Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (13.70-13.158)


70Αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
αἶψα τά γ᾽ ἐν νηῒ γλαφυρῇ πομπῆες ἀγαυοὶ
δεξάμενοι κατέθεντο, πόσιν καὶ βρῶσιν ἅπασαν·
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ Ὀδυσσῆϊ στόρεσαν ῥῆγός τε λίνον τε
νηὸς ἐπ᾽ ἰκριόφιν γλαφυρῆς, ἵνα νήγρετον εὕδοι,
75 πρύμνης· ἂν δὲ καὶ αὐτὸς ἐβήσετο καὶ κατέλεκτο
σιγῇ· τοὶ δὲ καθῖζον ἐπὶ κληῗσιν ἕκαστοι
κόσμῳ, πεῖσμα δ᾽ ἔλυσαν ἀπὸ τρητοῖο λίθοιο.
εὖθ᾽ οἱ ἀνακλινθέντες ἀνερρίπτουν ἅλα πηδῷ,
καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτε,
80 νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς.
ἡ δ᾽, ὥς τ᾽ ἐν πεδίῳ τετράοροι ἄρσενες ἵπποι,
πάντες ἅμ᾽ ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης
ὑψόσ᾽ ἀειρόμενοι ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον,
ὣς ἄρα τῆς πρύμνη μὲν ἀείρετο, κῦμα δ᾽ ὄπισθε
85 πορφύρεον μέγα θῦε πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.
ἡ δὲ μάλ᾽ ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον· οὐδέ κεν ἴρηξ
κίρκος ὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν.
ὣς ἡ ῥίμφα θέουσα θαλάσσης κύματ᾽ ἔταμνεν,
ἄνδρα φέρουσα θεοῖς ἐναλίγκια μήδε᾽ ἔχοντα,
90 ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾽ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμὸν
ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,
δὴ τότε γ᾽ ἀτρέμας εὗδε, λελασμένος ὅσσ᾽ ἐπεπόνθει.
Εὖτ᾽ ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, ὅς τε μάλιστα
ἔρχεται ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς ἠριγενείης,
95 τῆμος δὴ νήσῳ προσεπίλνατο ποντοπόρος νηῦς.
Φόρκυνος δέ τίς ἐστι λιμήν, ἁλίοιο γέροντος,
ἐν δήμῳ Ἰθάκης· δύο δὲ προβλῆτες ἐν αὐτῷ
ἀκταὶ ἀπορρῶγες, λιμένος ποτιπεπτηυῖαι,
αἵ τ᾽ ἀνέμων σκεπόωσι δυσαήων μέγα κῦμα
100 ἔκτοθεν· ἔντοσθεν δέ τ᾽ ἄνευ δεσμοῖο μένουσι
νῆες ἐΰσσελμοι, ὅτ᾽ ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται.
αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη,
ἀγχόθι δ᾽ αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές,
ἱρὸν νυμφάων αἳ νηϊάδες καλέονται.
105 ἐν δὲ κρητῆρές τε καὶ ἀμφιφορῆες ἔασι
λάϊνοι· ἔνθα δ᾽ ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι.
ἐν δ᾽ ἱστοὶ λίθεοι περιμήκεες, ἔνθα τε νύμφαι
φάρε᾽ ὑφαίνουσιν ἁλιπόρφυρα, θαῦμα ἰδέσθαι·
ἐν δ᾽ ὕδατ᾽ ἀενάοντα. δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν,
110 αἱ μὲν πρὸς Βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν,
αἱ δ᾽ αὖ πρὸς Νότου εἰσὶ θεώτεραι· οὐδέ τι κείνῃ
ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν.
Ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ εἰσέλασαν πρὶν εἰδότες. ἡ μὲν ἔπειτα
ἠπείρῳ ἐπέκελσεν, ὅσον τ᾽ ἐπὶ ἥμισυ πάσης,
115 σπερχομένη· τοῖων γὰρ ἐπείγετο χέρσ᾽ ἐρετάων·
οἱ δ᾽ ἐκ νηὸς βάντες ἐϋζύγου ἤπειρόνδε
πρῶτον Ὀδυσσῆα γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἄειραν
αὐτῷ σύν τε λίνῳ καὶ ῥήγεϊ σιγαλόεντι,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ ψαμάθῳ ἔθεσαν δεδμημένον ὕπνῳ,
120 ἐκ δὲ κτήματ᾽ ἄειραν, ἅ οἱ Φαίηκες ἀγαυοὶ
ὤπασαν οἴκαδ᾽ ἰόντι διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην.
καὶ τὰ μὲν οὖν παρὰ πυθμέν᾽ ἐλαίης ἁθρόα θῆκαν
ἐκτὸς ὁδοῦ, μή πώς τις ὁδιτάων ἀνθρώπων,
πρὶν Ὀδυσῆ᾽ ἔγρεσθαι, ἐπελθὼν δηλήσαιτο·
125 αὐτοὶ δ᾽ αὖ οἶκόνδε πάλιν κίον· οὐδ᾽ ἐνοσίχθων
λήθετ᾽ ἀπειλάων, τὰς ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
πρῶτον ἐπηπείλησε, Διὸς δ᾽ ἐξείρετο βουλήν·
«Ζεῦ πάτερ, οὐκέτ᾽ ἐγώ γε μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι
τιμήεις ἔσομαι, ὅτε με βροτοὶ οὔ τι τίουσι,
130 Φαίηκες, τοί πέρ τοι ἐμῆς ἔξ εἰσι γενέθλης.
καὶ γὰρ νῦν Ὀδυσῆ᾽ ἐφάμην κακὰ πολλὰ παθόντα
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· νόστον δέ οἱ οὔ ποτ᾽ ἀπηύρων
πάγχυ, ἐπεὶ σὺ πρῶτον ὑπέσχεο καὶ κατένευσας.
οἱ δ᾽ εὕδοντ᾽ ἐν νηῒ θοῇ ἐπὶ πόντον ἄγοντες
135 κάτθεσαν εἰν Ἰθάκῃ, ἔδοσαν δέ οἱ ἄσπετα δῶρα,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά θ᾽ ὑφαντήν,
πόλλ᾽, ὅσ᾽ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾽ Ὀδυσσεύς,
εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληΐδος αἶσαν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
140 «ὢ πόποι, ἐννοσίγαι᾽ εὐρυσθενές, οἷον ἔειπες.
οὔ τί σ᾽ ἀτιμάζουσι θεοί· χαλεπὸν δέ κεν εἴη
πρεσβύτατον καὶ ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν.
ἀνδρῶν δ᾽ εἴ πέρ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων
οὔ τι τίει, σοὶ δ᾽ ἐστὶ καὶ ἐξοπίσω τίσις αἰεί.
145 ἔρξον ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«αἶψά κ᾽ ἐγὼν ἔρξαιμι, κελαινεφές, ὡς ἀγορεύεις·
ἀλλὰ σὸν αἰεὶ θυμὸν ὀπίζομαι ἠδ᾽ ἀλεείνω.
νῦν αὖ Φαιήκων ἐθέλω περικαλλέα νῆα
150 ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαῖσαι, ἵν᾽ ἤδη σχῶνται, ἀπολλήξωσι δὲ πομπῆς
ἀνθρώπων, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«ὦ πέπον, ὡς μὲν ἐμῷ θυμῷ δοκεῖ εἶναι ἄριστα,
155 ὁππότε κεν δὴ πάντες ἐλαυνομένην προΐδωνται
λαοὶ ἀπὸ πτόλιος, θεῖναι λίθον ἐγγύθι γαίης
νηῒ θοῇ ἴκελον, ἵνα θαυμάζωσιν ἅπαντες
ἄνθρωποι, μέγα δέ σφιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψαι.»


70Κι όταν κατέβηκαν στο πλοίο και στη θάλασσα, όλα τα πήραν
και τα βόλεψαν οι τιμημένοι συνοδοί στο βαθουλό καράβι,
βρώση και πόση.
