Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (4.435-4.490)


435Τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ ἥ γ᾽ ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον
τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ᾽ ἔνεικε·
πάντα δ᾽ ἔσαν νεόδαρτα· δόλον δ᾽ ἐπεμήδετο πατρί.
εὐνὰς δ᾽ ἐν ψαμάθοισι διαγλάψασ᾽ ἁλίῃσιν
ἧστο μένουσ᾽· ἡμεῖς δὲ μάλα σχεδὸν ἤλθομεν αὐτῆς·
440 ἑξείης δ᾽ εὔνησε, βάλεν δ᾽ ἐπὶ δέρμα ἑκάστῳ.
ἔνθα κεν αἰνότατος λόχος ἔπλετο· τεῖρε γὰρ αἰνῶς
φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή·
τίς γάρ κ᾽ εἰναλίῳ παρὰ κήτεϊ κοιμηθείη;
ἀλλ᾽ αὐτὴ ἐσάωσε καὶ ἐφράσατο μέγ᾽ ὄνειαρ·
445 ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα
ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν.
πᾶσαν δ᾽ ἠοίην μένομεν τετληότι θυμῷ·
φῶκαι δ᾽ ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες. αἱ μὲν ἔπειτα
ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης·
450 ἔνδιος δ᾽ ὁ γέρων ἦλθ᾽ ἐξ ἁλός, εὗρε δὲ φώκας
ζατρεφέας, πάσας δ᾽ ἄρ᾽ ἐπῴχετο, λέκτο δ᾽ ἀριθμόν·
ἐν δ᾽ ἡμέας πρώτους λέγε κήτεσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ὠΐσθη δόλον εἶναι· ἔπειτα δὲ λέκτο καὶ αὐτός.
ἡμεῖς δὲ ἰάχοντες ἐπεσσύμεθ᾽, ἀμφὶ δὲ χεῖρας
455 βάλλομεν· οὐδ᾽ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης,
ἀλλ᾽ ἦ τοι πρώτιστα λέων γένετ᾽ ἠϋγένειος,
αὐτὰρ ἔπειτα δράκων καὶ πάρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς·
γίγνετο δ᾽ ὑγρὸν ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον.
ἡμεῖς δ᾽ ἀστεμφέως ἔχομεν τετληότι θυμῷ.
460 ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἀνίαζ᾽ ὁ γέρων ὀλοφώϊα εἰδώς,
καὶ τότε δή με ἔπεσσιν ἀνειρόμενος προσέειπε·
τίς νύ τοι, Ἀτρέος υἱέ, θεῶν συμφράσσατο βουλάς,
ὄφρα μ᾽ ἕλοις ἀέκοντα λοχησάμενος; τέο σε χρή;
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
465 οἶσθα, γέρον, τί με ταῦτα παρατροπέων ἀγορεύεις;
ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκομαι, οὐδέ τι τέκμωρ
εὑρέμεναι δύναμαι, μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦτορ.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν,
ὅς τίς μ᾽ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου,
470 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπεν·
ἀλλὰ μάλ᾽ ὤφελλες Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσι
ῥέξας ἱερὰ κάλ᾽ ἀναβαινέμεν, ὄφρα τάχιστα
σὴν ἐς πατρίδ᾽ ἵκοιο πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
475 οὐ γάρ τοι πρὶν μοῖρα φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν,
πρίν γ᾽ ὅτ᾽ ἂν Αἰγύπτοιο, διιπετέος ποταμοῖο,
αὖτις ὕδωρ ἔλθῃς ῥέξῃς θ᾽ ἱερὰς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι·
480 καὶ τότε τοι δώσουσιν ὁδὸν θεοί, ἣν σὺ μενοινᾷς.
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
οὕνεκά μ᾽ αὖτις ἄνωγεν ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον
Αἴγυπτόνδ᾽ ἰέναι, δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.
ἀλλὰ καὶ ὣς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
485 ταῦτα μὲν οὕτω δὴ τελέω, γέρον, ὡς σὺ κελεύεις.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ἢ πάντες σὺν νηυσὶν ἀπήμονες ἦλθον Ἀχαιοί,
οὓς Νέστωρ καὶ ἐγὼ λίπομεν Τροίηθεν ἰόντες,
ἦέ τις ὤλετ᾽ ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ἧς ἐπὶ νηός,
490 ἠὲ φίλων ἐν χερσίν, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσεν.


Στο μεταξύ κι εκείνη, βυθισμένη στην ανοιχτή αγκαλιά της θάλασσας,
από τα πελαγίσια βάθη φέρνει τέσσερα δέρματα από φώκιες —
ήσανε και τα τέσσερα μόλις γδαρμένα· γιατί το σκέφτηκε καλά
πώς να γελάσει με δόλο τον πατέρα της.
Εκεί λοιπόν στην αλμυρή αμμουδιά άνοιξε με τα χέρια της
λακκούβες να πλαγιάσουμε, και καθισμένη μας περίμενε.
Αλλά κι εμείς προφτάσαμε και πήγαμε πολύ κοντά της,
440οπότε εκείνη στη σειρά μάς πλάγιασε κι έβαλε πάνω στον καθένα από ένα δέρμα.
