Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (4.351-4.434)


Αἰγύπτῳ μ᾽ ἔτι δεῦρο θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι
ἔσχον, ἐπεὶ οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας.
οἱ δ᾽ αἰεὶ βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων.
νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ
355 Αἰγύπτου προπάροιθε, Φάρον δέ ἑ κικλήσκουσι,
τόσσον ἄνευθ᾽, ὅσσον τε πανημερίη γλαφυρὴ νηῦς
ἤνυσεν, ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν·
ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ὅθεν τ᾽ ἀπὸ νῆας ἐΐσας
ἐς πόντον βάλλουσιν, ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ.
360 ἔνθα μ᾽ ἐείκοσιν ἤματ᾽ ἔχον θεοί, οὐδέ ποτ᾽ οὖροι
πνείοντες φαίνονθ᾽ ἁλιαέες, οἵ ῥά τε νηῶν
πομπῆες γίγνονται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
καί νύ κεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν,
εἰ μή τίς με θεῶν ὀλοφύρατο καί μ᾽ ἐλέησε,
365 Πρωτέος ἰφθίμου θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος,
Εἰδοθέη· τῇ γάρ ῥα μάλιστά γε θυμὸν ὄρινα,
ἥ μ᾽ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο νόσφιν ἑταίρων·
αἰεὶ γὰρ περὶ νῆσον ἀλώμενοι ἰχθυάασκον
γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός.
370 ἡ δ᾽ ἐμεῦ ἄγχι στᾶσα ἔπος φάτο φώνησέν τε·
νήπιός εἰς, ὦ ξεῖνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων,
ἦε ἑκὼν μεθιεῖς καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων;
ὡς δὴ δήθ᾽ ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι, οὐδέ τι τέκμωρ
εὑρέμεναι δύνασαι, μινύθει δέ τοι ἦτορ ἑταίρων.
375 ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
ἐκ μέν τοι ἐρέω, ἥ τις σύ πέρ ἐσσι θεάων,
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι, ἀλλά νυ μέλλω
ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
ἀλλὰ σύ πέρ μοι εἰπέ, θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασιν,
380 ὅς τίς μ᾽ ἀθανάτων πεδάᾳ καὶ ἔδησε κελεύθου,
νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσομαι ἰχθυόεντα.
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
πωλεῖταί τις δεῦρο γέρων ἅλιος νημερτής,
385 ἀθάνατος, Πρωτεὺς Αἰγύπτιος, ὅς τε θαλάσσης
πάσης βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνος ὑποδμώς·
τὸν δέ τ᾽ ἐμόν φασιν πατέρ᾽ ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσθαι.
τόν γ᾽ εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσθαι,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
390 νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.
καὶ δέ κέ τοι εἴπῃσι, διοτρεφές, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα,
ὅττι τοι ἐν μεγάροισι κακόν τ᾽ ἀγαθόν τε τέτυκται,
οἰχομένοιο σέθεν δολιχὴν ὁδὸν ἀργαλέην τε.
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
395 αὐτὴ νῦν φράζευ σὺ λόχον θείοιο γέροντος,
μή πώς με προϊδὼν ἠὲ προδαεὶς ἀλέηται·
ἀργαλέος γάρ τ᾽ ἐστὶ θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι.
ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
400 ἦμος δ᾽ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ,
τῆμος ἄρ᾽ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος νημερτὴς
πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο, μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς,
ἐκ δ᾽ ἐλθὼν κοιμᾶται ὑπὸ σπέεσι γλαφυροῖσιν·
ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδες καλῆς ἁλοσύδνης
405 ἁθρόαι εὕδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι,
πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν.
ἔνθα σ᾽ ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν
εὐνάσω ἑξείης· σὺ δ᾽ ἐῢ κρίνασθαι ἑταίρους
τρεῖς, οἵ τοι παρὰ νηυσὶν ἐϋσσέλμοισιν ἄριστοι.
410 πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώϊα τοῖο γέροντος.
φώκας μέν τοι πρῶτον ἀριθμήσει καὶ ἔπεισιν·
αὐτὰρ ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται ἠδὲ ἴδηται,
λέξεται ἐν μέσσῃσι, νομεὺς ὣς πώεσι μήλων.
τὸν μὲν ἐπὴν δὴ πρῶτα κατευνηθέντα ἴδησθε,
415 καὶ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ὑμῖν μελέτω κάρτος τε βίη τε,
αὖθι δ᾽ ἔχειν μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι.
πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, ὅσσ᾽ ἐπὶ γαῖαν
ἑρπετὰ γίγνονται καὶ ὕδωρ καὶ θεσπιδαὲς πῦρ·
ὑμεῖς δ᾽ ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε πιέζειν.