Μετά στρώνουν του Οδυσσέα σκέπασμα και σεντόνι
στο κοίλο πλοίο, πάνω στης πρύμνης την κουβέρτα,
να κοιμηθεί ύπνο βαθύ, σάμπως αξύπνητο.
Ανέβηκε τότε κι εκείνος και πλαγιάζει αμίλητος.
Οπότε οι άλλοι κάθονται στα κουπιά, καθένας τους με τάξη,
έλυσαν την πρυμάτσα απ᾽ το τρυπητό λιθάρι,
και το κορμί τους αναγέρνοντας χτυπούσαν το κουπί στο κύμα.
Αμέσως στου Οδυσσέα τα βλέφαρα έπεσε ο ύπνος —
80ηδονικός, γλυκύτατος, αξύπνητος, λες κι ήταν θάνατος.
Πώς, στον κάμπο πέρα, άλογα τέσσερα, ζεμένα στον έναν τους ζυγό,
όλα μαζί κινούν, στον χτύπο υπάκουα της μάστιγας,
κι ορθώνουν τα πόδια τους ψηλά, για να τελειώσουν
γρήγορα τον δρόμο τους·
παρόμοια ορθώνονταν κι η καραβίσια πρύμνη, ενώ το κύμα,
πορφυρό και μέγα, φούσκωνε πίσω της την αφρισμένη θάλασσα.
Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι,
το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
Σαν το γεράκι και το πλοίο πετώντας έσχιζε το θαλάσσιο κύμα,
τον άντρα ταξιδεύοντας που η στόχασή του έμοιαζε θεού·
90ένας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του,
που πέρασε ανδρείους πολέμους, άγρια κύματα της θάλασσας,
τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ᾽ αμέτρητα παθήματά του.
Κι όταν το πιο περίλαμπρο άστρο πρόβαλε ψηλά,
που πρώτο αγγέλλει της εωθινής Αυγής το φως,
ποντοπορώντας το καράβι στο νησί ακουμπούσε.
Βρίσκεται εκεί, στη χώρα της Ιθάκης, του Φόρκυνα, ενάλιου γέροντα,
λιμάνι· δυο κάβοι απόκρημνοι το ορίζουν,
που προς τα μέσα χαμηλώνουν και το κλείνουν,
κρατώντας το μεγάλο κύμα απέξω, όταν οι άνεμοι λυσσομανούν.
100Στον κόρφο του τα καλοκούβερτα καράβια άδετα αράζουν
κι ησυχάζουν, μόλις φτάσουν στον όρμο.
Στου λιμανιού την κεφαλή ελιά μακρόφυλλη,
κι εκεί στο πλάι της θαμπή σπηλιά χαριτωμένη, τόπος
ταμένος των νυμφών που λέγονται ναϊάδες.
Μες στη σπηλιά στημένοι λίθινοι κρατήρες κι ακόμη αμφορείς
διπλόχεροι — εκεί χτίζουν κι οι μέλισσες κερί για την τροφή τους.
Στο βάθος της σπηλιάς ψηλοί οι πέτρινοι αργαλειοί·
εδώ υφαίνουν αλιπόρφυρα φαντά οι νεράιδες —
θέαμα θαύμα.
Τρέχουν εκεί νερά αστείρευτα κι υπάρχουν δυο μπασιές:
110μόνο τη βορινή την κατεβαίνουν οι θνητοί· την άλλη, προς τον νότο,
θεϊκότερη, άνθρωπος δεν μπορεί να τη διαβεί — είναι το πέρασμα των αθανάτων.
Σ᾽ αυτό το μέρος τράβηξαν που δεν τους ήταν κι άγνωστο.
Κι όπως με φόρα μπήκε το πλεούμενο, πάτησε η μισή καρίνα του
στην άμμο — τόσο γοργά τα χέρια δούλεψαν κωπηλατώντας.
Άφησαν τότε τα ζυγά του καραβιού και πριν πατήσουνε στεριά,
στα χέρια σήκωσαν, από το βαθουλό τους πλοίο,
τον Οδυσσέα — με το σεντόνι του μαζί και το πολύτιμό του σκέπασμα.
