Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (18.290-18.345)


290Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος,
δῶρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος.
Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον,
ποικίλον· ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ἔσαν περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι
χρύσειαι, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις ἀραρυῖαι.
295 ὅρμον δ᾽ Εὐρυμάχῳ πολυδαίδαλον αὐτίκ᾽ ἔνεικε,
χρύσεον, ἠλέκτροισιν ἐερμένον, ἠέλιον ὥς.
ἕρματα δ᾽ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν
τρίγληνα μορόεντα· χάρις δ᾽ ἀπελάμπετο πολλή.
ἐκ δ᾽ ἄρα Πεισάνδροιο Πολυκτορίδαο ἄνακτος
300 ἴσθμιον ἤνεικεν θεράπων, περικαλλὲς ἄγαλμα.
ἄλλο δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλος δῶρον Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν.
ἡ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνέβαιν᾽ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν,
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι ἔφερον περικαλλέα δῶρα.
Οἱ δ᾽ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν
305 τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.
τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθεν.
αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν,
ὄφρα φαείνοιεν· περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν,
αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ,
310 καὶ δαΐδας μετέμισγον· ἀμοιβηδὶς δ᾽ ἀνέφαινον
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος· αὐτὰρ ὁ τῇσιν
αὐτὸς διογενὴς μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δμῳαὶ Ὀδυσσῆος, δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,
ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾽, ἵν᾽ αἰδοίη βασίλεια·
315 τῇ δὲ παρ᾽ ἠλάκατα στροφαλίζετε, τέρπετε δ᾽ αὐτὴν
ἥμεναι ἐν μεγάρῳ, ἢ εἴρια πείκετε χερσίν·
αὐτὰρ ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω.
ἤν περ γάρ κ᾽ ἐθέλωσιν ἐΰθρονον Ἠῶ μίμνειν,
οὔ τί με νικήσουσι· πολυτλήμων δὲ μάλ᾽ εἰμί.»
320Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δ᾽ ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο.
τὸν δ᾽ αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,
τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,
παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ᾽ ἄρ᾽ ἀθύρματα θυμῷ·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,
325 ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν.
ἥ ῥ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐνένιπεν ὀνειδείοις ἐπέεσσι·
«ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,
οὐδ᾽ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθών,
ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ᾽ ἐνθάδε πόλλ᾽ ἀγορεύεις,
330 θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ
ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ
τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.
ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;
μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,
335 ὅς τίς σ᾽ ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι
δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ.»
Τὴν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ᾽ ἀγορεύεις,
κεῖσ᾽ ἐλθών, ἵνα σ᾽ αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»
340Ὣς εἰπὼν ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκας.
βὰν δ᾽ ἴμεναι διὰ δῶμα, λύθεν δ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστης
ταρβοσύνῃ· φὰν γάρ μιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
αὐτὰρ ὁ πὰρ λαμπτῆρσι φαείνων αἰθομένοισιν
ἑστήκειν ἐς πάντας ὁρώμενος· ἄλλα δέ οἱ κῆρ
345 ὅρμαινε φρεσὶν ᾗσιν, ἅ ῥ᾽ οὐκ ἀτέλεστα γένοντο.


290Έτσι ο Αντίνοος μιλώντας, ο λόγος του άρεσε στους άλλους.
Αμέσως ο καθένας τους στέλνει τον κήρυκα,
το δώρο του να φέρει.
Της φέρνει τότε του Αντινόου ο κήρυκας φαντό πανέμορφο
για πανωφόρι, καταστόλιστο, με πόρπες δώδεκα χρυσές,
θηλυκωμένες σ᾽ άγκιστρα ευλύγιστα.
Του Ευρυμάχου ο κήρυκας της έφερε μαλαματένιο περιδέραιο,
με χάντρες ένθετες κεχριμπαρένιες — έλαμπε σαν ήλιος.
Οι δούλοι του Ευρυδάμαντα της φέρνουν σκουλαρίκια,
σε σχήμα μούρου, τρίπετρα — αντανακλούσε γύρω η λάμψη τους.
Και το παιδόπουλο του αρχοντικού Πεισάνδρου, του Πολυκτόρου εγγονός,
300της έφερε μια τραχηλιά, κόσμημα εκθαμβωτικό.
Ένας μετά τον άλλον, όλοι οι μνηστήρες Αχαιοί κάτι ωραίο
της χάρισαν. Και τότε εκείνη, θεία γυναίκα, κίνησε πάλι ν᾽ ανεβεί
στην κάμαρή της — πίσω της οι θεραπαινίδες κουβαλούσαν
τα εξαίσια δώρα.