420 ἀλλ᾽ ὅτε κεν δή σ᾽ αὐτὸς ἀνείρηται ἐπέεσσι,
τοῖος ἐὼν οἷόν κε κατευνηθέντα ἴδησθε,
καὶ τότε δὴ σχέσθαι τε βίης λῦσαί τε γέροντα,
ἥρως, εἴρεσθαι δὲ θεῶν ὅς τίς σε χαλέπτει,
νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.
425 ὣς εἰποῦσ᾽ ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα·
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπὶ νῆας, ὅθ᾽ ἕστασαν ἐν ψαμάθοισιν,
ἤϊα· πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
δόρπον θ᾽ ὁπλισάμεσθ᾽, ἐπί τ᾽ ἤλυθεν ἀμβροσίη νύξ·
430 δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσης εὐρυπόροιο
ἤϊα πολλὰ θεοὺς γουνούμενος· αὐτὰρ ἑταίρους
τρεῖς ἄγον, οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ᾽ ἰθύν.


Στην Αίγυπτο οι θεοί ακόμη με κρατούσαν, μόλο που τόσο
επιθυμούσα να γυρίσω πίσω, γιατί δεν τους επρόσφερα θυσία
λαμπρή τις εκατόμβες — αλλά οι αθάνατοι πάντοτε θέλουν
να θυμόμαστε τις εντολές τους.
Ένα νησί βρίσκεται εκεί, το βρέχει η ταραγμένη θάλασσα,
αντικριστά στην Αίγυπτο, το λένε Φάρος·
απέχει τόσο απ᾽ τη στεριά, που ένα καράβι βαθουλό μες σε μια μέρα
θα μπορούσε να κάνει την απόσταση, φτάνει να το συντρόφευε
με τις πνοές του ούριος άνεμος.
Έχει λιμάνι απάνεμο, όπου τα πλοία ισόρροπα,
προτού ανοιχτούν στο πέλαγος, τραβούν νερό από σκοτεινές πηγές.
360Εκεί λοιπόν μ᾽ εμπόδιζαν είκοσι μέρες οι θεοί· κι ούτε στιγμή
δεν έλεγαν τη θάλασσα να κυματίσουν άνεμοι της στεριάς καλοί,
που όταν φυσούν, γίνονται σύντροφοι των καραβιών
στα πλάτη της θαλάσσης.
Στο μεταξύ θα τέλειωναν κι όλες μας οι τροφές, μαζί τους των συντρόφων
το κουράγιο, αν δεν με σπλαχνιζόταν μια θεά να μ᾽ ελεήσει·
του αδάμαστου Πρωτέα η κόρη, του ενάλιου γέροντα,
η Ειδοθέη — εκείνης την καρδιά φαίνεται πως πολύ συγκίνησα.
Κι όπως παράδερνα μονάχος στο νησί, απ᾽ τους συντρόφους χωρισμένος,
φάνηκε ξαφνικά μπροστά μου· αυτοί περιτριγύριζαν τις όχθες
του νησιού κι όλη τη μέρα ψάρευαν με τα καμπύλα αγκίστρια,
γιατί τους θέριζε της άδειας τους κοιλιάς η πείνα.
370Στάθηκε τότε εκείνη πλάι μου, μιλώντας είπε:
«Ξένε μου, παραείσαι νήπιος· χαλάρωσε κι ο νους σου; ή μήπως
θεληματικά μού αφήνεσαι, απολαμβάνοντας τον πόνο των παθών σου;
Αφού τόσο καιρό εμποδίζεσαι, και δεν μπορείς να βρεις
κάποια σωτήρια λύση, τώρα που πια εξαντλήθηκε κι η αντοχή
των φίλων σου.»
Στον λόγο της εγώ αποκρίθηκα με τον δικό μου λόγο:
«Θα σου μιλήσω φανερά, όποια θεά κι αν είσαι.
Όχι, δεν αποκλείστηκα από μόνος μου· μάλλον θα πρέπει
να ᾽χω σφάλει στους θεούς, που τον πλατύ ουρανό κατέχουν.
Αλλά από σένα τώρα περιμένω να μου πεις, αφού οι αθάνατοι
380ξέρουν τα πάντα, το ποιος θεός δεμένο με κρατεί, ποιος έκλεισε
τον δρόμο μου, το πώς θα βρω τον νόστο μου, περνώντας
το ψαρίσιο πέλαγος.»
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη, σεβαστή θεά, πήρε τον λόγο κι είπε:
«Ξένε, θα σου μιλήσω ειλικρινά και τίμια:
στα μέρη αυτά κυκλοφορεί ο ενάλιος γέρος που ποτέ δεν σφάλλει,
αθάνατος ο Αιγύπτιος Πρωτέας, που ορίζει με τη γνώση του
όλης της θάλασσας τα βάθη, στον Ποσειδώνα ωστόσο υποτελής —
λένε πως είναι εκείνος που με γέννησε, ο πατέρας μου.
