και τώρα πλάγιασε, προσμένοντας
50να ξημερώσει η θεία Αυγή.
Ξέμεινε όμως στη μεγάλη αίθουσα ο Οδυσσέας ισόθεος, κι ο νους του
γύριζε στον φόνο των μνηστήρων — τον λογισμό του υποκινούσε η Αθηνά.
Οπότε, αφήνοντας την κάμαρή της, στοχαστική η Πηνελόπη φάνηκε,
στην όψη σαν την Άρτεμη, σαν τη χρυσή Αφροδίτη.
Πλάι στη φωτιά τής έβαλαν ανάκλιντρο για να καθήσει,
με φίλντισι κι ασήμι δουλεμένο· που κάποτε ο Ικμάλιος
το είχε μαστορέψει, προσδένοντας με τέχνη κι ένα σκαμνί υποπόδιο,
στρωμένο με παχιά προβιά.
Εκεί πήγε και κάθησε η Πηνελόπη συνετή.
60Στο μεταξύ μπήκαν στην αίθουσα του παλατιού οι παρακόρες —
κατάλευκα τα χέρια τους· άλλες επήραν να μαζεύουν
τα πολλά αποφάγια, τις τάβλες και τις κούπες σήκωσαν απ᾽ όπου
οι αλαζόνες έπιναν μνηστήρες. Άλλες καθάρισαν τους πυροστάτες,
ρίχνοντας χάμω την καμένη θράκα, σωριάζοντας άφθονα ξύλα
πάνω τους, για φως και ζέστη.
Τότε ξανά η Μελανθώ τον Οδυσσέα βάναυσα αποπήρε:
«Ξένε, για πόσο ακόμη εδώ θα μας φορτώνεσαι; θα τριγυρνάς
όλη τη νύχτα και θα χαζεύεις τις γυναίκες μες στο σπίτι;
Έξω από δω, αλιτήριε, σου φτάνει που ντερλίκωσες·
αλλιώς θα πάρω ένα δαυλί, και τότε θα βρεθείς ξυλοδαρμένος
πια στον δρόμο.»
|