Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (18.394-18.428)


Ὣς ἄρα φωνήσας σφέλας ἔλλαβεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
395 Ἀμφινόμου πρὸς γοῦνα καθέζετο Δουλιχιῆος,
Εὐρύμαχον δείσας. ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οἰνοχόον βάλε χεῖρα
δεξιτερήν· πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οἰμώξας πέσεν ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,
400 ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«αἴθ᾽ ὤφελλ᾽ ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ᾽ ὀλέσθαι
πρὶν ἐλθεῖν· τῶ κ᾽ οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε.
νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι δαιτὸς
ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»
405Τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«δαιμόνιοι, μαίνεσθε καὶ οὐκέτι κεύθετε θυμῷ
βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα· θεῶν νύ τις ὔμμ᾽ ὀροθύνει.
ἀλλ᾽ εὖ δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾽ ἰόντες,
ὁππότε θυμὸς ἄνωγε· διώκω δ᾽ οὔ τιν᾽ ἐγώ γε.»
410Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε
Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
415 ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι·
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν,
ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ᾽ ἰόντες·
420 τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος
Τηλεμάχῳ μελέμεν· τοῦ γὰρ φίλον ἵκετο δῶμα.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπε.
τοῖσιν δὲ κρητῆρα κεράσσατο Μούλιος ἥρως,
κῆρυξ Δουλιχιεύς· θεράπων δ᾽ ἦν Ἀμφινόμοιο·
425 νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν· οἱ δὲ θεοῖσι
λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
βάν ῥ᾽ ἴμεναι κείοντες ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος.


Τελειώνοντας, χουφτώνει ένα σκαμνί· ο Οδυσσέας όμως,
από τον φόβο μήπως τον βρει ο Ευρύμαχος, τραβήχτηκε
στα γόνατα του Αμφινόμου. Χτύπησε το σκαμνί
το χέρι το δεξί του κεραστή, βρόντηξε το λαγήνι πέφτοντας
στο δάπεδο, κι αυτός, βογγώντας απ᾽ τον πόνο,
ανάσκελα σωριάστηκε στη σκόνη.
Σήκωσαν οι μνηστήρες θόρυβο, αντήχησε η φωνή τους
στη μισοφωτισμένη αίθουσα· οπότε, ο ένας βλέποντας τον άλλον,
400καθένας έλεγε στον διπλανό του:
«Άμποτε ο ξένος, που περιφέρεται εδώ κι εκεί, να ᾽χε ξοφλήσει
αλλού, πριν φτάσει εδώ· έτσι, δεν θα ᾽φερνε σ᾽ εμάς την τόση ταραχή του,
που τώρα συγχυζόμαστε με κουρελήδες — χάλασε κι η απόλαυση
από το πλούσιο δείπνο μας, αφού μας βρήκαν τα χειρότερα.»
Μπήκε στη μέση όμως ο γενναίος Τηλέμαχος, για να τους πει:
«Ακαταλόγιστοι, θαρρώ πως χάσατε τα λογικά σας, φαίνεται
δεν σηκώνετε το τόσο φαγητό και το πιοτό, εκτός κι αν
σας επείραξε κάποιος θεός.
Ώρα ωστόσο, χορτάτοι για καλά, να πάτε τώρα να κουρνιάσετε
στο σπίτι σας, αν βέβαια κι εσείς το επιθυμείτε —
εγώ πάντως κανένα σας δεν διώχνω.»
410Ακούγοντας τα λόγια του, όλοι οι μνηστήρες τα ᾽χασαν
δαγκώνοντας τα χείλη τους, που μίλησε ο Τηλέμαχος με τόσο θάρρος.
Τότε ο Αμφίνομος, του Νήσου φημισμένος γιος, ο εγγονός του Αρήτου,
μεσολαβώντας ομολόγησε:
«Φίλοι, δεν πρέπει κάποιος, στον δίκαιο λόγο που άκουσε,
να αντιμιλά με εμπάθεια κι άσχημα να θυμώνει.
Λοιπόν, μη βασανίζετε κι άλλο τον ξένο, μήτε και δούλους
που κυκλοφορούν εδώ στα δώματα του θεϊκού Οδυσσέα.
Καιρός ο κεραστής τις κούπες να γεμίσει,
πρώτα να κάνουμε σπονδή, κι ύστερα πάμε να ξαπλώσουμε,
καθένας στο δικό του σπίτι.
420Τον ξένο ας τον αφήσουμε στου Οδυσσέα τα δώματα,
κι ας τον νοιαστεί ο Τηλέμαχος, αφού στο σπίτι το δικό του
έφτασε ικέτης.»
Όλοι τους με τα λόγια του συμφώνησαν, κι ευθύς ο Μούλιος,
κήρυκας του Αμφινόμου και παιδόπουλό του, απ᾽ το Δουλίχιο κι αυτός,
συγκέρασε μες στον κρατήρα το κρασί και μοίρασε τις κούπες.
Πρώτα σταλάζουν στους μάκαρες θεούς, ήπιαν μετά
γλυκόπιοτο κρασί, κι ύστερα κίνησαν να φύγουν, πήγε ο καθένας
να πέσει στο κρεβάτι του.