Κάτω οι μνηστήρες το ρίχνουν τότε στον χορό, ευφραίνονταν
με το παθητικό τραγούδι, προσμένοντας να πέσει το σκοτάδι·
και πάνω στην ξεφάντωση πέφτει το μαύρο βράδυ.
Οπότε στήθηκαν, χωρίς χρονοτριβή, τρεις πυροστάτες
στη μεγάλη αίθουσα, να δώσουν φως.
Πάνω τους έβαλαν ξύλα ξερά, από καιρό πια τραβηγμένα,
σχισμένα μόλις με το χάλκινο πελέκι, κι ανάμεσα στα ξύλα
310μπήκαν δαδιά, που κάθε λίγο τα συνδαύλιζαν, η μια μετά την άλλη,
του καρτερόψυχου Οδυσσέα οι δούλες.
Εκείνος τότε, διογέννητος, ο Οδυσσέας πολύγνωμος, τους είπε:
«Δούλες του Οδυσσέα εσείς, του βασιλιά που χρόνια τώρα
βρίσκεται στα ξένα, πηγαίνετε καλύτερα στο δώμα επάνω,
εκεί που κάθεται κι η σεβαστή βασίλισσά σας.
Κοντά της, στριφογυρίζετε κι εσείς τη ρόκα ή πιάσετε στα χέρια σας
μαλλί να το χτενίσετε, για να ξεδώσει και ο δικός της νους
μέσα στην κάμαρή της.
Όσο για φως, εγώ είμαι εδώ, μπορώ και μόνος να το συντηρώ,
για τη δική τους χάρη. Γιατί ακόμη κι αν το αποφασίσουν
εδώ να μείνουν περιμένοντας, ώσπου η Αυγή καλλίθρονη να φέξει,
δεν θα με δουν εμένα νικημένο· έχω μεγάλη υπομονή
μετά από τόσα πάθη.»
320Αυτά τους είπε, εκείνες όμως, η μια κοιτάζοντας την άλλη,
γέλασαν ειρωνικά. Οπότε η Μελανθώ,
ωραία στην όψη, προκαλούσε με λόγια πρόστυχα τον Οδυσσέα —
ήταν η κόρη του Δολίου, η ίδια η Πηνελόπη την ανάθρεψε,
λες κι ήτανε παιδί δικό της, της χάριζε παιχνίδια
να τα χαίρεται· εκείνη όμως αποδείχτηκε αναίσθητη
στον πόνο και στα βάσανα της Πηνελόπης, έγινε ερωμένη
του Ευρυμάχου, έσμιγε μαζί του στο κρεβάτι.
Αυτή λοιπόν έβγαλε τότε γλώσσα αισχρή στον Οδυσσέα:
«Ταλαίπωρε ξενόφερτε, φαίνεται πως ο νους σου σάλεψε,
κι αντί να πας να κοιμηθείς στο στέκι ενός χαλκωματά
ή και σε κάποιο χάνι, κάθεσαι εδώ και παριστάνεις τον μεγάλο ρήτορα·
330θρασύς μπροστά σε τόσους άντρες, χωρίς να νιώθεις μέσα σου
κανένα δισταγμό. Αν δεν παραζαλίστηκες απ᾽ το πολύ κρασί,
είσαι από φυσικού σου ξιπασμένος, γι᾽ αυτό μας αραδιάζεις φλυαρίες.
Το πήρες πάνω σου, που νίκησες τον Ίρο, έναν του δρόμου
ψωμοζήτη. Κοίτα μονάχα μήπως και κάποιος άλλος σηκωθεί
πιο μπρατσωμένος, και με τα στιβαρά του χέρια βαρώντας
το κεφάλι σου το κάνει σβούρα — αιμόφυρτο θα σε πετάξει
έξω από το σπίτι.»
Άγρια και λοξά κοιτώντας της είπε ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Σκύλα, τ᾽ άθλια λόγια σου αν τρέξω να τα πω αμέσως
στον Τηλέμαχο, θα σε λιανίσει αυτός, θα γίνεις κομματάκια.»
340Την απειλή του ακούγοντας οι δούλες, τρέχοντας από κάμαρη σε κάμαρη
σκόρπισαν τρομαγμένες, η καθεμιά με γόνατα τρεμάμενα,
γιατί το πίστεψαν πως σοβαρά μιλούσε.
Την ίδια ώρα εκείνος, κοντά στους αναμμένους πυροστάτες,
τους πρόσεχε να φέγγουν, ενώ το μάτι του κοιτούσε
ολόγυρα — μέσα του όμως η καρδιά του άλλα μελετούσε,
που ατέλεστα δεν έμειναν.