Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (19.261-19.334)


Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο μηδέ τι θυμὸν
τῆκε πόσιν γοόωσα· νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν·
365 καὶ γάρ τίς τ᾽ ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ᾽ ὀλέσασα
κουρίδιον, τῷ τέκνα τέκῃ φιλότητι μιγεῖσα,
ἢ Ὀδυσῆ᾽, ὅν φασι θεοῖς ἐναλίγκιον εἶναι.
ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω
270 ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
αἰτίζων ἀνὰ δῆμον· ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους
ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
275 Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών· ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ
Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος· τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.
οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
280 οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ
οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεὺς
ἤην· ἀλλ᾽ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,
χρήματ᾽ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι·
285 ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων
οἶδ᾽ Ὀδυσεύς, οὐδ᾽ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.
ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων·
ὄμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
290 οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς·
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι,
295 ὅσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
τὸν δ᾽ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν.
300 ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη
ἄγχι μάλ᾽, οὐδ᾽ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπεσσεῖται· ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
305 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
310 τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.
ἀλλά μοι ὧδ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ·
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται, οὔτε σὺ πομπῆς
τεύξῃ, ἐπεὶ οὐ τοῖοι σημάντορές εἰσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
315 οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι.
ἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, κάτθετε δ᾽ εὐνήν,
δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
ὥς κ᾽ εὖ θαλπιόων χρυσόθρονον Ἠῶ ἵκηται.
320 ἠῶθεν δὲ μάλ᾽ ἦρι λοέσσαι τε χρῖσαί τε,
ὥς κ᾽ ἔνδον παρὰ Τηλεμάχῳ δείπνοιο μέδηται
ἥμενος ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ἄλγιον ὅς κεν ἐκείνων
τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος· οὐδέ τι ἔργον
ἐνθάδ᾽ ἔτι πρήξει, μάλα περ κεχολωμένος αἰνῶς.
325 πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν
ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν,
εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι
δαινύῃ; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν.
ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ,
330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε᾽ ὀπίσσω
ζωῷ, ἀτὰρ τεθνεῶτί γ᾽ ἐφεψιόωνται ἅπαντες·
ὃς δ᾽ ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ,
τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον.»


Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πάλι, μυαλό εφευρετικό:
«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
μην το χαλάς το ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις κι άλλο την καρδιά σου
θρηνώντας για τον άντρα σου.
Δεν λέω πως το βρίσκω αταίριαστο· κάθε γυναίκα οδύρεται, αν χάσει
τον πιστό της σύντροφο, που σμίγοντας μαζί του σ᾽ έρωτα
του γέννησε παιδιά, και πόσο μάλλον αν τον Οδυσσέα έχει ταίρι της,
που η φήμη του τον φέρνει ωραίο σαν θεό.
Όμως σταμάτησε το κλάμα, πρόσεξε τώρα τι θα πω,
θα σου μιλήσω αληθινά, τίποτα δεν θα κρύψω.
270Άκουσα με τ᾽ αφτιά μου εγώ του Οδυσσέα τον νόστο,
όχι μακριά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα. Είπαν πως ζει,
και φέρνει μάλιστα μαζί του πολλά κειμήλια πολύτιμα,
όσα γυρίζοντας τον κόσμο μάζεψε· έχασε όμως τους εταίρους
και το βαθύ καράβι του, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, μόλις που άφησε
της Θρινακίας το νησί, γιατί ο Ήλιος εξοργίστηκε κι ο Δίας μαζί του —
του Ήλιου τα γελάδια έσφαξαν οι σύντροφοί του.
Έτσι, αυτοί αφανίστηκαν και πάνε, όλους τούς έπνιξε ο πόντος πολυκύμαντος.
Μόνο εκείνον το κύμα της θαλάσσης, καβάλα στην καρίνα, τον έβγαλε
σε μιαν ακτή, στη χώρα των Φαιάκων, που η φύτρα τους από θεούς κρατεί,
280κι αυτοί εγκάρδια τον τίμησαν, λες κι ήτανε θεός,
του πρόσφεραν δώρα πολλά κι έδωσαν λόγο πίσω να τον γυρίσουν
στην πατρίδα του, δίχως να πάθει τίποτε.
Θα είχε κιόλας φτάσει ο Οδυσσέας εδώ, αλλά φαντάστηκε
πιο κερδοφόρο να κάνει γύρα στα περίχωρα, μαζεύοντας κι άλλα αγαθά.
Γιατί απ᾽ όλους τους θνητούς της γης εκείνος ξέρει πιο καλά
πώς να κερδίζει περισσότερα — σ᾽ αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να τον παραβγεί.