Αυτόν λοιπόν, αν με κάποιον τρόπο εσύ κατόρθωνες να παγιδέψεις,
να τον πιάσεις, θα ᾽ταν σε θέση να σου πει τον νόστο σου,
να σου μετρήσει το μακρύ ταξίδι,
390το πώς θα γύριζες περνώντας το ψαρίσιο πέλαγος.
Ακόμη, ξένε ευγενικέ, ανίσως θέλεις, εκείνος θα μπορούσε να σου μαρτυρήσει
και τι κακό ή καλό έχει συντελεστεί μες στο παλάτι σου,
αφότου εσύ πήρες τον τόσο μακρινό, μαρτυρικό σου δρόμο φεύγοντας.»
Στα λόγια της εγώ μ᾽ αυτά τα λόγια ανταποκρίθηκα:
«Εξήγησέ μου τώρα εσύ το πώς να παγιδέψω τον θεϊκό Πρωτέα,
μήπως προλάβει να με δει, με αναγνωρίσει πρώτος και ξεφύγει·
γιατί είναι δύσκολο θεός να δαμαστεί από θνητού το χέρι.»
Έτσι της μίλησα, κι εκείνη αμέσως μου αποκρίθηκε:
«Ό,τι ρωτάς θα το εξηγήσω εγώ, ομολογώντας όλη την αλήθεια.
400Όταν ο ήλιος ανεβαίνοντας φτάσει στη μέση του ουρανού,
τότε κι ο άσφαλτος, ενάλιος γέροντας βγαίνει απ᾽ τη θάλασσα
με του ζεφύρου τις πνοές, στο μαύρο του νερού ανατρίχιασμα
κρυμμένος, και βγαίνοντας βαθιά κοιμάται σε θολωτές σπηλιές.
Γύρω του αθρόες φώκιες άποδες, κόρες της όμορφης θαλασσινής θεάς,
κι αυτές αφήνουν το ψαρί νερό και δίπλα του πλαγιάζουν,
βαριά αναδίνοντας τη μυρωδιά του απύθμενου πελάγους.
Εκεί λοιπόν, μόλις χαράζοντας φανεί η αυγή, θα σε οδηγήσω
εγώ, να γείρεις πλάι τους· αλλά κι εσύ ξεδιάλεξε
τρεις από τους συντρόφους σου — ας είναι
των καραβιών με τις γερές κουβέρτες οι καλύτεροι.
410Και τώρα θα σου πω κι όλες του γέροντα τις πονηριές·
τις φώκιες πρώτα θα μετρήσει, βήμα βήμα,
κι αφού τις δει και λογαριάζοντας στα πέντε δάχτυλα
τις βρει σωστές, θα πέσει εκεί στη μέση να πλαγιάσει,
σαν τον βοσκό με το κοπάδι του ανάμεσα στα πρόβατά του.
Κι όταν τον δείτε πια στον ύπνο βυθισμένο,
δικό σας μέλημα, με βία και δύναμη να τον κρατήσετε
γερά, όσο κι αν δέρνεται παλεύοντας να σας ξεφύγει.
Γιατί θα δοκιμάσει αλλάζοντας την όψη του μ᾽ ό,τι ερπετό
στο χώμα σέρνεται, θα γίνει και νερό, κι ακαταμάχητη φωτιά.
Όμως εσείς μην τον αφήσετε απ᾽ τα χέρια σας,
όλο και δυνατότερο το σφίξιμό σας.
420Και μόνο όταν μιλώντας σάς ρωτήσει,
ίδιος στην όψη πάλι, όπως τον είδατε προτού ξαπλώσει,
τότε κι εσύ τη βία χαλάρωσε, λύσε τον γέροντα,
γενναίε, και ρώτησέ τον ποιος θεός σε κατατρέχει,
τον νόστο να σου πει, πώς θα περάσεις το ψαρίσιο πέλαγος.»
Τον λόγο της τελειώνοντας, βυθίστηκε στο κύμα της θαλάσσης.
Όσο για μένα, τράβηξα στα καράβια, στημένα εκεί στην άμμο,
κι όπως εβάδιζα, κυμάτιζε τα στήθη μου η καρδιά μου.
Αλλ᾽ όταν, στο ακροθαλάσσι κατεβαίνοντας έφτασα το καράβι,
φροντίσαμε το δείπνο μας κι έπεσε το σκοτάδι
430νύχτας αθάνατης — εμείς πλαγιάσαμε στο περιγιάλι τότε.
Την άλλη μέρα, σαν ξημέρωσε ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
προχώρησα στην αμμουδιά μιας θάλασσας απέραντης
κι εκεί γονυπετής παρακαλιόμουν τους θεούς· πήρα μαζί μου
και τους τρεις συντρόφους — σ᾽ αυτούς που είχα την πιο μεγάλη εμπιστοσύνη
στην κάθε κίνησή μου.