Μετά στην άμμο τον απίθωσαν, στον ύπνο βυθισμένο,
120κι ευθύς μετέφεραν τα δώρα που οι τιμημένοι Φαίακες του χάρισαν
στον δρόμο της επιστροφής, όπως το είχε προνοήσει
η μεγάθυμη Αθηνά.
Τ᾽ ακούμπησαν όλα μαζί στον λάκκο της ελιάς, παράμερα όμως,
μήπως κανείς περαστικός τα βρει μπροστά του και τ᾽ αρπάξει,
προτού ο Οδυσσέας ξυπνήσει.
Τέλος, με δίχως καθυστέρηση πήραν ξανά τον δρόμο της επιστροφής.
Αλλά κι ο Κοσμοσείστης δεν λησμόνησε τις απειλές του,
μ᾽ όσες απείλησε εξαρχής τον θεϊκό Οδυσσέα. Αμέσως ρώτησε
να μάθει τη βουλή του Δία:
«Δία πατέρα, δεν περιμένω πια να με τιμήσουν οι αθάνατοι θεοί,
όταν δεν με τιμούν θνητοί, οι Φαίακες, κι ας είναι η ρίζα τους
130δική μου φύτρα.
Κι έλεγα τότε, πάθη πολλά ο Οδυσσέας να πάθει,
προτού γυρίσει στο νησί του — όχι, ποτέ δεν είπα
τον νόστο του πως θα στερούσα, αφότου εσύ τον υποσχέθηκες
και συγκατένευσες. Κι όμως αυτοί, ποντοπορώντας
με το γρήγορο καράβι τους, τώρα τον έφεραν στον ύπνο βυθισμένο
και στην Ιθάκη τον απόθεσαν με δώρα αμέτρητα· χαλκό, πολλά
μαλάματα, ρούχα φαντά — όσα ποτέ του δεν θα μάζευε
ο Οδυσσέας στην Τροία, ας έφτανε κι απείραχτος,
μ᾽ ό,τι του έλαχε στη μοιρασιά της λείας.»
Στον Ποσειδώνα απάντησε ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει:
140«Βεβαίως όχι, Κοσμοσείστη πολυδύναμε — τι λόγος που ξεστόμισες!
Καθόλου οι θεοί δεν σ᾽ ατιμάζουν· που θα ᾽ταν και βαρύ τους σφάλμα
τον άριστο και τον πρεσβύτερό τους να προσβάλλουν
με την ατίμωσή του.
Αν όμως άνθρωπος θνητός, από το θράσος και τη δύναμή του,
σου στέρησε κάποια τιμή, έχεις εσύ το δίκιο να τον εκδικηθείς.
Πράξε λοιπόν καταπώς θες, όπως ορέγεται η ψυχή σου.»
Στον λόγο του αποκρίθηκε ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει:
«Θα το είχα πράξει, όπως το λες εσύ που σε σκεπάζουν
νέφη μελανά, αλλά διστάζω, γιατί σέβομαι και τη δική σου αντίδραση.
Τώρα λοιπόν, επιθυμώ εκείνο το περίκαλλό τους πλοίο των Φαιάκων
150να συντρίψω, την ώρα της επιστροφής του, καταμεσής
στο θολωμένο πέλαγος, ώστε να πάψουν πια, να σταματήσουν
να ξεπροβοδούν ανθρώπους ξένους· κι έχω στον νου μου
να καλύψω γύρω τους την πόλη με ψηλό βουνό.»
Πήρε τον λόγο πάλι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει:
«Φίλε, άλλη βουλή, καλύτερη, μέσα μου τρέφω·
όταν ψηλά από την πόλη σύμπας ο λαός το δει να μπαίνει
στο λιμάνι, τότε μαρμάρωσε το γρήγορό τους πλοίο,
να γίνει βράχος στην ακρογιαλιά μπροστά, να μείνουν όλοι
μ᾽ ανοιχτό το στόμα· μετά μπορείς γύρω την πόλη τους
να την καλύψεις με ψηλό βουνό.»