Όσα σου λέω ο Φείδων, ο βασιλιάς των Θεσπρωτών, σ᾽ εμένα τα ομολόγησε,
και πήρε όρκο, κάνοντας στο παλάτι του σπονδή, πως είχαν ρίξει πια
στο κύμα το καράβι, πως τον περίμεναν τον Οδυσσέα οι ναύτες,
290για να τον ταξιδέψουν στην πατρίδα του.
Εμένα ωστόσο ο Φείδων μ᾽ έστειλε εδώ πρωτύτερα·
έτυχε να ᾽ρχεται θεσπρωτικό καράβι σ᾽ αυτά τα μέρη,
πήγαινε στο Δουλίχιο, που βγάζει άφθονο σιτάρι. Αλλά και τα αποκτήματα,
όσα ο Οδυσσέας μάζεψε, τα ᾽δειξε ο Φείδων και σ᾽ εμένα —
δέκα γενιές μ᾽ αυτά μπορούν να ζήσουν και να περισσέψουν,
τόσα του Οδυσσέα τα πλούτη στο βασιλικό παλάτι στέκουν.
Όσο για κείνον, είπε πως πήγε στη Δωδώνη, να μάθει
τη βουλή του Δία, όπως τη φανερώνει η δρυς με τ᾽ αψηλό της φύλλωμα·
το πώς, μετά τα τόσα χρόνια που έλειψε, θα ᾽πρεπε να νοστήσει
στην πατρίδα του, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
300Γι᾽ αυτό σου λέω, σώος εκείνος είναι και όπου να ᾽ναι φτάνει,
βρίσκεται πια κοντά σου, δεν πρόκειται να μείνει για πολύ
μακριά από δικούς κι από πατρίδα. Όρκο θα πάρω τώρα να πειστείς:
μάρτυς μου πρώτα ο Δίας, ύπατος, παντοδύναμος θεός,
μάρτυς μου ακόμη αυτή η εστία στο σπιτικό του Οδυσσέα, που βρίσκομαι,
όλα θα γίνουν ακριβώς όπως τα είπα κι όπως τ᾽ άκουσες·
προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ,
μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει
η νέα σελήνη.»
Ανταποκρίθηκε η Πηνελόπη, φρόνιμο μυαλό:
«Μακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει αληθινός.
310Τότε θα γνώριζες καλά και τη δική μου αγάπη και τη δική σου
ανταμοιβή, δώρα πολλά — θα σε μακάριζε γι᾽ αυτά
όποιος θα τύχαινε κοντά σου να βρεθεί.
Μα η δική μου η ψυχή αλλιώς φαντάζεται το μέλλον·
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, ούτε κι εσύ
κάποιον θα βρεις να σε ξεπροβοδίσει.
Γιατί σε τούτο το παλάτι πια οικοδεσπότες τέτοιοι δεν κυκλοφορούν,
ωσάν τον Οδυσσέα, που ανάμεσά μας, αν έζησε ποτέ κι αυτός,
φιλόξενος τους τίμιους ξένους τούς δεχόταν και τους προβοδούσε.
Όμως ελάτε τώρα, παρακόρες, ώρα να πλύνετε τον ξένο και να του στήσετε
μια κλίνη, με στρώμα, με προβιές και με λευκά σεντόνια που να λάμπουν,
να μην τον βρει η Αυγή χρυσόθρονη ξεπαγιασμένο.
320Και το πρωί, μόλις θα ξημερώσει, τον οδηγείτε στον λουτρό και τον μυρώνετε·
μετά, στο πλάι του Τηλεμάχου καθισμένος, το φαγητό του
ας γευτεί, κανονικά μες στο παλάτι. Πικρά θα μετανιώσει
όποιος κακόψυχος τολμήσει κι άλλο να τον πειράξει· δεν θα προλάβει
να συντελέσει το έργο του, όσο κι αν βράζει από θυμό.
Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ
η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη,
αν σ᾽ άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ᾽ αυτό το σπιτικό
να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
Του ανθρώπου η ζωή, το ξέρεις, είναι λειψή και λίγη,
κι όποιος από τη φύση του άσπλαχνος, άσπλαχνα φέρεται,
330όσο που ζει, όλοι τον καταριούνται, να πέσουν πάνω του
πόνοι και βάσανα· αλλά κι όταν πεθάνει, οι πάντες πάλι τον χλευάζουν.
Όποιος αντίθετα άψογος στη ζωή του μένει, όποιος στοχάζεται άψογα,
τη φήμη του κυκλοφορούν οι ξένοι σ᾽ όλον τον κόσμο
και το καλό του όνομα πολλοί το μελετούν.»