Δεν θα μπορούσε να βρεθεί χειρότερο καρτέρι· φριχτά μας τυραννούσε
η καταραμένη οσμή απ᾽ τις θαλάσσιες φώκιες —
γιατί ποιος θα βαστούσε να κουρνιάσει στο πλάι θηρίου πελαγίσιου;
Αλλά μας έσωσε από μόνη της, σοφίστηκε μεγάλο το όφελός μας·
έφερε κι έβαλε κάτω από τα ρουθούνια μας σ᾽ όλους την αμβροσία,
που ευώδιασε τόσο γλυκά κι εξουδετέρωσε τη βρώμα απ᾽ τη δορά του τέρατος.
Έτσι με υπομονή όλο το πρωινό προσμέναμε, ώσπου
κοπάδι πρόβαλαν βγαίνοντας οι φώκιες απ᾽ τη θάλασσα,
που πλάγιασαν να κοιμηθούν με τη σειρά στο ακροθαλάσσι.
450Πάνω στο μεσημέρι φτάνει απ᾽ το πέλαγος κι ο γέροντας,
βρήκε τις φώκιες του καλοθρεμμένες, πηγαινοήλθε σε όλες,
λογάριασε τον αριθμό τους, και πρώτους μέτρησε κι εμάς
με τ᾽ άλλα του θηρία, δίχως να βάλει ο νους του τον στημένο δόλο μας.
Ύστερα πέφτει κι αυτός να κοιμηθεί. Οπότε εμείς κραυγάζοντας
πάνω του ορμήξαμε, τυλίξαμε γερά τα χέρια μας
στο σώμα του. Αλλά κι ο γέροντας καθόλου δεν λησμόνησε
τη δολερή του τέχνη:
έγινε λιοντάρι πρώτα με περήφανο το γένι του, φίδι μετά
και λεοπάρδαλη και μέγας κάπρος· έγινε τέλος και νερό
που τρέχει, δέντρο με φύλλωμα αψηλό —
κι ωστόσο εμείς με υπομονή τον συγκρατούσαμε γερά.
460Όταν αργά βαρέθηκε τις δόλιες αλλαγές του,
τότε γυρίζοντας ο γέροντας μου μίλησε ρωτώντας:
«Άραγε ποιος θεός, του Ατρέα γιε, συνταίριαξε μαζί σου
τις βουλές του, με το στανιό να με συλλάβεις, στήνοντας
καρτέρι; Τι τόσο σ᾽ αναγκάζει;»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αμέσως του αποκρίθηκα:
«Το ξέρεις, γέροντα, και μόνος σου· γιατί λοιπόν γυρεύεις
με τα λόγια σου να με παραπλανήσεις;
Σ᾽ ένα νησί εμποδίζομαι τόσον καιρό και δεν μπορώ
να βρω σωτήρια λύση — έτσι η καρδιά μου κάθε μέρα λιγοστεύει.
Αλλά ομολόγησέ μου τώρα εσύ, αφού οι θεοί τα ξέρουν όλα·
σαν ποιος θεός μ᾽ έχει δεμένο, ποιος έφραξε τον δρόμο μου·
470πες και τον νόστο μου, πώς θα περάσω το ψαρίσιο πέλαγος.»
Στα λόγια μου εκείνος μιλώντας αποκρίθηκε:
«Όφειλες στον Δία πρώτα και στους άλλους αθανάτους
σφάγια ιερά κι ωραία να προσφέρεις, προτού ανεβείς
και το καράβι σου σε ταξιδέψει γρήγορα στην πατρίδα,
το πέλαγος περνώντας με το μπλάβο χρώμα του κρασιού.
Γιατί της μοίρας σου δεν είναι να δεις δικούς, να φτάσεις
στο καλοχτισμένο σπιτικό σου, να πιάσεις χώμα πατρικό,
αν δεν περάσεις πάλι τα νερά του Αιγύπτου, του ποταμού
που κατεβαίνει από τον ουρανό ψηλά· αν δεν προσφέρεις
εκατόμβες, θυσία μεγάλη, στους αθάνατους
όσοι κατέχουν τον πλατύ ουρανό.
480Τότε οι θεοί θα δώσουν και θ᾽ ανοίξουν τον δρόμο σου που λαχταράς.»
Έτσι μιλώντας, μέσα μου κλονίστηκε η καρδιά μου,
που με παρακινούσε, περνώντας πάλι τις ομίχλες του πελάγους,
στην Αίγυπτο να φτάσω — δρόμος μακρύς και τόσο δύσκολος.
Και μολοντούτο πήρα ξανά τον λόγο και του μίλησα:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντα, όπως τα λες και τα προστάζεις.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, ομολογώντας την αλήθεια·
γύρισαν ίσως σώοι κι άβλαβοι με τα καράβια τους οι Αχαιοί, όσοι
στην Τροία ξέμειναν, όταν ο Νέστορας κι εγώ κινούσαμε;
ή μήπως κάποιος χάθηκε μ᾽ ένα χαμό αφρόντιστο πάνω στο πλοίο του
ή και στα χέρια των δικών του, μετά τον πόλεμο
490που τον κατόρθωσε;»